Κείμενο Θοδωρής Μπόνης (thodoris.bonis@gmail.com)
Εδιάβηκα πολύ κοντά στο μίσος,
είναι σοβαρά τα ρίγη του,
Το μίσος είναι σπαθόψαρο,
κινείται στο αόρατο νερό
και τότε το βλέπεις να ‘ρχεται
κι εκεί αίμα στο μαχαίρι του:
το αφοπλίζει η διαφάνεια.
«Διαθήκη του φθινοπώρου»
Το απόγευμα της 23ης Σεπτεμβρίου 1973 –δώδεκα μόλις ημέρες μετά από τον θάνατο του Σαλβαδόρ Αλιέντε– στην κλινική Σάντα Μαρία στο Σαντιάγο «έφυγε» από τη ζωή ο Πάμπλο Νερούδα. Υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής από το 1945 και υποστηρικτής της Λαϊκής Ενότητας στη χώρα του. Το 1971 τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας πυροδοτώντας ισχυρές αντιδράσεις σε αντικομμουνιστικούς και συντηρητικούς κύκλους. Παρά το γεγονός ότι έπασχε από καρκίνο, δεν δίστασε να στηρίξει τον σοσιαλιστή Αλιέντε στην προεκλογική του εκστρατεία. Οπαδοί του δικτάτορα Πινοσέτ δεν δίστασαν να πυρπολήσουν το σπίτι και τα βιβλία ενόσω ο ποιητής βρισκόταν στην κλινική του Σαντιάγο. Η κηδεία του αποτέλεσε την πρώτη δημόσια διαμαρτυρία του λαού της Χιλής ενάντια στο καθεστώς του Πινοσέτ. Η ζωή και το έργο του Πάμπλο Νερούδα δεν νοούνται ξέχωρα από τη γη της Χιλής και τον λαό της γι’ αυτό και δεν θεωρείται άδικα εθνικός της ποιητής. Ποιήματά του αξιώνουν τον χαρακτήρα του πολιτικού μανιφέστου, αποτυπώνουν την εμπειρία της «λαϊκής αλήθειας» και καυτηριάζουν –πότε ευθύ και πότε με ειρωνικό τρόπο– την «τυραννία» της άρχουσας τάξης.
Όταν φωνάξαν για φαΐ,
ορμήσαν οι τύραννοι
και οι περαστικές κοκότες τους,
και ήταν ωραίο να τις βλέπεις να περνάνε
σαν σφήκες με θρεμμένο μπούστο,
ακολουθούμενες από κείνους τους χλομούς
και δύστυχους δημόσιους τίγρεις.
Τη μαύρη μερίδα το ψωμί του
έφαγε ο αγρότης στον αγρό,
ήταν μόνος του κι ήταν αργά,
ήταν τριγυρισμένος από στάρι,
μα δεν είχε άλλο ψωμί.
Το ‘φαγε με δόντια σκληρά,
κοιτώντας το με μάτια σκληρά.
Τη γαλάζια ώρα του μεσημεριάτικου τραπεζιού,
την ανυπόμονη ώρα του ψητού,
ο ποιητής παραπατάει τη λύρα του,
παίρνει το μαχαίρι, το πιρούνι
και βάζει το ποτήρι του στο τραπέζι.
Οι ψαράδες τρέχουνε
στη μικρή θάλασσα της σουπιέρας.
Οι πατάτες, καυτές, διαμαρτύρονται
ανάμεσα στις γλώσσες του λαδιού.
Έχει χρυσίσει το αρνάκι στη θράκα
και ξεγδύνεται το κρεμμύδι.
Είναι θλιβερό να τρως με φράκο,
είναι σαν να τρως σ’ ένα φέρετρο,
άλλα και να τρως σε μοναστήρια
είναι σαν να τρως κιόλας κάτω απ’ τη γη.
Είναι πολύ μικρό να τρως μοναχός,
μα το να μην τρως είναι βαθύ,
είναι κούφιο, είναι πρασινίλα, έχει αγκάθια
σαν αλυσίδα από αγκίστρια
που πέφτει απ’ την καρδιά
και σου γαντζώνει τα μέσα.
Να πεινάς είναι σαν τανάλιες,
είναι πώς δαγκώνουνε οι καβουρομάνες,
καίει, καίει χωρίς να υπάρχει φωτιά:
η πείνα είναι κρύα πυρκαγιά.
Ας καθίσουμε αμέσως να φάμε
μ’ όλους όσοι δεν έχουνε φάει,
ας απλώσουμε τα πλατιά τραπεζομάντιλα,
το αλάτι στις λίμνες του κόσμου,
ψωμάδικα του πλανήτη,
τραπέζια με φράουλες στον πάγο,
κι ένα πιάτο σαν το φεγγάρι
όπου όλοι θα φάμε το μεσημεριανό μας.
Για την ώρα δε ζητάω άλλο
απ΄ τη δικαιοσύνη στο φαΐ.
«Το μεγάλο τραπεζομάντιλο»
Τόσο η ταξικότητα όσο και η ματαιοδοξία της ιντελιγκέντσια αποτελούν «ξένο σώμα» στον κόσμο του Νερούδα, ο ανθρωπισμός του οποίου πηγάζει από το αναπόφευκτο του θανάτου. Ο ποιητικός πλατωνισμός του εγγράφεται σε ένα διαρκές memento mori που συντελεί έτσι ώστε το άτομο να γνωρίσει τον εαυτό του.
Πρέπει να κάνουμε ένα λουτρό τάφου
και κάτω απ’ την κλειστή γη
να ατενίζεται προς τα πάνω η αλαζονεία.
Και τότε μαθαίνεις να μετράς.
Μαθαίνεις να μιλάς, μαθαίνεις να είσαι.
Ίσως δε θα ‘μαστε τόσο τρελοί,
ίσως δε θα ‘μαστε τόσο μυαλωμένοι.
Θα μάθουμε να πεθαίνουμε.
Να είμαστε χώμα, να μην έχουμε μάτια,
να είμαστε ένα λησμονημένο επώνυμο.
Είναι κάτι ποιητές τόσο μεγάλοι,
που δε χωράνε σε μια πόρτα
και κάτι σβέλτοι επιχειρηματίες,
που δε θυμούνται τη φτώχια.
Έχει γυναίκες που δε θα μπούνε
απ’ το μάτι ενός κρεμμυδιού,
και είναι τόσα πράματα, τόσα πράματα,
κι είναι έτσι, και δεν είν’ έτσι.
Αν δε θέλουν, ας μη με πιστέψουν ούτε σταλιά.
Θέλησα μόνο κάτι να τους δείξω.
Είμαι καθηγητής της ζωής,
περιπλανώμενος σπουδαστής του θανάτου,
κι αν αυτό που ξέρω δεν τους χρησιμεύει,
δεν είπα τίποτα εκτός από όλα.
«Όχι τόσο ψηλά»
*Τα παραπάνω ποιήματα του Πάμπλο Νερούδα μεταφράστηκαν από τη Δανάη Στρατηγοπούλου και συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή «Εστραβαγάριο» (Εκδόσεις Καστανιώτη).
Πηγή: https://tetragwno.gr/