Γράφει ο Χρήστος Παντελέου
Πήρε τον μεγάλο δρόμο, που δεν έχει γυρισμό ο Παναγιώτης. Ο Πέκας όπως ο καθένας μας τον αποκαλούσε, χωρίς να τον ενοχλεί.
Η πρώτη μας γνωριμία ήταν στην πρώτη γυμνασίου. Τότε οι μαθητές που έρχονταν από την Περαχώρα και ανηφόριζαν από το ΚΤΕΛ προς το σχολείο σχηματίζοντας ένα συμπαγές μπουλούκι με τις σχολικές τσάντες και φθάνοντας στο προαύλιο του σχολείου ανακατευόταν με τους υπόλοιπους μαθητές.
Λόγω του μεγάλου αριθμού των μαθητών μας έβαλαν στην τεράστια αίθουσα του πρώτου ορόφου προς την ανατολική πλευρά. Εκεί τον γνώρισα. Έτυχε να καθίσουμε μαζί στο τρίτο θρανίο, της πρώτης, από τις τρεις σειρές που υπήρχαν.
Τον θυμάμαι πάντα να είναι σκυμμένος πάνω στο βιβλίο του και να ζωγραφίζει τα μεγάλα γράμματα που είχε. Το υποτυπώδες μουστάκι που είχε, λόγω ηλικίας, ήταν πάντα ιδρωμένο.
-Γιατί σκύβεις συνέχεια; Τον ρώτησα απορημένος κάποια μέρα.
-Δεν ξέρω μάθημα! Μου αποκρίθηκε.
-Και τι σχέση έχει αυτό; Ξαναρώτησα.
-Δεν σου λέει να πεις μάθημα! Άμα κοιτάς τον καθηγητή σε σηκώνει!
Απόρησα και δεν το πίστεψα. Σηκώνω το βλέμμα και κοίταζα τον καθηγητή.
-Για πες μας εσύ το μάθημα! Μου λέει ο καθηγητής.
Πάγωσα. Είχε δίκιο.
Χαθήκαμε για πολύ χρόνο μιας και δεν συνεχίσαμε στην ίδια τάξη. Αργότερα άνοιξε ηλεκτρολογείο αυτοκινήτων. Όπως ήταν φυσικό ξανά συναντηθήκαμε. Κάθε πρωί πηγαίνοντας για δουλειά με ένα πράσινο πόνι που είχε, σταματούσε στο καφέ 45, έπαιρνε το καφέ του, έχοντας δίπλα του έναν άνθρωπο, που ο θεός τον είχε κάνει σκύλο. Ένα Λαμπραντόρ που μόνο φωνή δεν είχε. Το είχε αφήσει ένας Δανός φίλος, φεύγοντας. Δέθηκε τόσο πολύ μαζί του και έτσι κάθε πρωί του αγόραζε τυρόπιττα. Με τι χαρά την έτρωγε και μετά, καθόταν ήσυχο δίπλα του. Η στενοχώρια του ήταν ανείπωτη όταν τον έχασε.
Δυστυχώς αν και υπήρχε πολύ δουλειά δεν κατάφερε να το κρατήσει.
Ο λόγος;
Όλοι κοιτούσαν να μην πληρώνουν. Παρ΄ όλα αυτά συνέχιζα να πηγαίνω σπίτι του, στην Περαχώρα και να επισκευάζει το αυτοκίνητό μου. Εκεί διαπίστωσα πως η αγάπη του για τα οικόσιτα, γάτες, σκυλιά ήταν παθολογική. Μόνο διάλογο δεν έκανε μαζί τους.
Αργότερα ανέπτυξε μεγάλη εθελοντική δράση. Τον συναντούσα σχεδόν επί καθημερινής βάσης στις ανασκαφές στην Ρωμαϊκή έπαυλη στον οικισμό Φλοίσβο στην Κατουνίστρα. Πάντα πηγαίνοντας δρομολόγιο περνούσα από εκεί να δω τον κυρ Σωτήρη και τον Παναγιώτη. Να συζητήσουμε, να προβληματιστούμε, να μου πει για τη τσιπούρα που έβγαλε πίσω από τη βίλα των Νίκου-Τάκη. Του είχε μάθει ο Τάκης ο ¨παντρεμένος¨ να δολώνει ψωμί και να βγάζει τσιπούρες.
-Έλα ρε να στο μάθω και σένα! Να μάθεις να ψαρεύεις!
Δεν τα κατάφερα, να πάω.
Σαν πήρε σύνταξη ανέπτυξε ακόμα μεγαλύτερη εθελοντική δράση. Δεν άφησε καμιά δραστηριότητα χωρίς να την υπηρετήσει. Πιστεύω πως μαζί με τον συχωρεμένο Κώστα Μουρατίδη δικαιούνται τον τίτλο του αληθινού ΕΘΕΛΟΝΤΗ του τόπου.
Προτείνω δε να πραγματοποιείται μια εκδήλωση αφιερωμένη σ΄ αυτούς τους δυο συμπολίτες μας που έθεσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία του εθελοντισμού.
Πριν καμιά 10αριά χρόνια, έφερνε κάθε μήνα τον συχωρεμένο δάσκαλο Βασίλη Καραπανάγο στο ταχυδρομείο να πάρει την σύνταξη. Ήταν γείτονες. Καθόταν έξω. Σαν έπαιρνε την σύνταξη ο Δάσκαλος απευθυνόταν σε μένα.
-Χρήστο! Έχω τον συμμαθητή σου έξω! Θα έρθεις για καφέ;
Άλλο που δεν ήθελα εγώ.
-Παραγγείλετε και για μένα και έρχομαι.
Τα είχαν βρει και έκαναν παρέα. Πήγαινα και εγώ και πιάναμε τις ιστορίες. Μεγάλη εμπειρία. Μια φορά ο Πέκας ήταν σκεφτικός.
-Τι έχεις ρε; Του λέω.
-Έχω πρόβλημα! Χρειάζομαι ένα αγροτικό αυτοκίνητο! Ψάχνω τόσο καιρό! Δεν έχω να πάω για ξύλα! Στα χτήματα!
-Άντε ρε! Θα σου δώσω εγώ το δικό μου!
Δεν το πίστεψε.
-Είδες; Τυχερός είσαι! Άμα έρχεσαι μαζί μου! Γυρνάει και του λέει ο Δάσκαλος.
-Πόσο θες; Μου λέει.
-Τίποτα! Του λέω.
Εκεί πίστεψε πως τον κοροϊδεύω.
-Πέκα! Κερνάς ή κερνάω; Του λέει ο Δάσκαλος.
-Γιατί; Τον ρωτάει απορημένος.
-Εσύ πήρες αυτοκίνητο! Εγώ πήρα σύνταξη!
-Αν δεν μου πει πόσο το πουλάει, δεν το παίρνω!
-Έλα ρε Χρήστο! Πες μια τιμή και συ! Μου λέει ο Δάσκαλος.
-Δεν θέλω λεφτά! Αφού το θέλει για ελιές! Ένα ντενεκέ λάδι! Λέω αστειευόμενος και γελώντας.
Τελικά τον βλέπω μια μέρα με ένα ντενεκέ λάδι.
-Ρε πλάκα έκανα! Εσύ το έφερες;
-Θα το πάρεις τέρμα! Το πήρα τι να έκανα.
Κάθε Σεπτέμβρη ερχόταν και έπαιρνε τα σταφύλια και τα πήγαινε στον Αντώνη στην Περαχώρα και μου έφερνε το μούστο. Τρυγούσε και το αμπέλι του και βγάζαμε το μούστο μαζί. Φέτος ήταν η μοναδική φορά που δεν με βοήθησε, όπως άλλες φορές, να μεταφέρουμε το μούστο στο βαρέλι.
-Έχω πρόβλημα με τη μέση! Δικαιολογήθηκε.
Σίγουρα κάθε Σεπτέμβρη θα τον θυμάμαι. Θα μου λείψει η παρουσία Του.
Ίσως ο θεός να είχε έλλειψη από ανιδιοτελείς και μοναδικούς ανθρώπους και στο πρόσωπο του Παναγιώτη τον βρήκε. Αφήνοντας όμως βαρύ πόνο στη Φωφώ, στα παιδιά του αλλά και στις γλυκύτατες εγγονές που υπεραγαπούσε.
Καλό δρόμο Παναγιώτη! Ήδη η διαδρομή Σου σ΄ αυτή την πρόσκαιρη ζωή αφήνει λαμπρή και ανεξίτηλη παρακαταθήκη στην τοπική κοινωνία.