Ο ξεχασμένος, πλην περιπετειώδης γιατρός που χωρίς καμία στήριξη από το ελληνικό κράτος αναζήτησε τα χνάρια του ελληνικού πολιτισμού στα βάθη της Ασίας
Ο Παναγιώτης Ποταγός δεν είχε ποτέ την υποστήριξη του ελληνικού κράτους στις προσπάθειές του και αυτό έγινε ακόμα πιο πικρό, όταν προσπάθησε να εκδώσει τον πρώτο τόμο των «Περιηγήσεων» και ήρθε αντιμέτωπος τόσο με τη γραφειοκρατία όσο και με την απόλυτη αδιαφορία.
Κορίνα Φαρμακόρη
«Εις Έλλην» υπέγραψε στη «Χρυσή Βίβλο των Περιηγητών», ο Παναγιώτης Ποταγός, όταν κλήθηκε να το πράξει από τον Λεοπόλδο Β', βασιλιά του Βελγίου και πρόεδρο της Παγκόσμιας Γεωγραφικής Εταιρείας, κερδίζοντας έτσι τη μεγαλύτερη διάκριση για έναν εξερευνητή. Δυστυχώς, όμως, καθώς το όνομά του δεν γράφτηκε ποτέ στο λαμπρό βιβλίο, εξακολουθεί να παραμένει άγνωστο μέχρι και σήμερα.
«Περιφρονημένος και λησμονημένος είναι κι' ο Παναγιώτης Ποταγός, ο νέος Μάρκος Πόλος. Πήγε από τη Μικρά Ασία ίσαμε το Πεκίνο με τ' άλογο και με τα ποδάρια, κατόρθωμα που δεν τώκανε κανένας πριν απ' αυτόν, ύστερα ταξίδεψε στην Περσία, στην Ινδία κι από την Αίγυπτο τράβηξε μέσα στην Αφρική ίσαμε την καρδιά της και μολοταύτα πέθανε λησμονημένος και πικραμένος, γιατί οι σοβαροί άνθρωποι, πούπαμε πρωτύτερα, τον πήρανε στ' αλαφριά, επειδής "δεν ήτο σοβαρός επιστήμων", με βαρόμετρα και με θερμόμετρα και με ματογυάλια. Αλλ' άφες τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς» θα γράψει για τον μοναδικό, ουσιαστικά, Έλληνα εξερευνητή της νεότερης ιστορίας ο Φώτης Κόντογλου στο έργο του «Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι» (Εκδοτικός Οίκος Αστήρ).
Ακολουθώντας την πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αναζήτησε, και ήταν ο πρώτος που επιβεβαίωσε την επιβίωση στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού στα βάθη της Ασίας, καθώς δεν είχε λάβει χώρα ακόμα ο υποχρεωτικό εξισλαμισμός όλων των φυλών του 1896, που σχεδόν τα εξαφάνισε.
Ο Παναγιώτης Ποταγός γεννήθηκε στη Βυτίνα της Αρκαδίας το 1838 ή το 1839 και μαθήτευσε στο σχολείο της Βυτίνας, που άκμαζε τότε, όπως κι εκείνο της γειτονικής Δημητσάνας, θέτοντας τις βάσεις μιας ευρύτατης μόρφωσης. Στη βιβλιοθήκη του πατέρα του, τον οποίο έχασε όταν ήταν βρέφος, ήρθε σε επαφή με μια «Μαθηματική Γεωγραφία» καθώς και με βιβλία αρχαίων συγγραφέων και νεότερων φιλοσόφων.
Ο φιλομαθής νέος που αγαπούσε τους αρχαίους γεωγράφους και ιστορικούς σπουδάζει Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αναγορεύεται διδάκτορας και αναχωρεί με υποτροφία για το Παρίσι, όπου και ξεχωρίζει για την επιστημονική επάρκεια και τον αλτρουισμό του κατά τη διάρκεια της μεγάλης επιδημίας χολέρας που έπληξε την πόλη – τιμήθηκε μάλιστα από τη γαλλική κυβέρνηση για την προσφορά του.
Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1866 και για έναν μόλις χρόνο εξασκεί την Ιατρική στο χωριό του, ενώ σκέφτεται εξαρχής τη φυγή. Η αγάπη του για τα ταξίδια και τις εξερευνήσεις αλλά και η απογοήτευση που του προκαλεί η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, την οποία στηλιτεύει, καθώς και η αντιπαράθεση με τους συντοπίτες του, που θεωρεί ότι έχουν χαμηλό κοινωνικό και ηθικό επίπεδο, θα τον κάνουν να γράψει: «... απέληξα εις περιηγήσεις επί τη ελπίδι ότι αν εξ αυτών σώος διηρχόμην ηδυνάμην ηθικώς εν τη πατρίδι να χρησιμεύσω, και αν εχανόμην, εις έντιμον στάδιον ήθελον αποθάνει».
Ενώ οι Άγγλοι κατέβαλλαν προσπάθειες να τον δυσκολέψουν, χωρίς να διστάσουν ακόμα και να τον λοιδορήσουν μέσω του αποικιοκρατικού Τύπου της Ινδίας, οι Γάλλοι θα υποδεχτούν το έργο του με ενθουσιασμό, έχοντας πρώτα επιβεβαιώσει την ακρίβεια των μετρήσεών του στην περιοχή γύρω από τον Νείλο.
Προβάλλοντας ως δικαιολογία την αγορά επιστημονικών συγγραμμάτων αλλά και την άφιξη στην Αθήνα του Γεωργίου Α' και της Όλγας, οι οποίοι είχαν παντρευτεί στην Αγία Πετρούπολη, θα φύγει από τη Βυτίνα στις 12 Νοεμβρίου 1867 και θα ξεκινήσει τη μεγάλη του περιπέτεια.
Στο πρώτο του ταξίδι στην Ασία, ο ριψοκίνδυνος γιατρός ξεκίνησε από τη Συρία και, περνώντας από το Ιράκ, την Περσία και το Αφγανιστάν, διέσχισε τους ορεινούς όγκους του Ινδικού Καυκάσου και του Παμίρ, συνέχισε μέσα στην έρημο Γκόμπι, στη Βόρεια Κίνα και στη Μογγολία, για να φτάσει εν τέλει στην Ανατολική Σιβηρία. Αφού επισκέφθηκε την Αγία Πετρούπολη και στη συνέχεια την Οδησσό, κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη.
Το δεύτερο ταξίδι του είχε ως αφετηρία το Σουέζ και αφού περιηγήθηκε στις βορειοδυτικές περιοχές της Ινδίας, στα νότια της Περσίας και στο Αφγανιστάν, επέστρεψε στο Κάιρο για να επιδοθεί στην τρίτη του εξερευνητική αποστολή. Από την αιγυπτιακή πρωτεύουσα έφτασε στην Κεντρική Αφρική, μέσω του Σουδάν, και συνέχισε μέχρι τις βόρειες περιοχές του Κονγκό, φτάνοντας μακρύτερα ακόμα και από τον διάσημο Γερμανό εξερευνητή Γ. Σβάινφουρτ.
Η συνεισφορά του Ποταγού στη γνώση περί την Κεντρική Ασία υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική, με μεγαλύτερο επίτευγμά του την ανακάλυψη του άγνωστου τότε ποταμού Μπόμου της σημερινής Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας. Αν και απέκτησε μεγάλη φήμη χάρη στην εξαιρετικά δύσκολη διάβαση και εξερεύνηση του Παμίρ, αμφισβητήθηκε έντονα, καθώς δεν χρησιμοποιούσε επιστημονικά όργανα μέτρησης και θεωρήθηκε ερασιτέχνης.
Το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιούσε επιστημονικά όργανα μέτρησης σε συνδυασμό με τις αντιαποικιοκρατικές του απόψεις, τον κατέστησε persona non grata για τη Βασιλική Γεωγραφική Εταιρεία του Λονδίνου
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις αντιαποικιοκρατικές του απόψεις, τον κατέστησε persona non grata για τη Βασιλική Γεωγραφική Εταιρεία του Λονδίνου – ένας επιπλέον λόγος γι' αυτό ήταν το γεγονός ότι κατάφερε με στοιχεία να αποδείξει πως το δρομολόγιο του Μάρκο Πόλο δεν ήταν εκείνο που υποστήριζε το εξέχον μέλος της Εταιρείας, sir Henry Creswicke Rawlison.
Ενώ οι Άγγλοι κατέβαλλαν προσπάθειες να τον δυσκολέψουν, χωρίς να διστάσουν ακόμα και να τον λοιδορήσουν μέσω του αποικιοκρατικού Τύπου της Ινδίας, οι Γάλλοι θα υποδεχτούν το έργο του με ενθουσιασμό, έχοντας πρώτα επιβεβαιώσει την ακρίβεια των μετρήσεών του στην περιοχή γύρω από τον Νείλο.
Ο Ποταγός, ωστόσο, δεν ενδιαφέρθηκε μόνο για τη γεωγραφία των περιοχών που εξερεύνησε. Ακολουθώντας την πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αναζήτησε, και ήταν ο πρώτος που επιβεβαίωσε την επιβίωση στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού στα βάθη της Ασίας, καθώς δεν είχε λάβει χώρα ακόμα ο υποχρεωτικό εξισλαμισμός όλων των φυλών του 1896, που σχεδόν τα εξαφάνισε.
Η ελληνική υπηκοότητα διευκόλυνε τον εξερευνητή, ανοίγοντάς του πόρτες που για τους Δυτικούς παρέμεναν ερμητικά κλειστές – στο Αφγανιστάν μάλιστα φιλοξενήθηκε στις αυλές των εμίρηδων στην Εράτ, στην Καμπούλ και στη Φεϊζαμπάτ, ενώ συνέβαλε στην παύση του εμφύλιου πολέμου.
Ο Ποταγός συγκέντρωσε το υλικό από τις εξερευνήσεις του σε Ασία και Αφρική που διήρκεσαν δεκαπέντε χρόνια στους δύο τόμους των «Περιηγήσεών» του. Στον πρώτο τόμο, στα δύο αρχικά κεφάλαια, τα «Περιηγητικά», ο γιατρός περιγράφει τα τρία μεγάλα του ταξίδια στην Ασία και στην Αφρική. Το τρίτο το ονομάζει «Ιστορικόν» και σε αυτό περιλαμβάνεται μια συγκριτική μελέτη των χρονολογιών των αρχαίων λαών, ενώ στο τέταρτο κεφάλαιο, το «Φυσικόν», ο συγγραφέας προσπαθεί να ερμηνεύσει διάφορα φυσικά φαινόμενα, κυρίως μετεωρολογικά. Το τελευταίο κεφάλαιο είναι γεωγραφικό και ονομάζεται «Περί διαιρέσεως της γης εις ζώνας και του ανθρώπου εις φυλάς».
Ο Ποταγός συγκέντρωσε το υλικό από τις εξερευνήσεις του σε Ασία και Αφρική που διήρκεσαν δεκαπέντε χρόνια στους δύο τόμους των «Περιηγήσεών» του.
Ο Παναγιώτης Ποταγός δεν είχε ποτέ την υποστήριξη του ελληνικού κράτους στις προσπάθειές του και αυτό έγινε ακόμα πιο πικρό, όταν προσπάθησε να εκδώσει τον πρώτο τόμο των «Περιηγήσεων» και ήρθε αντιμέτωπος τόσο με τη γραφειοκρατία όσο και με την απόλυτη αδιαφορία. Τελικά, το βιβλίο θα εκδοθεί το 1883 από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1885 θα το εκδώσει η Γεωγραφική Εταιρεία των Παρισίων με τίτλο «Dix années de voyages dans l' Asie centrale et l' Afrique equatoriale».
Στον πρόλογο του πρώτου τόμου, ο Ποταγός αναφέρει ότι στον δεύτερο τόμο ασχολείται με τα ήθη, τα έθιμα, την ιστορία και τις θρησκείες των λαών, τους οποίους γνώρισε από κοντά. Όσες προσπάθειες και αν κατέβαλλε όμως, δεν κατάφερε να τον εκδώσει. Απογοητευμένος, αποσύρθηκε στις Νυμφές, στην Κέρκυρα, όπου πέθανε το 1903, ξεχασμένος και πάμφτωχος.
Για την τύχη του δεύτερου τόμου των «Περιηγήσεων» ο Φώτης Κόντογλου γράφει: «Γύρεψα νάβρω τίποτα τετράδια γραμμένα από το χέρι του, μα μούπανε πως δεν υπάρχουνε, γιατί, σα μάθανε οι συγγενείς του από Βυτίνα πως πέθανε, πήγανε στις Νυφές για να τον κληρονομήσουν και μη βρίσκοντας τα πετράδια και τα πλούτη, που νομίζανε πως είχε κρυμμένα, ξεσκίσανε από τη μανία τους ό,τι χαρτιά πέσανε στα χέρια τους. Το μόνο πράγμα που ηύρα ήτανε μια φωτογραφία του, που τον παριστάνει με το χέρι απάνω στην υδρόγειο σφαίρα, χαλασμένη, κίτρινη και σβυσμένη, που μόλις ξεχώριζε σαν ίσκιος η φυσιογνωμία και την ξεσήκωσα με το μολύβι, για να τη γλυτώσω από το δόντι του καιρού κι αυτό το πιστό σχέδιο το βάζω σε τούτο το βιβλίο».
Το σημαντικότερο κομμάτι του πολύτιμου έργου του τολμηρού ανθρωπιστή, που ήρθε αντιμέτωπος με τη Βρετανική Αυτοκρατορία και προσπάθησε να σταματήσει τη λεηλασία των αποικιών, είχε οριστικά χαθεί.
Πηγή: https://www.lifo.gr/culture