Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ!

Πηγή: https://chistospanteleou.blogspot.com

Γύρω στην ηλικία των 6 με 7 χρόνων άρχισα να συνεισφέρω στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Φαίνεται βέβαια παράλογο πως το 1960 περίπου ένα τόσο μικρό παιδί μπορεί να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. Μπορεί και σήμερα ένα τόσο μικρό παιδί να συνεισφέρει οικονομικά στο σπίτι αλλά όχι όπως τότε.
Σήμερα θα δείτε πολλά μικρά παιδιά να βγάζουν καλό μεροκάματο επαιτώντας. Τότε δεν τολμούσες να σκεφτείς κάτι τέτοιο γιατί η τουριστική αστυνομία ήταν διαρκώς στο δρόμο και μόνο στη θέα του αστυνομικού σε έκαναν να τρέμεις. Θα γίνω κουραστικός αλλά αξίζει να αναφέρω ένα περιστατικό λίγα χρόνια αργότερα. Επί του παραλιακού μετώπου και κυρίως μέσα στο πάρκο απαγορευόταν ρητώς και δια ροπάλου τα ποδήλατα. 
Ο Γιάννης Αικατερίνης [Perahora.gr] ερχόταν από το πάρκο με ένα άλλο παιδί παρέα προς την Ακτή όπου και δούλευα. Δίπλα στο καφενείο του μπάρμπα Τάσου Παντελέου [Νίσση] έπιναν ούζο ο Χρήστος [μάλλον] Παπαδόπουλος της τουριστικής αστυνομίας, ο παπά Προκόπης και άλλος ένας που δεν θυμάμαι. Μόλις τους βλέπει ο Παπαδόπουλος κάτι λέει στους άλλους δύο και σηκώνεται να πάει να τους πιάσει.
-Γιάννη! Βάζω μια φωνή, γύρνα πίσω αστυνομία!
Γυρίζουν πίσω και κάνουν να περάσουν από τον κεντρικό δρόμο. Βλέπω τον Παπαδόπουλο που έτρεξε προς τη ¨χαρά¨ το αναψυκτήριο των στρατιωτικών με πρόθεση να τους πιάσει όταν θα έφταναν στο ύψος του περιπτέρου του Γιώργου [Μπόμπεκ].
Ξανατρέχω από πάνω και τους φωνάζω.
-Πίσω! Παραφυλάει η αστυνομία εδώ!
Ξαναγυρνάνε πίσω. Αφού είδε πως δεν έρχονταν τα ποδήλατα ξαναγύρισε στην παρέα. Εκεί του είπαν φαίνεται πως αυτός δείχνοντας εμένα, τους ειδοποιεί και δεν τους πιάνεις. Σηκώνεται έρχεται προς το μέρος μου με άγριες διαθέσεις και κουνώντας τα χέρια μου λέει.
-Έλα δω ρε!
Όπως ήμουν ντυμένος άσπρο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι, είχα βγάλει το παπιγιόν, παράτησα τη δουλειά και το έβαλα στα πόδια. Από πίσω και αυτός. Δεν μπορώ να πω, ήμουν προπονημένος αλλά και αυτός σκυλί ατάιστο. Δεν μπορούσα να κάνω διαφορά με τίποτα. Καλοκαίρι τώρα ο κόσμος μας έβλεπε και απορούσε. Τι μπορεί να είχα κάνει και με κυνηγούσε η αστυνομία. Με πήγε μέχρι το τελευταίο σπίτι του Χερουβείμ, στη σημερινή Αγία Μαρίνα. Εκεί τα παράτησε και γύρισε πίσω. Το έργο της αστυνομίας το συνέχισαν 3-4 σκυλιά. Με πήραν από πίσω και πήρα φύσημα στο μονοπάτι του Οσίου Παταπίου [θα αναφερθώ μετά]. Άσε που με πλησίασαν τόσο κοντά που γέμισαν τα πόδια μου τσιμπούρια…
Μ΄ αυτό θέλω να πω πως υπήρχε κράτος και δεν μπορούσες να κάνεις τα σημερινά ¨δημοκρατικά¨ τερτίπια και ασυδοσίες...
Είχαμε ένα γαϊδούρι [πιστεύω να είναι γνωστό στα σημερινά παιδιά αυτό το ζώο] που πήγαινε ο πατέρας μου στα πεύκα και μάζευε ρετσίνι. Αν όχι όλες τις Κυριακές τις περισσότερες, του καλοκαιριού με πρωτεργάτη τον Παναγιώτη Πέτρου [Μπαλαμπάνη] μαζεύονταν στην Γκράβα καμιά 15 αριά γαϊδουράκια, είχε φτάσει και 30 και πηγαίναμε τους τουρίστες στον Όσιο Πατάπιο. Κυρίως από το ξενοδοχείο Πάρκ και Ακτή. Επειδή οι καιροί ήταν δύσκολοι αναγκαζόταν ο πατέρας μου και πήγαινε στα πεύκα κάνα δυο ώρες δρόμο με τα πόδια μιας και έπρεπε να πάμε με το γαϊδούρι στον Όσιο η μάνα μου ή εγώ. Επειδή έπρεπε να φτιάξει φαγητό για το σπίτι αλλά και να προσέχει τον μικρότερο αδελφό έστελνε εμένα. Θυμάμαι που γκρίνιαζα και δεν ήθελα να πάω. Χτύπαγα το πόδι κάτω και παραπονιόμουν.
-Όχιιιι! Δεν θέλω να πάω, θέλω να κοιμηθώ!
Με ξύπναγαν προτού ξημερώσει γιατί δεν έπρεπε να μας ¨πιάσει¨ ο ήλιος έλεγαν. Με καλόπιανε η μάνα μου.
-Έλα εγώ που σ΄ αγαπάω! Πήγαινε τώρα και την άλλη Κυριακή θα πάω εγώ!
-Δεν θα με ξανά βαρέσεις όμως για να πάω;
-Εντάξει! Δεν θα σε ξανά βαρέσω, μου υποσχόταν, δυστυχώς προσωρινά. Το ξέχναγε μετά και με κοπανούσε.
Με έπλενε για να μην είμαι ¨καλαμπούσης¨, έστρωνε μια κουβέρτα στο σαμάρι και με ανέβαζε στο γαϊδούρι. Έπιανα το καπίστρι και μια και δυο στη Γκράβα. Στην αρχή ο Μπαλαμπάνης δυσφορούσε.
-Ρε Κώστα είναι μικρό το παιδί μη το στέλνεις! Κουράζεται. 
Το ξεπεράσαμε και αυτό. Εκεί στη Γκράβα όταν συναντιόνταν τα γαϊδούρια άρχιζαν το γκάρισμα και είχαμε πρόβλημα με τους ανθρώπους που κοιμόντουσαν. όλος ο κόσμος κοιμόταν έξω.Μας έκαναν παράπονα και μόλις κάνα γαϊδούρι πήγαινε να γκαρίσει έτρεχαν και το φοβέριζαν για να πνίξει το γκάρισμα. Μόλις ανέβαιναν οι τουρίστες στα γαϊδούρια αρχίζαμε τον ανήφορο. 
Παίρναμε το μονοπάτι και σαν φτάναμε περίπου στον Προφήτη Ηλία υπήρχε ένα μικρό ξέφωτο, μικρή λάκα. Ο Μπαλαμπάνης ήταν πάντα στη κεφαλή του καραβανιού. Σήκωνε το χέρι και φώναζε.
-Ωωωπ! Κατεβείτε!
Ο μπάρμπα Αργύρης Τσεκούρας πρώτος και ο Μιχάλης Παντελέου στο τέλος.
Κατέβαιναν οι τουρίστες, έμπαινε μπροστά και σε ρυθμό τράτας άρχιζε το χορό και τραγούδι. 
-Έχω ένα παπαγάλο που μου λέει τα μυστικά
Και μου λέει ο παπαγάλος
Μες το σπίτι μπαίνει άλλος.-
Παπαγάλοοοο! Έλεγαν και οι τουρίστες.
Επειδή είχε μιαν ιδιομορφία ο τρόπος ομιλίας του [άρχιζε κανονικά ο λόγος και σιγά-σιγά εξασθενούσε ώσπου έσβησε εντελώς η φωνή του] φώναζε.
-Μη μ΄ αφήνεται μόνο μου τραγουδάτε και εσείς. Χρήστο τραγούδα!
Με τα πολλά φτάναμε στον Όσιο. Οι μοναχές απορούσαν.
-Χριστέ μου! Που το πάτε μικρό παιδί;
Μ΄ έβαζαν στα σκαλιά και μου τηγάνιζαν δυο αυγά, τυρί φέτα και ψωμί. Μετά μου έφερναν και λουκούμι. Ήταν η καλύτερη στιγμή για μένα. Ξέχναγα, πρωινό ξύπνημα, κούραση. Όλα μου έφευγαν.
Δεν θα ξεχάσω πως στο γυρισμό έβλεπα την παραλία που ήταν γεμάτη κόσμο, σαν μυρμήγκια και ξεχώριζα τους αφρούς που έκαναν τα παιδιά προφανώς από τις βουτιές, μπαίνοντας στη θάλασσα. Ήταν της μόδας τότε να μην μπαίνουμε ήρεμα και ήσυχα στη θάλασσα αλλά τρέχοντας και βουτώντας μακροβούτι. Άντε να φτάσουμε κάτω σκεφτόμουν και θα πάω για μπάνιο. Σαν έφτανα σπίτι ήταν τέτοια η κούραση που ήθελα να κοιμηθώ.
Αν δεν απατώμαι το αγώι πρέπει να είχε 15 δρχ. μπορεί και 20. Καλά λεφτά για τότε. Καμιά φορά μου έδιναν καμιά δραχμή πουρμπουάρ και η χαρά μου απερίγραπτη. Από τότε ο μπάρμπα Παναγιώτης Μπαλαμπάνης με εκτιμούσε και όταν ερχόταν σπίτι ήθελε να είμαι παρών στη κουβέντα των μεγάλων που πάντα με τράβαγε.Πάλι ένα ευχαριστώ στον Αντρέα Σιώκο για το μεγάλο έργο του, διάσωση φωτογραφιών.