Η βιβλιοθήκη της Δημητσάνας είναι μια πνευματική κληρονομιά ανυπολόγιστης αξίας. Φωτισμένοι Έλληνες, με όραμα και αγάπη για τον τόπο τους, κληροδότησαν φως πνευματικό, φως ελληνικό στις μεταγενέστερες γενιές, με την προσδοκία να γίνουν κι εκείνοι συνεχιστές στο έργο τους. Την αγάπη και την προσφορά τους την απόθεσαν στα Αρκαδικά βουνά, στη Δημητσάνα, που πρόθυμα την αγκάλιασαν και τη διαφύλαξαν ως κόρη οφθαλμού.
Ο επισκέπτης, πριν διαβεί το κατώφλι της εισόδου της βιβλιοθήκης, είναι αδύνατον να υποψιαστεί τα συναισθήματα που θα τον πλημμυρίσουν μέσα στον πνευματικό αυτό ναό της Δημητσάνας. Η πρώτη εντύπωση είναι θαυμασμός και δέος, μέσα σ’ αυτό τον υποβλητικό χώρο, που νομίζει κανείς πως κινούνται γύρω του σκιές προγόνων ηρώων. Και μόλις η συγκίνηση και τα λογής συναισθήματα καταλαγιάσουν η ματιά διατρέχει τους χιλιάδες τόμους μέσα στις ξύλινες σκουρόχρωμες βιβλιοθήκες, οι οποίες υψώνονται ως την οροφή των ψηλοτάβανων αιθουσών.
Η υποβλητική, ατμόσφαιρα της βιβλιοθήκης δίνει την αίσθηση ότι βρίσκεται κανείς σε εκκλησία. Αλλά ως προς τι θα μπορούσε να διαφέρει ένας πνευματικός ναός από το θρησκευτικό; Και οι δυο έχουν κέντρο τους το πνεύμα, το αθάνατο, το άυλο, που δε χάνεται, αλλά ζωογόνο και καρποφόρο περνά από γενιά σε γενιά, για να γονιμοποιήσει το πνεύμα των νεότερων με το ζήλο, την αγάπη και την πίστη τις πατροπαράδοτες αξίες. Αξίες τις οποίες είχαν κάνει τρόπο ζωής πρόγονοι άξιοι, αληθινοί πνευματικοί ταγοί, και τις οποίες κληροδότησαν στους νεότερους, για να συνεχίσουν και να συμπληρώσουν το έργο τους.
Ο επισκέπτης, πριν διαβεί το κατώφλι της εισόδου της βιβλιοθήκης, είναι αδύνατον να υποψιαστεί τα συναισθήματα που θα τον πλημμυρίσουν μέσα στον πνευματικό αυτό ναό της Δημητσάνας. Η πρώτη εντύπωση είναι θαυμασμός και δέος, μέσα σ’ αυτό τον υποβλητικό χώρο, που νομίζει κανείς πως κινούνται γύρω του σκιές προγόνων ηρώων. Και μόλις η συγκίνηση και τα λογής συναισθήματα καταλαγιάσουν η ματιά διατρέχει τους χιλιάδες τόμους μέσα στις ξύλινες σκουρόχρωμες βιβλιοθήκες, οι οποίες υψώνονται ως την οροφή των ψηλοτάβανων αιθουσών.
Η υποβλητική, ατμόσφαιρα της βιβλιοθήκης δίνει την αίσθηση ότι βρίσκεται κανείς σε εκκλησία. Αλλά ως προς τι θα μπορούσε να διαφέρει ένας πνευματικός ναός από το θρησκευτικό; Και οι δυο έχουν κέντρο τους το πνεύμα, το αθάνατο, το άυλο, που δε χάνεται, αλλά ζωογόνο και καρποφόρο περνά από γενιά σε γενιά, για να γονιμοποιήσει το πνεύμα των νεότερων με το ζήλο, την αγάπη και την πίστη τις πατροπαράδοτες αξίες. Αξίες τις οποίες είχαν κάνει τρόπο ζωής πρόγονοι άξιοι, αληθινοί πνευματικοί ταγοί, και τις οποίες κληροδότησαν στους νεότερους, για να συνεχίσουν και να συμπληρώσουν το έργο τους.
Η βιβλιοθήκη της Δημητσάνας ιδρύθηκε το 1764 και είναι η αρχαιότερη βιβλιοθήκη της Ελλάδας. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε και η Θεολογική Σχολή της Δημητσάνας από τους μοναχούς Γεράσιμο Γούνα και Αγάπιο Λεονάρδο, οι οποίοι ήταν μαθητές της αντίστοιχης Σχολής της Σμύρνης. Η βιβλιοθήκη μέχρι το 1821 ήταν εμπλουτισμένη με 5.000 τόμους, αριθμός τεράστιος για την εποχή και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρισκόταν η Ελλάδα, (εποχή τουρκοκρατίας).
Η βιβλιοθήκη πρόσφερε κι αυτή το μερίδιο της, πολύ μεγάλο, στον εθνικό αγώνα για την απελευθέρωση. Διότι η Δημητσάνα με τους μπαρουτόμυλους, που λειτουργούσαν εκεί, ήταν το οπλοστάσιο του αγώνα και τροφοδοτούσε με μπαρούτι Μοριά και Ρούμελη. Το μπαρούτι όμως για να γίνει φυσίγγια χρειαζόταν να τυλιχτεί σε χαρτί. Αυτό το πολύτιμο χαρτί το πρόσφεραν τα βιβλία της βιβλιοθήκης. Έτσι από τους 5.000 τόμους που αριθμούσε η βιβλιοθήκη πριν το 1821, μετά την απελευθέρωση είχαν διασωθεί μόλις 600 τόμοι.
Κι επειδή σ’ αυτή τη μικρή γωνιά της γης με τα περήφανα δασωμένα βουνά υπάρχουν πάντα ξεχωριστοί άνθρωποι, που ξέρουν να δίνουν, η βιβλιοθήκη, από το 1845 με δαπάνες του μεγάλου ευεργέτη της Δημητσάνας Νικολάου Μακρή, στεγάζεται σε τμήμα της άλλοτε θεολογικής Σχολής.
Από αυτή την προνομιακή θέση ο επισκέπτης της, εκτός από το θαυμασμό του για την ίδια τη βιβλιοθήκη, μπορεί να απολαύσει ένα υπέροχο θέαμα: το φαράγγι του Λούσιου ποταμού, ένα ζωντανό μνημείο της φύσης, και τα τρία ιστορικά μοναστήρια των Αιμυαλών, του Φιλοσόφου και του Προδρόμου, πρόσκληση και πρόκληση για τολμηρούς οδοιπόρους.
Σήμερα η βιβλιοθήκη έχει 35.000 τόμους χάρη στην προσφορά των Δημητσανιτών της διασποράς, αλλά και στο κληροδότημα του Νικολάου Μακρή. Από το 1925 το υλικό της βιβλιοθήκης ταξινομήθηκε και αναγνωρίστηκε η αξία του από την πολιτεία, η οποία κατέταξε τη βιβλιοθήκη υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού, ως δημόσια βιβλιοθήκη.
Η Ακαδημία Αθηνών έπραξε και αυτή το χρέος της, οφειλή και ευγνωμοσύνη σ’ αυτόν τον πνευματικό φάρο των Αρκαδικών βουνών και της απένειμε χρυσό μετάλλιο και δίπλωμα, όχι μόνο για την προσφορά της, αλλά για το ότι υπάρχει ακόμη, παρά τις δύσκολες καταστάσεις που αντιμετώπισε και μπορεί να προσφέρει πνευματική τροφή σ’ αυτή την κορφή της αρκαδικής γης. Γιατί, σήμερα, από τέτοιους φωτοδότες έχει ανάγκη ο τόπος μας, ν’ αναθαρρήσει και να αναλάβει δυνάμεις, ώστε να μη λυγίσει κάτω από τις σημερινές πιεστικές καταστάσεις. Όχι ότι δεν αντιμετώπισε παρόμοιες δυσκολίες στους δυο αιώνες ύπαρξης του ελεύθερου ελληνικού κράτους, όμως και πάλι στάθηκε όρθιο σε πείσμα όλων, όσοι πίστευαν το αντίθετο.
Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται σπάνια χειρόγραφα του 17ουαι. καθώς και περγαμηνές του 16ουαι. Επίσης υπάρχουν βιβλία από τα πρώτα μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας, και τα οποία τυπώθηκαν το 1546 στη Βενετία και στη Βασιλεία. Στους 35.000 τόμους, όπως προαναφέρθηκε, υπάρχουν παλαιές και σπάνιες εκδόσεις, που πρέπει να προστατευτούν πάσει θυσία, όπως και διακόσιοι (200) περίπου κώδικες, για τους οποίους έχει καταρτιστεί κατάλογος και ταξινομημένα λυτά έγγραφα. Στη βιβλιοθήκη υπάρχει η λάρνακα με τα οστά του Παλαιών Πατρών Γερμανού, ο οποίος έχει γεννηθεί στη Δημητσάνα, καθώς και η σέλα του αλόγου του Παπαφλέσσα, που κι αυτός υπήρξε μαθητής της Θεολογικής Σχολής Δημητσάνας.
Η Δημητσάνα γέννησε και ανέδειξε πολλά πνευματικά τέκνα και έδωσε στο χριστιανικό στίβο επτά Πατριάρχες, μεταξύ αυτών και τον Γρηγόριο τον Ε΄, τον μαρτυρικό Πατριάρχη της Επανάστασης του ’21, καθώς και 70 αρχιερείς, οι οποίοι γεννήθηκαν σ’ αυτή τη γωνιά της Αρκαδικής γης, τη Δημητσάνα.
Ένα τμήμα της βιβλιοθήκης λειτουργεί ως Μουσείο, χάρη στη φροντίδα των Εφόρων της βιβλιοθήκης και στην οικονομική ενίσχυση από τα κληροδοτήματα των ευεργετών Ν. Μακρή και Παπούλια. Σ’ αυτό το «πρόχειρο» Μουσείο φυλάσσεται πολύτιμο υλικό και από την εποχή της Επανάστασης (όπλα, μπαλάσκες, προσωπογραφίες) αλλά και είδη καθημερινής χρήσης της εποχής. Εντύπωση προκαλούν τα μεταλλικά στέφανα (για γάμους) σε σχήμα στέμματος βυζαντινής εποχής. Κάθε ζευγάρι που τελούσε το γάμο του στεφόταν μ’ αυτά τα στέφανα. Όλα αυτά τα πολύτιμα κειμήλια, αντικείμενα της ιστορίας και της παράδοσής μας, θα έπρεπε να βρίσκονταν στο δικό τους χώρο. Σε ένα μουσείο θα αποτελούσαν αληθινό θησαυρό, ο οποίος θα ξεδίπλωνε στα μάτια του επισκέπτη την ιστορία του τόπου και την εξέλιξη της χώρας γενικότερα. Τώρα βρίσκονται στοιβαγμένα στη βιβλιοθήκη, της οποίας ο χώρος είναι πολύτιμος, και είναι δύσκολο να μπορέσει κανείς να τα δει, να τα μελετήσει και να διαβάσει μέσα απ’ αυτά τα αντικείμενα, όσα διηγούνται πάνω τους οι αιώνες που πέρασαν.
Στον ημιυπόγειο χώρο του κτιρίου της βιβλιοθήκης χιλιάδες τόμοι έχουν ταξινομηθεί και τοποθετηθεί στα ράφια του. Οι αίθουσες όμως δεν είναι προσβάσιμες στους επισκέπτες, διότι είναι απαραίτητο να γίνουν κάποιες εργασίες, οι οποίες δυστυχώς καθυστερούν. Κατά την προσωπική μας εκτίμηση σε όλο το κτίριο που στεγάζεται η βιβλιοθήκη πρέπει να γίνουν εργασίες συντήρησης, οι οποίες είναι τελείως απαραίτητες, όπως για παράδειγμα η αντικατάσταση των παλιών πορτοπαράθυρων με σύγχρονα, ώστε να προστατευθούν πολύτιμα βιβλία από την υγρασία. Και όπως όλοι ξέρουμε ο χειμώνας είναι μακρύς και βαρύς στη Δημητσάνα και ο προαναφερθείς κίνδυνος καταστροφής προ των πυλών.
Το Υπουργείο Πολιτισμού, στο οποίο ανήκει η βιβλιοθήκη, θα πρέπει να λάβει τα μέτρα του, ώστε να μείνει ακέραιος ένας τέτοιος πολύτιμος πνευματικός και ιστορικός θησαυρός, που διασώθηκε σε περιόδους σκλαβιάς και πολέμων και κινδυνεύει να χαθεί σε περίοδο ειρήνης και αλματώδους ανάπτυξης της τεχνολογίας. Θέληση χρειάζεται και αγάπη, γιατί η δαπάνη δεν είναι απαγορευτική, ακόμα και σήμερα, όταν μάλιστα πρόκειται για τη διάσωση της πνευματικής κληρονομιάς μας. Έχουμε χρέος απέναντι σε όλους αυτούς τους προγόνους μας–ευεργέτες που πρόσφεραν με την καρδιά τους και έδειξαν έμπρακτα την αγάπη τους για την πατρίδα.