Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Η ΧΑΜΕΝΗ ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ!

 
ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ο​​ Αμος Οζ περνούσε ώρες συζητώντας με την κόρη του τη Βίβλο και το Ταλμούδ. Δεν ήταν θρησκευόμενος, ούτε η κόρη του, όμως ενδιαφέρονταν σ’ αυτά τα κείμενα να βρουν τα στοιχεία της εβραϊκότητας. Ξεκινώντας από τη γλώσσα, υποθέτω, και τη σημασία λέξεων που ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούν και παρακολουθώντας συμπεριφορές και χαρακτηριστικά που τους επιτρέπουν να αναγνωρίζουν την ένταξή τους στην κοινότητα στην οποία ανήκουν.
Η εβραϊκότητα είναι το βασικό κύτταρο του σύγχρονου κράτους του Ισραήλ, όπως και η ελληνικότητα υπήρξε το βασικό κύτταρο της συγκρότησης του ελληνικού κράτους τον 19ο αιώνα. Κάπου εδώ σταματούν οι ομοιότητες και οι αναλογίες.
Το Ισραήλ οικοδομήθηκε από την «Έξοδο», συγκεντρώνοντας εβραϊκές κοινότητες από όλον τον κόσμο, που μετέφεραν στην Παλαιστίνη και τη δική τους παιδεία και τη δική τους καλλιέργεια. Είχε προηγηθεί η Σοά. Σημειώνω κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία. Ενώ η Σοά υπήρξε τερατογένεση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, αυτό δεν ώθησε τις ελίτ του νέου κράτους να στραφούν εναντίον της Δύσης. Το αντίθετο. Η συνείδηση της εβραϊκότητας δεν συγκροτήθηκε σε αντίθεση με τη Δύση, αλλά για να διεκδικήσει τη δικαίωση που της όφειλε ο δυτικός πολιτισμός. Μιλάω για τον Αμος Οζ και τόσους άλλους συγγραφείς. Δεν μιλάω για τους φανατικούς Ορθόδοξους Εβραίους που ο Αβραάμ Γεοσούα στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Η κομπάρσα» εμφανίζει ως απειλή για τη συνοχή της κοινωνίας του Ισραήλ.
Το ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε από κοινότητες της Νοτίου Βαλκανικής που είχαν κοινή τη γλώσσα και τη θρησκεία. Τη σχέση του με την υπόλοιπη Ευρώπη την εργαλειοποίησε τρόπον τινά, ως μοχλό για την απελευθέρωσή του από τους Οθωμανούς, και για την επιβίωσή του. Οι ελίτ του, αν και κατέβαλαν έντιμες προσπάθειες για να την επεξεργαστούν, προσέκρουαν πάντα σε μια ψυχική αντίδραση την οποία κρατούσε ζωντανή η Ορθοδοξία.
Μην ξεχνάμε ότι όταν στη δεκαετία του ’80 δίπλα στην ελληνική υψώθηκε και η ευρωπαϊκή σημαία στα δημόσια κτίρια, οι συζητήσεις περί ελληνικότητας επικεντρώθηκαν όχι σε όσα μας συνδέουν με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, αλλά σε όσα μας απομακρύνουν απ’ αυτόν.
Από τους πιο σοβαρούς νεοορθοδόξους, όπως ο Χρήστος Γιανναράς, ώς τους πιο ευτράπελους που διασκεδάζουν πάντα των «Ελλήνων τις κοινότητες», μετέτρεψαν την ελληνικότητα σε ιδεολόγημα που απάλυνε τον πόνο της αδυναμίας μας να υπάρξουμε στον σύγχρονο κόσμο. Με την οικονομική κατάρρευση η ψυχική απομάκρυνση έγινε νευρική κρίση και τώρα, με την υποβάθμιση της Ελλάδας σε κρατίδιο με σημαία ευρωπαϊκής ευκαιρίας, μετατρέπεται σε αυτοάνοσο νόσημα.
Διερωτώμαι ειλικρινά ποιο θα ήταν το ελληνικό αντίστοιχο των συζητήσεων του Αμος Οζ με την κόρη του. Η κόρη μου έχει γίνει μητέρα και σκέφτομαι με ποιους τρόπους θα μπορούσα να συζητώ με τους δύο εγγονούς μου την «ελληνικότητα». Εννοώ πολύ απλά πράγματα. Γιατί να αγαπήσουν τη γλώσσα που μιλάνε, πώς θα βλέπουν τον Παρθενώνα με διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν που τον βλέπει ο καθ’ όλα αξιοσέβαστος Ιάπων, ποια είναι τα έργα που θα τους επιτρέψουν να μην αισθάνονται μειονεκτικά απέναντι στα έργα άλλων λαών, τι μπορεί να σημαίνει γι’ αυτούς που ζουν στον 21ο αιώνα ο Αχιλλέας ή η Αντιγόνη, και γιατί συγκινεί ακόμη η ακολουθία του Επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή; Κοινώς, ποια είναι τα συστατικά της ελληνικότητας και με ποιον τρόπο αυτή η ελληνικότητα μπορεί να κυκλοφορήσει στο ευρωπαϊκό τοπίο; Πρέπει να βρω τον τρόπο να τους εξηγήσω ότι την Ελλάδα αρχίζεις να την εκτιμάς μόνον όταν μπορείς να τη δεις από απόσταση.
Δεν έχουμε σημεία αναφοράς, όπως η Βίβλος ή το Ταλμούδ; Έχουμε και παραέχουμε, ζουν ανάμεσά μας, απλώς έχουμε χάσει την ικανότητα να τα βλέπουμε. Είτε γιατί πάσχουμε από πρεσβυωπία και δεν μπορούμε να δούμε ό,τι είναι κοντά μας, είτε γιατί μας χτύπησε ο καταρράκτης απ’ την πολλή ηλιοφάνεια και μας περιορίζει την ορατότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο ασθένειες είναι γεροντικές. Ναι, είμαστε μια γερασμένη κοινότητα. Και είμαστε γερασμένοι διότι βαρεθήκαμε τον εαυτό μας.
Να διδάσκουμε ελληνική παιδεία στα παιδιά μας, όχι για να τα κάνουμε να πιστέψουν σε ένα μεγαλείο εν πολλοίς παρωχημένο και σίγουρα άκυρο, αλλά για να τους δώσουμε τα σημεία αναφοράς που θα τους επιτρέψουν να εντοπίσουν την αξία της συνύπαρξής τους. Όμως, δεν διδάσκουμε γλώσσα, δεν διδάσκουμε Ιστορία, δεν ξέρουμε να διδάξουμε Σοφοκλή ή Θουκυδίδη. Είμαστε άξιοι της τύχης μας; Αν το πιστέψουμε αυτό χαθήκαμε.

Πηγή: http://www.kathimerini.gr