Το όνομα «Αλάσκα» σας λέει τίποτα; Μήπως το όνομα «Ροζικλαίρ»; Μήπως δεν σας άφηναν από το σπίτι; Ή μήπως δεν είχατε γεννηθεί ακόμη;
Δυστυχισμένοι άνθρωποι, που να ξέρατε τί χάσατε;
«Ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες» (Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ, Αθήνα 2018)
«Δεν παρακαλούνται πλέον οι κ. κ. πελάται να αφίνουν τα κασόνια των εις την είσοδον του κινηματογράφου (σ.σ. στη δική μου εποχή η επιγραφή τα ονόμαζε «κασελάκια»!). Οι μικροί λουστράκοι έχουν μάθει από πολλού αυτάς τας λεπτομερείας του στοιχειώδους τακτ που απαιτείται δια να εμφανισθή κανείς εις ένα κέντρο ως κύριος. Και εισερχόμενοι σοβαρώς εγκαταλείπουν τα κασόνια των προ του ταμείου.
Άλλωστε τι να τα κάμουν; Να τα μεταβάλλουν εις ταμπούρλο κατά τας στιγμάς του ενθουσιασμού των; Υπάρχουν τόσα άλλα μέσα δια τας εκδηλώσεις αυτάς, που και αν ακόμη τα κασόνια μετεβάλλοντο εις γκρανκάσες, πάλι ο θόρυβός των θα επνίγετο μέσα εις την ποδοκρουσίαν και τις καρπαζιές που ανταλλάσσονται για γούστο.
Εξ άλλου ξέρετε τι κρότο κάνει μια κουτουλιά δύο ξερών κεφαλιών; Περίπου όσον και ο ηλεκτρικός γλόμπος όταν κτυπηθή με δύναμι στον τοίχο. Και τέτοιες κουτουλιές είνε πολύ συνήθεις εκδηλώσεις θαυμασμού από τους μικρούς αυτούς κ. κ. θεατάς των λαϊκών κινηματογράφων όταν ο Τόμ Μίξ ή το παιδί του σατανά πηδάη από την κορυφή του βουνού κάτω στη χαράδρα, και εκεί κάνοντας γκέλ σαν καλοφουσκωμένο φούτ-μπώλ, ευρίσκεται στην απέναντι κορυφή, μακρυά από τις σφαίρες της ληστοσυμμορίας.
***
Δύο αγυιόπαιδες καταβροχθίζουν με τα μάτια τους τις εικόνες της βιτρίνας του κινηματογράφου.
-Να, βλέπεις εδώ; Εκεί που πηγαίνει ο ΟυΊλυ στο χωράφι να βρή τη Μαίρη, ο Τζών ο Τρομερός με τη συμμορία του χυμάει πάνω στον Ουϊλυ. Έ, τότες να δής ξύλο. Ξύλο που να το βλέπης μονάχα και να τρίβεις τη ράχι σου. Μια γροθιά στον Τζών, πάρτον κάτω. Τραβάει το πιστόλι, μια στο καπέλλο του Τζάκ, τζέππελιν το καπέλλο. Ετούτος με τα μουστάκια πέφτει χάμω απ’ τον φόβο του. Οι άλλοι τρείς το βάζουν στα πόδια.
-Σώπα!
Και χάσκοντας, βλέπουν και τις άλλες εικόνες, εις τις οποίες διαγράφονται αμυδρώς μόνον τα θαύματα των ηρώων της οθόνης.
Εν τω μεταξύ δύο σωφέρ συμπλέκονται πάρα πέρα και απειλείται θεαματικός καυγάς. Ανταλλάσσονται «φράσεις», οι γρόνθοι σφίγγονται έτοιμοι να καταπέσουν, αλλά επί τη θέα ενός πόλισμαν αποσοβούνται τα πάντα. Οι αγυιόπαιδες αγανακτούν. Ορίστε μας παλληκαράδες. Δεν πάνε πάρα έξω ίσαμε την Αμερική να δούνε λίγο κόσμο. Φτού!
***
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως σ’ αυτούς τους κινηματογράφους φωληάζει η μισή Αθήνα. Πρέπει να την γνωρίσουμε. Δι’ ό και ζητούμεν από τον ταμίαν ένα εισιτήριο.
-Πρώτης θέσεως; Ερωτά ο ταμίας με εκπεφρασμένην κατάπληξιν.
-Ελευθέρας κυκλοφορίας εάν είναι δυνατόν…
-Δεν υπάρχει τέτοιο εισιτήριο. Θα πάρετε πρώτης και αν θέλετε, πηγαίνετε και στην τρίτη.
Και εισπράττει ένα δεκάρικο, «τιμή μετά φόρου». Αλλά ο φορατζής εις τον οποίον δεν είμεθα άγνωστοι, εκπλήσσεται βλέπων ημάς διά πρώτην φοράν με ολόκληρον εισιτήριον ανά χείρας.
--Πώς, δεν είσθε πλέον δημοσιογράφοι;
-Βεβαίως, αλλά δεν είνε ζήτημα τώρα για δέκα δραχμές να πληρώσουμε κι’ εμείς μια φορά!
-Παρακαλώ, παρακαλώ. Ο κ. δημοσιογράφος να επιστρέψει το εισιτήριό του, επιμένει ο διευθυντής του κινηματογράφου. Να περάσετε ελεύθερα.
-Αλλά δεν ήλθα εδώ για να γράψω.
-Πώς; Δεν σας ενδιαφέρει ο κινηματογράφος μου; Δήτε πρώτα πώς είνε, κι’ ύστερα μου λέτε. Ελάτε μάλιστα να σας δώσω καλή θέση.
Πράγματι μας τοποθετεί παραπλεύρως ενός καθ’ όλα ευπρεπούς μενιδιάτη, ελθόντος προφανώς δια να το ρίξη ολίγο έξω, και ως εκ τούτου έχοντος εξαπλωμένους και τους δύο πόδας του εις το μπροσθινό κάθισμα.
Το γραμμοφών του ηχητικού βροντοφωνεί ένα ταγκό από την Αργεντίνα, αλλά με ελληνικά λόγια.
***
Αίφνης τα φώτα σβύνουν και μια νεκρική σιγή απλώνεται εις την απέραντον αίθουσαν, όπου μόνον τα τσίκ-τσίκ της φλούδας του πασσατέμπο ψιθυρίζουν, ή ακούεται κάπου-κάπου το ρόφημα μιάς συναχωμένης μύτης.
Μετ’ ού πολύ εμφανίζεται ο Χονδρός και ο Λιγνός εις την κωμωδίαν «Το τρελλό αγόρι και η μυρουδάτη ανθοδέσμη». Ο εύοσμος τίτλος μας παρηγορεί ολίγον, διότι εν αντιθέσει προς την ευπρέπειαν των θεατών, και παρ’ όλον τον χειμώνα, αισθανόμεθα μίαν λεπτήν αναθυμίασιν…
Ατυχώς η κωμωδία αυτή είνε κατωτέρα των προσδοκιών του κοινού, το οποίον ανυπομονεί να θαυμάση τα κατορθώματα του Ουϊλυ. Αλλά πού να τελειώση η κωμωδία; Βραδυπορεί σαν χελώνα. Και δεν είνε μόνον αυτό. Δεν έχει και ελληνικά γράμματα.
-Τι να τα κάμης τα γράμματα μωρέ φίλε; Σάμπως έμαθες ποτέ σου γραφή; Παρεξήγηση.
-Καθήστε χάμω. Σσσσς. Βαράτε τους.
Η τάξη αποκαθίσταται και επί τέλους ο Ουϊλυ εμφανίζεται έφιππος. Χειροκροτήματα, χαλασμός κόσμου, «λεβεντιές». Και ο Αμερικανός κόου-μπόϋ, μέσα στην αποθέωση των Ελλήνων θεατών, συλλαμβάνει με μια θηλιά τέσσαρες ληστάς του Μεξικού από την συμμορία του Τζών που έκλεψε τις αγελάδες της Μαίρης. Αλλά καθώς τους σέρνει δεμένους πίσω από το άλογό του, απόγονον προφανώς του Βουκεφάλου, ενσκήπτει και ο αρχισυμμορίτης Τζών και του φωνάζει, κρατών δύο πελώρια πιστόλια: «Πάνω τα χέρια!»
Το κοινόν ωχριά. Αν σκοτωθή τώρα ο Ουϊλυ πάει το έργο. Ψίθυροι ανησυχίας ακούονται. Τα πασσατέμπο σιωπούν και τα μάτια όλων διαστέλλονται. Αλλά ο αγαθός σεναριογράφος ποτέ δεν αφίνει τους ήρωάς του χωρίς υπεράσπισιν. Το άλλογο του Ουϊλυ ανορθώνεται και τρώει κατάστηθα την σφαίρα του ληστού ενώ εν τω μεταξύ ο Ουϊλυ τον σκοτώνει.
Η αίθουσα δονείται από αλαλαγμούς χαράς και από ποδοκρουσίαν. Ο ζωηρότερος εκσφενδονίζει κατά της οθόνης το παπούτσι του. Ένας άλλος, τακτικός θαμών της γαλαρίας του ελληνικού θεάτρου και θαυμαστής πιθανώς μιάς σουμπρέττας, από κακήν συνήθειαν φωνάζει μπίζ.
Και το έργον συνεχίζεται εν μέσω περιπετειών και ιλίγγων, μέχρις ότου, επί τέλους ο Ουϊλυ ασπάζεται περιπαθώς την Μαίρην, την νυμφεύεται, και ο κόσμος αναχωρεί με στεναγμούς εις τα χείλη».
(«Η Πολιτεία», 1931)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε κι άλλες ιστορίες για την Παλιά Αθήνα στην ιστοσελίδα www.paliaathina.com
Πηγή: https://www.protothema.gr