Γράφει ο Άγγελος Χαριάτης //
Είμαι σε ένα φρενοκομείο. Το κακό ήταν ότι ξέρω πώς κατέληξα εδώ. Το σίγουρο; Οι συγγενείς μου δεν είναι και τα καλύτερα παιδιά του κόσμου. Είχα μεγάλη ακίνητη περιουσία και κανέναν απόγονο. Έτσι, μόλις πάτησα τα εξήντα εννέα και βλέποντας ότι το γέρικό μου κορμί άντεχε στην φθορά του χρόνου, αποφάσισαν μέσω της δικαστικού οδού να με βγάλουν τρελό. Ο δικηγόρος μου μού είχε πει να μην φοβάμαι. «Θα τους κατατροπώσουμε, κύριε Αργυριάδη». Δυστυχώς χάσαμε. Ο δικηγόρος, από ό,τι έμαθα εκ των υστέρων, είχε χρηματιστεί από την αξιολάτρευτη οικογένειά μου, προκειμένου να χάσει τη δίκη.
Έτσι, την ημέρα των γενεθλίων των εβδομήντα μου χρόνων τη γιόρτασα στο ευαγές ψυχιατρικό ίδρυμα του Δαφνίου. Οι νοσοκόμες ήταν πολύ εξυπηρετικές, σου έφερναν την προβλεπόμενη στιγμή τα φάρμακά σου, σε άφηναν άπλυτο για βδομάδες, έσβηναν τα αποτσίγαρα στο κορμί σου, σε πήγαιναν με τον καλό ή τον κακό τρόπο για ηλεκτροσόκ. Κάθε βδομάδα διοργάνωναν και διαγωνισμό γύμνιας. Έγδυναν όλους τους άρρενες τροφίμους και μετρούσαν τα πέη τους. Ο πρώτος έπαιρνε ως βραβείο ένα ποτήρι πορτοκαλάδα και ο τελευταίος ένα γερό χέρι ξύλο. Κάθε βδομάδα ο νικητής ήταν διαφορετικός. Διότι οι πονηρούλες με τη βοήθεια των χεριών τους προσπαθούσαν να φέρουν σε στύση όλους τους ασθενείς. Άλλοι τα κατάφερναν, άλλοι όχι. Έτσι σχεδόν κάθε βδομάδα ο νικητής και ο τελευταίος ήταν διαφορετικός. Με απλά λόγια σε όλο αυτό το διάστημα όλοι είχαν πιει την πορτοκαλάδα τους και είχαν φάει το ξύλο τους.
Μια μέρα, κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού γεύματος, μάς ήρθε ένας καινούριος. Οι νοσοκόμες του συμπεριφέρονταν με μεγάλο σεβασμό. Ούτε τον έσπρωχναν, ούτε τον χτύπαγαν ως ένδειξη καλωσορίσματος, ούτε τον ξεβράκωσαν μπροστά σε όλους μας όπως ήταν το εθιμοτυπικό μέρος της πρώτης μέρας. Απλώς τον άφησαν σε μια γωνιά, προσεκτικά προσεκτικά.
«Τι τύπος είναι αυτός ο νεοφερμένος;» έκανα στον Αλέξη, έναν επαρχιώτη με σχιζοφρένεια.
«Δεν ξέρω», μου απάντησε. «Κάτσε να ρωτήσω τον Αλέξη», συνέχισε.
Έμεινε σιωπηλός για μερικά δευτερόλεπτα. Ύστερα μου είπε: «Ο Αλέξης δεν μου απάντησε, προφανώς κοιμάται».
«Καλά, μόλις ξυπνήσει, σε παρακαλώ, ρώτησέ τον».
«Εντάξει», μου είπε και έχωσε τη μουσούδα του σαν γάιδαρος μέσα στην άθλια μαγειρεμένη φασολάδα.
Μια χοντρή νοσοκόμα τον είδε και πλησίασε προς το μέρος του. Πήρε το κεφάλι του το έβγαλε μέσα από το πιάτο και το χτύπησε δυνατά πάνω στο τραπέζι. Η αίθουσα παρακολουθούσε αμίλητη, το ίδιο και ο παράξενος ξένος. Ο Αλέξης έμεινε αναίσθητος. «Προς γνώση και συμμόρφωση», είπε η αγελάδα και, κουνώντας τον πεσμένο κώλο της, απομακρύνθηκε από τον χώρο, όπως φεύγει μια παλαιά φρεγάτα από ένα λιμάνι, γνωρίζοντας ότι αυτό θα είναι το τελευταίο της ταξίδι.
Οι μέρες κυλούσαν μέσα στη ρουτίνα. Ξύλο, διαγωνισμοί, θεραπείες και πειραματισμοί με καινούρια φάρμακα, κρύα ντους μέσα στη νύκτα και λοιπές γόνιμες δραστηριότητες.
Παρατηρούσα τον νεοφερμένο. Ψηλός, με μαύρη πυκνή γενειάδα, με έξυπνα μαύρα μάτια που κοίταζαν συνέχεια εξευρενητικά κάθε σπιθαμή του οπτικού του πεδίου, φορώντας ένα μαύρο γούνινο καπέλο, σαν αυτά των ρώσων μπολσεβίκων, με ένα κούτελο μεγάλο, σημάδι έξυπνου ανθρώπου.
Οι μέρες εξακολουθούσαν ασφαλώς να περνούν και ο νεοφερμένος καθόταν πάντα στο παράθυρο κοιτάζοντας προς τα έξω, κρατώντας στα πόδια του ένα τετράδιο και στο αριστερό του χέρι ένα μολύβι. Έβγαζε έναν βαθύ αναστεναγμό και μία ατένιζε τον αττικό ουρανό, μία έσκυβε πάνω από το σημειωματάριο σκαλίζοντας γράμματα πάνω στο χαρτί. Τον παρακολουθούσα χωρίς να μιλάω, αυτός ο άνθρωπος εξέπεμπε μια λάμψη μαγική. Ήταν σημαντικός, το ένιωθα μέχρι τον πάτο της ψυχής μου. Ήθελα να του μιλήσω, αλλά δεν είχα βρει τον τρόπο να τον προσεγγίσω. Μια κουβέντα μαζί του, σίγουρα θα με έκανε να ξεφύγω από τη ρουτίνα της καθημερινότητας.
Μέσα σε ένα φρενοκομείο σίγουρα δεν έχεις πολλά να πεις. Τι να συζητήσεις άλλωστε; Για τη δόση των φαρμάκων σου; Για τον αριθμό των εβδομαδιαίων ηλεκτροσόκ; Ή για τον καιρό;
Μέρες αργότερα, αποφάσισα να τον πλησιάσω χωρίς να έχω στο μυαλό (ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από τις αλλεπάλληλες ηλεκτρικές εκκενώσεις) κάτι προσχεδιασμένο. Απλώς η περιέργεια μού έτρωγε τα σωθικά. Ήθελα οπωσδήποτε να του μιλήσω. Δεν μου φαινόταν άλλωστε τόσο τρελός όσο οι υπόλοιποι τρόφιμοι. Αλήθεια τόσο απλά διαγνώσκεται η τρέλα; Με μια ματιά;
«Καλησπέρα», του είπα μόλις πλησίασα σε απόσταση δύο μέτρων από το μέρος που καθόταν.
Δεν μου απάντησε, παρά κοίταξε το υπερπέραν και, πιάνοντας το μολύβι του, βάλθηκε να γράφει στο χαρτί.
«Τι γράφεις;» δεύτερη προσπάθεια προσέγγισης.
Απάντηση καμιά.
«Μπορώ να διαβάσω;» τρίτη και τελευταία.
«Θα καταλάβεις;»
«Με θεωρείς χαζό;»
«Χαζό όχι, αλλά…»
«Τρελό ε;»
Δεν απάντησε. Μόνο με κοίταξε σιωπηλός.
«Δεν είμαι τρελός, το ίδιο πιστεύω και για σένα!» τόνισα χωρίς να το πολυσκεφτώ.
«Το συμπέρασμα από πού βγαίνει;» με ρώτησε και συνέχισε να γράφει. «Από τα μάτια» αποκρίθηκα με σιγουριά.
«Και;» σταμάτησε να πιέζει το μολύβι πάνω στο χαρτί.
«Τα μάτια είναι ο καθρέπτης της ψυχής. Και τα δικά σου μου λένε ότι σίγουρα δεν είσαι τρελός» συνέχισε με την ίδια σιγουριά.
«Διάβασε λοιπόν».
Μου έδωσε το χαρτί και άρχισα να διαβάζω. Τίτλος: «Το αμάρτημα της μητρός μου». Υποσημείωση: «Μια δεύτερη προσέγγιση». Αυτό το κείμενο κάτι μου θυμίζει, σκέφτηκα. Κάποιος γνωστός το έχει γράψει αυτό, συνεχίζοντας τον συλλογισμό μου και κοιτάζοντάς τον ρώτησα: «Είσαι ο συγγραφέας της πρώτης προσέγγισης;»
«Ναι» απάντησε μονολεκτικά λες και με αυτόν τον κοφτό τρόπο τόνιζε τη θλίψη του. Γιατί η θλίψη του έμοιαζε να ισορροπεί στα δάκρυα που ήταν έτοιμα να κατηφορίσουν από τις κόγχες των ματιών του.
«Είσαι λοιπόν ο …», παύση στύβοντας το μυαλό μου να θυμηθώ το επώνυμο του, «είσαι ο…» προσπαθώντας και πάλι. Ήμουν κάκιστος στα λογοτεχνικά θέματα.
«Ο Βιζυηνός».
«Ναι, ο Βιζυηνός!»
«Αυτός είμαι».
«Πώς βρέθηκες εδώ;»
«Εσύ;»
«Με έκλεισαν οι αλήτες της οικογένειάς μου!» είπα οργισμένα υψώνοντας στον αέρα τις αδύναμες γροθιές μου.
«Και μένα αλήτες μου τη φέρανε!» απάντησε στον ίδιο οργισμένο τόνο.
«Δηλαδή;»
«Δημοσιεύθηκε στον ημερήσιο τύπο ένα άρθρο για την πολιτική κατάσταση της χώρας, και…»
«Και μάλλον δεν ήταν αυτά που ήθελαν να ακούσει ο ους των αρχόντων…»
«Ακριβώς!» έκανε θυμωμένα σπάζοντας ταυτόχρονα το μολύβι που κρατούσε στα χέρια του.
«Τώρα τι γίνεται;»
Δεν μου απάντησε. Προφανώς η συζήτηση από την πλευρά του είχε λήξει. Δεν επέμενα. Γύρισα στο σαλόνι και μαζί με τους υπόλοιπους περίμενα την άφιξη της νοσοκόμας για το ημερήσιο ηλεκτροσόκ. Δεν είχα και πολλά πράγματα για να γεμίσω την ώρα μου.
Πηγή: https://www.fractalart.gr/