Μιχάλης Τσιντσίνης
Η απάντηση δεν ήταν αυτονόητη. Την ερώτηση την υπέβαλε το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (σε δημοσκόπηση που διενήργησε τον Δεκέμβριο του 2020 η MARC). «Ποιο πιστεύετε ότι είναι το σημαντικότερο επίτευγμα της Ελλάδας τα τελευταία διακόσια χρόνια;», ρωτούσε η δημοσκόπηση. Η δημοφιλέστερη απάντηση (11,6%) ήταν η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η συμμετοχή της στην ευρωζώνη.
Αν σκεφτεί κανείς πιο ήταν το κλίμα στην κοινωνία πριν από δέκα χρόνια -όταν η Ευρώπη είχε ταυτιστεί μάλλον με τις παρενέργειες της υφεσιακής λιτότητας, παρά με το φάρμακο των προγραμμάτων διάσωσης- η σημερινή απάντηση δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Δείχνει όμως ποια είναι η συλλογική αντίληψη που έχει πια κατασταλάξει. Δείχνει τι πιστεύουν οι Ελληνες για την Παλιγγενεσία, όχι ως στιγμή στην ιστορία, αλλά ως μακρύ ιστορικό εγχείρημα, που ακόμη διαρκεί.
Η ένταξη της Ελλάδας στην οικογένεια των προηγμένων ευρωπαϊκών εθνών ήταν από τους ιδρυτικούς σκοπούς των επαναστατών. Ηταν ένας σκοπός που φάνηκε ότι έβρισκε, τουλάχιστον συμβολικά, την πανηγυρική του εκπλήρωση 160 χρόνια μετά την επανάσταση. Το ορατό νήμα που συνδέει το 1821 με το 1981 είναι ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός, που ήταν ήδη εγγεγραμμένος ιδεολογικά στα προεπαναστατικά κείμενα. Η εθνική ταυτότητα γεννιέται ταυτόχρονα με την προσδοκία της συμμετοχής στην Ευρώπη. Οι Νεοέλληνες εμφανίζονται στο προσκήνιο της Ιστορίας ως επίδοξοι -ελεύθεροι και ισότιμοι- Ευρωπαίοι.
Αυτή η ευρωπαϊκή ταυτότητα προσλαμβάνει μετά το 1981 ολοένα και πιο πυκνό περιεχόμενο. Διευρύνεται και ριζώνει με έναν τρόπο που συκοφαντήθηκε στη συνέχεια, κυρίως μετα την κρίση του 2009.
Το οξύμωρο είναι ότι την αμφισβήτησή της δεν επιχείρησαν μόνο οι ευθέως ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις -που φόρτωναν στην Ε.Ε. την ευθύνη για τα οικονομικά αδιέξοδα της Ελλάδας. Την ευρωπαϊκή ταυτότητα υποτιμούσε, από άλλη οπτική γωνία, αλλά εξ ίσου σφόδρα και η φιλοευρωπαϊκή παράταξη. Πώς; Περιγράφοντας τη σχέση των Ελλήνων με την Ευρώπη ως επιτήδειο άρμεγμα των «ιθαγενών», που κατάφερναν να ξεγελούν την ευρωγραφειοκρατία, αποσπώντας της αθρόες και ανεξέλεγκτες χρηματοδοτήσεις και παραπλανώντας την με πλαστά βιβλία.
Η πολιτισμική υπεραξία
Ο Έλληνας που σκιαγραφούσε το φιλευρωπαϊκό αφήγημα ήταν αυτός που είχε σκορπίσει τις επιδοτήσεις σε ακριβά αυτοκίνητα και διασκεδάσεις. Η κριτική για τη σπαταλημένη ευρωπαϊκή συνδρομή αναγνώριζε στην καλύτερη περίπτωση μόνο κάποια μεγάλα έργα υποδομής. Ολα τα υπόλοιπα επιτεύγματα όμως διαγράφονταν. Η ενσωμάτωση, ας πούμε, ενός ολόκληρου corpus περιβαλλοντικών κανόνων -και ο μηχανισμός επιτήρησης τους που υποχρεώσε την Ελλάδα να προχωράει έστω και αργά σε βήματα προστασίας του φυσικού της πλούτου· ή η επιβίωση και η μεταμόρφωση της ελληνικής υπαίθρου, που θα ήταν αδιανόητη χωρίς τα ευρωπαϊκά κονδύλια: Ολα αυτά ισοπεδώνονταν σε μια ετυμηγορία περί εθνικής μεγαλο-απάτης.
Η σημαντικότερη παραχάραξη που επέφερε αυτή η ισοπεδωτική αυτοκριτική ήταν η παρασιώπηση της πολιτισμικής όσμωσης που επέτρεψε η συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. Τρεις γενιές Ελλήνων είχαν την ευκαιρία να ταξιδέψουν και να σπουδάσουν εκτός συνόρων. Οι αγρότες και οι μικρομεσαίοι δεν σπατάλησαν την ευημερία -που ως έναν βαθμό τους εξασφάλισε η ευρωπαϊκή συμμετοχή- μόνο στην κατανάλωση. Το στερεότυπο ήταν λάθος. Οι ίδιοι άνθρωποι δεν αγόραζαν μόνο Μερσέντες αλλά και μεταπτυχιακά για τα παιδιά τους, που είχαν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν και να σπουδάσουν όσο καμία άλλη γενιά μετά τον Πόλεμο.
Αυτή, η πολιτισμική παράμετρος των ανοιχτών οριζόντων και των ανοιχτών συνόρων, του Erasmus και των πανεπιστημίων, είναι η λιγότερο συζητημένη.
Ο χάρτης εκτός και εντός
Η ιστορία δεν γράφεται με «αν». Αλλά δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να εικάσει κανείς ποια μπορεί να ήταν η μοίρα ενός νεαρού κράτους της νοτιοανατολικής Βαλκανικής, αν δεν είχε από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής του ρίξει την άγκυρά του στην Ευρώπη. Μια ματιά στον χάρτη, στα βόρεια και τα ανατολικά της Ελλάδας, αρκεί.
Το όφελος για το διεθνές status της χώρας -το γεγονός ότι αντιμετωπίζει τις απειλές με τη θωράκιση ενός μεγάλου συνεταιρισμού- είναι μάλλον κοινός τόπος. Ακόμη κι εκείνοι που ζητούν πιο ενεργό ευρωπαϊκή στήριξη στα εθνικά μέτωπα, δεν τολμούν να ισχυριστούν ότι η Ελλάδα θα ήταν καλύτερα μόνη.
Η ιστορία που μένει ακόμη να γραφτεί είναι πώς αυτή η πρόσδεση βοήθησε και τους εσωτερικούς θεσμούς να μείνουν όρθιοι, κάτω από συνθήκες πολύ χειρότερες από αυτές που είχαν οδηγήσει σε κατάρρευση ακόμη και πιο ώριμες δημοκρατίες.
Γιατί η ελληνική δημοκρατία άντεξε το 2012 και το 2015; Ηταν μόνο τα αεροπλάνα από την Φρανκφούρτη, με τις χρηματαποστολές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που κράτησαν το σύστημα ζωντανό; ΄Η ήταν μήπως και το γεγονός ότι, ακόμη και την πιο δύσκολη στιγμή, ο Έλληνας Πρωθυπουργός καλούνταν να πάρει τις πιο δύσκολες αποφάσεις στο ίδιο τραπέζι με τους ομολόγους του αυτής της μεγάλης, υπερεθνικής οικογένειας;
'Ενας πολύπειρος παράγοντας της δημόσιας ζωής έλεγε ότι αν έχεις πάει έστω και σε μία σύνοδο κορυφής -αν έχει κάτσει σε αυτό το τραπέζι- δεν έχεις ψυχή να σηκωθείς να φύγεις.
'Εχει έρθει η ώρα να σκεφτούμε τι εννοούσε.
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/