Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ!

   Επιμέλεια: Ελένη Σοφού

Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι κλάμα. Από κει και πέρα οι άνθρωποι ή παραμένουν άνθρωποι και κλαίνε ή γίνονται τέρατα και κάνουν τους άλλους να κλαίνε. Τον Απρίλη του 1940 ένα γράμμα ήρθε να με βρει…αποστολέα δεν είχε… Ήταν γραμμένο με απόγνωση - ένα χέρι που υψώνεται απ το νερό ζητώντας βοήθεια… Με παρακαλούσε να σώσω όλα τα σαν και κείνην πλάσματα που χάσανε την ελπίδα τους, να ρίξω λίγο φώς στο δρόμο που πήραν ολομόναχα…

Την αντάμωσα το άλλο πρωί. Ήταν ένα πουλί με λερωμένα φτερά, που με περίμενε να σπάσω τα κάγκελα του κλουβιού του.

Την έλεγαν Φούγια…

Δεν ήταν πολύ αργά.

Πρόσωπα που θα τα συνδέσει η τύχη, ίσως και το πεπρωμένο,  θα ανακαλύψουν πως τελικά…

Οι κερασιές θ ανθίσουν και φέτος… και φέτος θα γεμίσουν γλυκούς καρπούς, άνθη και φύλλα, και μοσκοβολιά. Κι όλα θα γίνουν όπως πάντα. Όπως το περασμένο, όπως το περσινό κι όπως το τωρινό καλοκαίρι…κι όπως κάθε καλοκαίρι όσο θα υπάρχουν στον κόσμο καλοκαίρια και κερασιές.

Και τα στόματα θα επιθυμούν τον έρωτα, όσο θα υπάρχουν στον κόσμο κόκκινα στόματα. Μα τα κεράσια και τα στόματα, μα τα καλοκαίρια και τ’ άνθη – όλη αυτή η πλουμιστή λιτανεία του καιρού- για κείνον έγιναν ό,τι έγιναν κι ό,τι είναι για να γίνουν, γιατί χωρίς αυτόν δε θα χρειαζότανε αυτή η μοσκοβολημένη γιορτή της ζωής, ούτε ο ήλιος για να τη χρυσώσει, κι ούτε κι ένα νεανικό χέρι να τη γράψει…

Τώρα η παλιά άνοιξη έμεινε πολύ πίσω και μια καινούργια φουσκώνει μέσα στους χυμούς. Μα τώρα είναι ακόμα μακριά. Η πόλη είναι σκεπασμένη από χειμώνα…ληθαργούνε τα φτωχόσπιτα με κλειστά τζάμια. Περιμένουν να ζεστάνει ο καιρός για ν’ ανοίξουν. Μα ο καιρός αργεί… Γιατί όπου βασιλεύει η φτώχεια, ο καιρός αργεί, αργεί πάντα, πολύ…

Δεν είναι η ζωή που φταίει. Η ζωή, και να μην τα καταφέρουμε εμείς, θα τα καταφέρει μόνη της. Σε πείσμα μερικών γκρινιάρηδων, τις έχει κάτι τέτοιες ιδιοτροπίες. Η ζωή -μικρή ή μεγάλη- έχει την ίδια ποιότητα. Κείνο που έχει σημασία είναι η μικρή ή μεγάλη αξία που της δίνουμε εμείς. Η μικρή ή μεγάλη δόση που αφήνουμε να μας κλέψουν…

Μου ‘ρχεται να μπήξω ένα «κατηγορώ» και δεν ξέρω τι να κατηγορήσω; Το χρήμα που αγοράζει ή τη ζωή που αγοράζεται; Μια φορά κι έναν καιρό, κ. Ραματά, υπήρχε και η τύχη,  κι ήταν καλόβολη η καημένη τότε. Άμα δεν είχαμε χρήματα για να θρέψουμε τον εαυτό μας, τον θρέφαμε με όνειρα. Και τα όνειρα ήταν χορταστικά. Τώρα όμως οι καιροί κείνοι πέρασαν, η τύχη μας γύρισε την πλάτη, και τα όνειρα δεν έχουν πια βιταμίνες… -Έχουμε την ανάγκη της, γι αυτό δεν έρχεται. Σ' αυτόν τον παραστρατημένο κόσμο μας λείπει ακριβώς εκείνο που θέλουμε.
 - Μας λείπει, γι αυτό το θέλουμε! Αν είχαμε όσα θέλαμε τι θα μας έλειπε; Κι αν δεν μας έλειπε τίποτα, τι θα επιθυμούσαμε; Και τι αξία θα είχε η ζωή χωρίς πεθυμιές ; Όχι, να μου απαντήσεις…

Αν θέλετε το έργο σας να ζήσει μαζί με σας και πέρα από σας, πρέπει να το χτίσετε με γνήσια υλικά και μέσα στο χώρο των ανθρώπων.  Ο αληθινός συγγραφέας δε δίνει απλώς τα προϊόντα της πένας του (προϊόν της πένας είναι και το σκέτο μελάνι), αλλά βοηθάει τη ζωή να γίνει πιο φιλόστοργη με τους ανθρώπους. Κυνηγά την κακία και την αμάθεια. Στιγματίζει τη σκληρότητα και την αδικία. Και ρίχνει φως στο δρόμο των ανθρώπων. Φως, και λουλούδια, και μάθηση. Μα όλα αυτά πρέπει να τα κάνει πρώτα δικά του. Τα βιβλία είναι τόμοι από φωτεινές δέσμες, τόμοι από παράπονα, από θυμούς και γέλια. Δηλαδή τόμοι από αληθινές εξομολογήσεις…

Είναι κάτι μοναδικές στιγμές, που η γλώσσα είναι φτωχή, τα λόγια άχρηστα… κι ίσα ίσα τότε που θέλεις να πεις τα πιο πολλά. Τότε ο άνθρωπος τραγουδάει ή παραμιλά… Μα ούτε κι αυτό είναι αρκετό. Στο τέλος  λύνεται στο κλάμα… Και τότε μπορεί να μην τα λέει όλα… λέει όμως αρκετά…

Αγαπητέ φίλε, αλλοίμονο στον άνθρωπο που δεν απότυχε ποτέ. Κλάψ' τον! Πάρε όλα τα έργα. Δίπλα στα πολύ μεγάλα υπάρχουν τα πολύ μικρά. Και να το ξέρετε: Τα μεγάλα υπάρχουν χάρη στα μικρά. Μια μεγάλη αποτυχία φέρνει μια μεγαλύτερη επιτυχία. Ποτέ όμως η μεγάλη επιτυχία δε φέρνει μια μεγαλύτερη.
Άμα πετύχαινε ο άνθρωπος στην πρώτη εξόρμηση, δε θα 'κανε δεύτερη. Η δόξα είναι μια κορυφή που για να την ανέβεις πρέπει πρώτα να κατέβεις…

«Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος»

Οι κερασιές θ’ ανθίσουνε και φέτος στην αυλή
και θα γεμίσουνε με άνθη το παρτέρι.
Πικρή που είν’ η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που ‘ν’ η ζωή!

Άνοιξε το παράθυρο στην πρωινή γιορτή,
για νάμπουν οι μοσκοβολιές από το περιβόλι.
Αχ, κάθε του τριαντάφυλλο και μια πληγή από βόλι,
είναι για σε, ποιητή!

Πικρή  που είν’ η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που ‘ν’ η ζωή!

Κουράστηκα  να σε καρτερώ, Έρωτα, και να λιώνω,
πα’ στο βιβλίο της ζωής σκυμμένος μια ζωή!
Μ’ αν ήτανε να ‘ρχόσουνα για ένα έστω πρωί
χίλια θε να ‘δινα πρωινά να ζούσα εκείνο μόνο!

Πικρή  που είν’ η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,  
πικρή που ‘ν’ η ζωή!

Τα αποσπάσματα είναι από το μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη (1912-1977), «ΟΙ ΚΕΡΑΣΙΕΣ Θ’ ΑΝΘΙΣΟΥΝ ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ», από τις εκδόσεις Μόρφωση το 1956. Η πένα του Λουντέμη με διάχυτο λυρισμό, ασκεί μεγάλη ηθική δύναμη απέναντι στις ανισότητες των μεταπολεμικών χρόνων, όπου εξελίσσονται οι ζωές των ηρώων.

Το ποίημα ανήκει στην ποιητική του συλλογή «Κραυγή στα πέρατα». Πρώτη έκδοση το1954, από τις εκδόσεις Παλμός. Το συγκεκριμένο ποίημα, το οποίο έχει μελοποιηθεί από πολλούς συνθέτες, είναι ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα του Λουντέμη. 

«Πολλές στάθηκαν, αγαπητέ αναγνώστη, οι περιπέτειες αυτού του βιβλίου που κρατάς στα χέρια σου.  Άρχισε να γράφεται  το ‘40 για να διακοπεί το ‘41 με την εισβολή των Γερμανών. Συνεχίστηκε το ‘42 και το τελείωσε το ‘43. Ένα χρόνο όμως αργότερα κάηκε σ’ ένα μπλόκο. Νέο γράψιμο ξανάρχισε το 1947, μα οι νέες περιπέτειες του συγγραφέα το πήραν μαζί τους. Ξανάρχισε να γράφεται το 1953 όταν κάποιες καλές μέρες άρχισαν ν’ ανατέλλουν. Οι ελπίδες όμως αυτές στάθηκαν απατηλές, γιατί – και το βιβλίο και ο συγγραφέας – χάσανε το φως της λευτεριάς. Το 1955 άρχισε το τέταρτο και τελευταίο γράψιμο. Το χιλιογκρεμισμένο γεφύρι δοκίμασε να ξαναστηθεί…..

Το αρχικό σχέδιο έμεινε άθικτο. Πολλά κεφάλαια ξαναμπήκαν ατόφια, αν και χρειάστηκε πολύς βασανισμός της μνήμης. Εύχομαι κανείς ποτέ- συγγραφέας ή βιβλίο- να μη δοκιμάσει αυτούς τους επάλληλους θανάτους και νεκραναστάσεις. Είναι πικρό».

Μενέλαος Λουντέμης 1956