Πέτρος Τατσόπουλος
Εξ απαλών ονύχων άκουγα αυτή τη φράση – και για καιρό ήταν για εμένα ένας άλυτος γρίφος: «Σαν να κλέβεις παγκάρι εκκλησίας». Αρχικά αγνοούσα τη λέξη-κλειδί στην έκφραση – «τι είναι το παγκάρι;» – και αργότερα, όταν έμαθα τι σημαίνει, εξακολουθούσα να αναρωτιέμαι γιατί η κλοπή ενός παγκαριού διαφέρει από την κλοπή ενός χρηματοκιβωτίου. Όταν επιτέλους – πρέπει να ήμουν εννέα, δέκα χρονών – εμπέδωσα ότι η κλοπή του πρώτου είναι απείρως πιο εύκολη από την κλοπή του δεύτερου, το μυστήριο πύκνωσε αντί να διαλυθεί: γιατί η κοινωνική κατακραυγή να ακολουθεί το εύκολο αντί για το δύσκολο; Γιατί να συνδέουμε το εύκολο με το χυδαίο και γιατί το χυδαίο να προκαλεί τον αποτροπιασμό μας;
Μεγαλώνοντας κατανόησα ότι, παντού και πάντοτε στην παραβατικότητα, η ευκολία συνοδεύεται από ένα ισχυρό αίσθημα ντροπής: όποιος δεν ντρέπεται είναι αποσυνάγωγος ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι. Στον πόλεμο, έγκλημα καθοσίωσης είναι η εκτέλεση αιχμαλώτων ή η σφαγή αμάχων. Γιατί; Διότι είναι απροστάτευτοι. Με ανάλογο τρόπο είναι απροστάτευτο και το παγκάρι. Μπαίνεις στην εκκλησία, αφήνεις τον ταπεινό σου οβολό και ανάβεις ένα κερί. Η όλη διαδικασία εδράζεται σε μια σχέση αδιατάρακτης εμπιστοσύνης. Δεν αμφιβάλλεις ότι έπραξε ακριβώς το ίδιο μ’ εσένα ο προηγούμενος, ούτε σου περνάει από το μυαλό ότι δεν θα πράξει ακριβώς το ίδιο και ο επόμενος. Γιατί; Διότι είναι τόσο εύκολο να μην το πράξει. Είναι τόσο εύκολο να απλώσει το χέρι του ο επόμενος και να μαζέψει τους οβολούς όλων των προηγουμένων. Είναι τόσο εύκολο να συμβεί, ούτως ώστε καθίσταται αδιανόητο να συμβεί. Αποτέλεσμα; Σπανίως, όταν και όποτε συμβαίνει, επισύρει την καθολική καταισχύνη.
Πολλοί θα υποστηρίξουν καλοπροαίρετα ότι το φαινόμενο δεν έχει να κάνει τόσο με την εμπιστοσύνη όσο με την ευλάβεια και κατ’ επέκταση με τον φόβο ότι ο οφθαλμός του Κυρίου, ὃς τά πανθ’ ὁρᾶ, θα καταγράψει και, σε δεύτερο χρόνο, θα τιμωρήσει την παράβασή σου πιο αξιόπιστα και από κάμερα ασφαλείας. Δεν αμφιβάλλω ότι ο τρόμος της θείας δίκης λειτουργεί αποτρεπτικά για εκατομμύρια πιστούς, αλλά έχω την αίσθηση πως ακουμπάει σε μια βαθύτερη ανθρώπινη ανάγκη, πέρα και πάνω από θρησκευτικά ποινολόγια. Υπάρχει μια υπέροχη σκηνή στους «Αθλίους» (1862) του Βίκτωρος Ουγκώ που περιλούζει με ηθικό νόημα ολόκληρο το υπόλοιπο μυθιστόρημα. Ο επίσκοπος Μυριήλ προσφέρει στέγη στον Γιάννη Αγιάννη και ο δεύτερος κλέβει τα ασημένια κηροπήγια του πρώτου – πέραν των άλλων, επειδή είναι πολύ εύκολο να το κάνει· όταν αργότερα ο Γιάννης Αγιάννης συλλαμβάνεται, ο επίσκοπος Μυριήλ όχι μονάχα δεν τον αναγνωρίζει ως κλέφτη, αλλά ισχυρίζεται ότι του τα χάρισε ο ίδιος. Το ψυχικό μεγαλείο αυτής της «συγκάλυψης» θα φωτίζει εφεξής κάθε πράξη του παραβάτη.
Αυτές τις ημέρες, της πανδημίας και του εγκλεισμού, διαβάζουμε διάφορες τερατολογίες. Καμία τερατολογία δεν βρίσκω τόσο αποκρουστική όσο την τερατολογία που εξαρχής απευθύνεται σε ένα target group εύπιστο και τρομαγμένο: τους αγαθούς συμπολίτες μας της τρίτης ηλικίας. Μιλάμε για συνανθρώπους μας που υποφέρουν καθημερινά από λογής λογής επώδυνες ασθένειες και γαντζώνονται από την όποια παράταση ζωής, ακριβώς επειδή βρίσκονται αναπόδραστα τόσο κοντά στον θάνατο. Δεν μπορώ να φανταστώ τίποτε πιο απεχθές, ποταπό, σιχαμερό και κακουργηματικό από το να εκμεταλλεύεσαι την αδράνεια των εισαγγελικών Αρχών, να χειραγωγείς την αφέλεια ανήμπορων γερόντων, να εμπορεύεσαι την υπαρξιακή αγωνία τους και να κοπρίζεις κάθε ελπίδα τους, όπως το εμβόλιο, προκειμένου να αβγατίσεις τα κέρδη σου. Δεν το συζητώ. Απείρως πιο μιαρό από το να κλέβεις παγκάρι εκκλησίας.
Πηγή: https://www.in.gr/