Γεννήθηκε το 1914 (18/2/1914) στην κατεχόμενη σήμερα Αμμόχωστο, παιδί του Θεόδουλου Μόντη και της Καλομοίρας Μπατίστα. Στα 18 του έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1937. Συνέβαλε στον Κυπριακό Απελευθερωτικό Αγώνα (1955-59) συμμετέχοντας ως πολιτικός καθοδηγητής των μελών της ΕΟΚΑ.
Ο Κώστας Μόντης ήταν αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ποιητής, μυθιστοριογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα της μεταπολεμικής περιόδου. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφρασθεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Ολλανδικά, Σουηδικά, Ρωσικά και σε άλλες γλώσσες. Το 1980 τιμήθηκε με τον τίτλο του «δαφνοστεφούς ποιητή» (Poet Laureate) από την Παγκόσμια Ακαδημία Τεχνών και Πολιτισμού. Το 1984 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ[2]. Το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου. Ανάλογη τιμή δέχτηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 2001.
Συγγραφέας πολυγραφότατος, βαθιά προβληματιζόμενος για το παρόν και το μέλλον της ιδιαίτερής του πατρίδας, της Κύπρου. Πολλά από τα έργα του αναφέρονται στον αγώνα των Κυπρίων για απελευθέρωση από την Αγγλία και ένωση με την Ελλάδα, την πορεία της νήσου μετά την Ανεξαρτησία, με σημαντικό σταθμό την Τουρκική Εισβολή και την έκτοτε κατοχή του 1/3 της Κύπρου.
Μερικά από τα γνωστότερά του έργα είναι το Γράμμα στη Μητέρα, Στιγμές, μία νουβέλα για τον απελευθερωτικό αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. (1955-59), ο Αφέντης Μπατίστας, ένα ιστορικοαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα το οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείο μυθιστορήματος στην Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων της Κύπρου κ.ά.
Ο μουσικοσυνθέτης Μάριος Τόκας, προσωπικός φίλος του ποιητή και επίσης καταγόμενος από την Κύπρο, μελοποίησε μερικά από τα έργα του Κώστα Μόντη αναφερόμενα στην τουρκική εισβολή του 1974.
Έφυγε από τη ζωή στις 1/3/2004
ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ
Ι
Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.
ΙΙ
Αυτή η κούκλα με το κομμένο χέρι,
που κρεμάστηκε στο παράθυρο
του γκρεμισμένου σπιτιού,
ποιο παιδάκι ήθελε ν’ αποχαιρετήσει,
σε ποιο παιδάκι σύρθηκε ως το παράθυρο
ν’ ανεμίσει το χέρι και της το ’κοψαν;
III
Τι γρήγορα που κατάλαβε αυτό το καλοκαίρι
πως ήταν περιττό
και τα μάζεψε κι έφυγε στις μύτες των ποδιών
IV
Ανασήκωσε την πλάτη
κι απόσεισέ τους, Πενταδάχτυλέ μου,
ανασήκωσε την πλάτη
κι απόσεισέ τους