Γιάννης Μακρυγιάννης
Με την κυβέρνηση να βάζει τη χώρα στις αρχές Φεβρουαρίου σε καραντίνα (ευρισκόμενη ήδη σε καραντίνα από τον Νοέμβριο – κάτι σαν μπαμπούσκα αυτές οι κυβερνητικές καραντίνες) με 1400 κρούσματα ημερησίως και να θέλει σχεδόν δύο μήνες μετά να τη βγάλει με 4300, δεν το λες και την πιο λογική εξέλιξη.
Ποιος να το περίμενε ότι η φετινή άνοιξη, θα ήταν για τη χώρα μας στο μέτωπο της πανδημίας, χειρότερη από την περσινή, όταν για τις περισσότερες χώρες στον κόσμο συμβαίνει το αντίθετο: εκείνες ξεκίνησαν άσχημα και βελτιώθηκαν στη συνέχεια – οι ΗΠΑ για παράδειγμα ουσιαστικά αφήνουν πίσω τον βραχνά μέσα στον Απρίλιο - ενώ η Ελλάδα από θετικό παράδειγμα εξελίσσεται σε εξόχως αρνητικό. Η κυβέρνηση δεν κατάλαβε απολύτως τίποτα για το πρόβλημα, έμεινε προσκολλημένη στην αρχική συνταγή των lockdown (πες και συ Σωτήρη), νομίζοντας ότι αποτελούν λύση για πάσα νόσο και πάσα μαλακία, αρκέστηκε στην εικόνα και την επικοινωνία και εμμονικά αρνήθηκε να αντιληφθεί βασικά πράγματα. Όπως τη σημασία της επιδημιολογικής επιτήρησης (ανακάλυψε τη σημασία των τεστ ένα χρόνο μετά – πες και συ Σωτήρη), τον καθοριστικό ρόλο της οργάνωσης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής με βάση τα νέα δεδομένα και, κυρίως την αξία του δημόσιου συστήματος υγείας.
Όλα αυτά συνθέτουν μία παταγώδη κυβερνητική αποτυχία, από τη μέγγενη της οποίας η έξοδος δεν είναι προφανής – ακόμα και οι επιστήμονες τσακώνονται δημοσίως πλέον για το ελληνικό παράδοξο.
Τον Νοέμβριο μπήκαμε στην καραντίνα γιατί κατέρρεε το σύστημα υγείας. Και αντί να ενισχύσουν έστω και τότε το σύστημα υγείας, κοίταξαν να υποβαθμίσουν το πρόβλημα στη Βόρεια Ελλάδα και να υπόσχονται εμβόλια που δεν είχαν, ούτε ήξεραν πότε θα τα έχουν – τελικά αποδείχθηκαν εκτός πραγματικότητας τα σχέδια για εμβολιασμό πάνω 3 εκατ. ανθρώπων μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2021!
Αντί να οργανώσουν την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας με τον οικογενειακό γιατρό (κάνοντας ειδικές συμβάσεις με ιδιώτες γιατρούς), αντί να στελεχώσουν και αναβαθμίσουν τα κέντρα υγείας, αντί να προσλάβουν γιατρούς και νοσηλευτές στα δημόσια νοσοκομεία, αντί να φτιάξουν υποδομές για παν ενδεχόμενο στο ΕΣΥ, αντί να έχουν σχέδιο επίταξης ιδιωτικών δομών, κάθονταν και κοιτούσαν. Αποτέλεσμα να περιμένουν και να πεθαίνουν ασθενείς εκτός ΜΕΘ, ή να φτάνουν αρκετά αργά στα νοσοκομεία. Και δυστυχώς τα χειρότερα είναι μπροστά!
Αντί να οργανώσουν τις δραστηριότητες, άρχισαν να κυνηγούν τον κόσμο – συχνά και να τον δέρνουν. Να κοιτάξουν πχ τους χώρους δουλειάς, κινητοποιώντας τους «γιατρούς εργασίας» και εφαρμόζοντας πρωτόκολλα, να επεκτείνουν την τηλεργασία, να βελτιώσουν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, να διαμορφώσουν αλλιώς τη σχολική δραστηριότητα, να προσέξουν τις εστίες υπερμετάδοσης, να λάβουν έγκαιρα μέτρα για τους ταξιδιώτες από το εξωτερικό, να οργανώσουν την επιδημιολογική επιτήρηση με εκατοντάδες χιλιάδες τεστ, με ιχνηλάτηση, απομόνωση και σπάσιμο των αλυσίδων υπερμετάδοσης.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να υπερχρησιμοποιήσουν το «όπλο» της καραντίνας – ουδεμία άλλη χώρα είχε τόσες πολλές κλειστές δραστηριότητες επί τόσο καιρό – ώσπου έφτασε κι αυτό στα όριά του. Προσοχή: ο ΠΟΥ λέει για τα όρια της καραντίνας από τον περασμένο Απρίλιο και προτείνει πιο σύνθετες παρεμβάσεις για το πρόβλημα – πες και συ Σωτήρη, που διυλίζεις κατά το δοκούν τα όσα λέει ο ΠΟΥ.
Στο μόνο που έκανε θραύση και υπερπαραγωγή η κυβέρνηση όλους αυτούς τους μήνες ήταν οι δικαιολογίες και η μετάθεση των ευθυνών της σε άλλους: πρώτα ήταν η ατομική ευθύνη, μετά ο παλιόκαιρος τη μέρα που σε γνώρισα, αργότερα οι κινητοποιήσεις και πολλά ακόμα.
Αλλά όταν και συ ο ίδιος εξευτελίζεις την έννοια των περιοριστικών μέτρων, πότε δικαιολογώντας τη σαρδελοποίηση στα ΜΜΜ, πότε με την Ικαρία, πότε με την Πάρνηθα, πότε με τα αστειάκια για το χωριό, πότε με κάτι βαφτίσια, παλαιότερα με κάτι εγκαίνια συντριβανιών και πάει λέγοντας, με τι αξιοπιστία να επιβάλλεις καραντίνες; Άλλωστε οι τωρινές ανακοινώσεις για νέο μοντέλο, λέει, μέτρων, συνιστούν μία εκκωφαντική ομολογία ότι όλο αυτό πήγε στραβά.
Φοβάμαι όμως ότι με την ίδια αναποτελεσματική τακτική θα πάμε και στην επόμενη φάση, στο άνοιγμα δηλαδή. Το οποίο γίνεται τσάτρα πάτρα, όχι επειδή το ετοίμασε μεθοδικά και υπεύθυνα, ως όφειλε δηλαδή, η κυβέρνηση, αλλά επειδή το αποφάσισε υπό τη δημοσκοπική πίεση.
Σε τρία πράγματα βασιζόμαστε για το άνοιγμα: στον καιρό, στα εμβόλια, και στα self test. Ελπίζουμε δηλαδή σε τεστ, των οποίων η αξιοπιστία είναι αμφιλεγόμενη (ειδικά σε προσυμπτωματικούς και ασυμπτωματικούς) και εξαρτάται από το εάν θα το δηλώνει ο κάθε πολίτης! Συγνώμη, αλλά αυτό δεν είναι κράτος, αλλά το παιχνίδι με το μουτζούρη – η κυβέρνηση προσπαθεί να μεταθέσει τις ευθύνες της στους πολίτες. Και επειδή με τα εμβόλια ουδείς γνωρίζει τι θα γίνει, λόγω των γνωστών προβλημάτων, η μόνη μας ελπίδα είναι ο καλός καιρός! Α, και η τύχη…
ΥΓ: λαχτάρησα ένα διάγγελμα από εκείνα με το τελευταίο (δυστυχώς «πράσινο» για δεκάδες συνανθρώπους μας κάθε μέρα) μίλι και την προτροπή να κάνουμε υπομονή για δύο εβδομάδες ακόμα. Να μας το πει η Ντόρα όμως, που έχει όρεξη να κάνει και χωρατά...
Πηγή: https://www.protothema.gr/