Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

«ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΝΙΚΟ ΓΚΑΤΣΟ»!


 Newsroom

Στις 12 Μαΐου του 1992, έφυγε για τον ουρανό ο κορυφαίος Έλληνας ποιητής και ένας από τους πιο φωτισμένους ανθρώπους των γραμμάτων μας, ο κύριος Νίκος Γκάτσος.
Για να καταλάβουμε την αξία του μεγάλου μας ποιητή, θα πρέπει να γνωρίσουμε, πως όταν κάποιοι δήθεν "εθνάρχες" το 1979, παγίδευσαν τον λαό μας λέγοντας του, πως «ανήκομεν εις την Δύσιν», δηλαδή στο σκοτάδι, εκείνος την ίδια χρονιά, απάντησε, γράφοντας το επικό,

"Ανατολή, Ανατολή, δίκη σου είμαστε φυλή,
Ψωμί μας φέρνουν και κρασί
τώρα που μείναμε μισοί
δόξα Σοι Κύριε δόξα Σοι, το οποίο θα μπορούσε να είναι και ο Εθνικός μας ύμνος!

Επίσης την ίδια χρονιά έγραψε ένα προφητικό τραγούδι για την εποχή μας, το οποίο εμπεριέχεται μαζί με άλλα δέκα αριστουργήματα στον δίσκο Δρομολόγιο, την κορυφαία δισκογραφική κατάθεση όλων των εποχών, στον οποίο την εξαίσια μουσική σύνθεση, έγραψε ο Δήμος Μούτσης, ενώ η πλέρια φωνή του Μανώλη Μητσιά, έδωσε την πνοή για να μείνει στην αθανασία, παρακαταθήκη για όλες τις επόμενες γενιές.

Πρόκειται για το τραγούδι «Οι ρήτορες»! Ας προσέξουμε σας παρακαλώ τους προφητικούς του στίχους:

«Έρημες κι άδειες οι πλατείες
τα καταστήματα κλειστά
Θέε μου, σαν πόσες αμαρτίες
του ανθρώπου η μοίρα σου χρωστά.

Όλοι τραβούν στην αγορά
κι οι ρήτορες απ’το μπαλκόνι
ποτίζουν τις ψυχές μ’αφιόνι
και κόβουν χέρια και φτερά.

Πότε θα βγει να σκούξει κάποιος:
Αυτός ο κόσμος είναι σάπιος!

Άλλοι κοιτάν αριστερά
κι άλλοι δεξιά γυρνάν το μάτι
και περιμένουν όλοι κάτι
σαν στρατιωτάκια στη σειρά.

Και προχωρούν κι οι ποιητές
με χρώματα και ουράνια τόξα
να μοιραστούνε λίγη δόξα
με του λαού τους μαυλιστές»!!!

Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από τους αδάμαντες στίλβοντες αυτής της κατάθεσης Ελληνικής Ρωμαίικης ψυχής; Το τραγούδι Ελλάδα – Ελλάδα;

«Πού πήγαν οι ώρες, πού πήγαν οι μέρες, πού πήγαν τα χρόνια,
φωτιά στα Χαυτεία, καπνιά στην Αιόλου, βρωμιά στην Ομόνοια,
ουρλιάζουν τριγύρω Φολκσβάγκεν και Φίατ, Ρενώ και Τογιότα,
σε λίγο νυχτώνει, στους άχαρους δρόμους θ’ ανάψουνε τα φώτα
κι ανθρώποι μονάχοι στην κόλαση ετούτη θα γίνουν λαμπάδα.

Πώς τα `κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου Ελλάδα, Ελλάδα.

Πού πήγες Αφρούλα του ονείρου λουλούδι, πού πήγες Ελένη,
κρυφές αμαρτίες της άχαρης μέρας, το φως δεν ξεπλένει,
μονάχα πληβείοι με μάτια θλιμμένα χτυπάνε καρτέλες,
στον άθλιο μισθό τους σφιχτά κολλημένοι σαν στρείδια, σαν βδέλλες,
για ένα τριάρι, για λίγη βενζίνα για μια φασολάδα.

Πώς τα `κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου Ελλάδα, Ελλάδα.

Πού πήγες αγάπη, παράδεισε πρώτε, πού πήγες ελπίδα,
περάσαν οι μέρες, περάσαν τα χρόνια κι ακόμα δεν είδα
ατρόμητους άνδρες, σοφούς κυβερνήτες, μεγάλους αντάρτες,
να σπάζουν τις πύλες, να ρίχνουν τα τείχη, ν’ αλλάζουνε τις στράτες
κι η νύχτα να γίνει χρυσό μεσημέρι κι η χώρα λιακάδα.

Πώς τα `κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου Ελλάδα, Ελλάδα».

Το τραγούδι «Σαν τον Τσε Γκεβάρα»;...

“Είδα κάποιους ανθρώπους
στους Αγίους τους Τόπους
να σταυρώνουν πάλι τον Χριστό.

Κάποιους ανθρώπους
στους Αγίους τους Τόπους,
τώρα πια τους ξέρεις
και τους ξέρω κι εγώ”.

Ή το τραγούδι της αντρειοσύνης, απάντηση στους δυνάστες των λαών;

«Κάποιο βράδυ κάτω στα στενά του Πειραιά
τρεις Αμερικάνοι
Βγήκανε σεργιάνι
σαν καράβια σε ντόπια νερά

Είχαν μάθει κόσμο ν’αγοράζουν με λεφτά
όπως στο Σικάγο
μα τους βάλανε πάγο
κάτι μάγκες δικά μας παιδιά

Αλλαξαν τα χρόνια κι οι καιροί
ήρθαν άλλες μέρες
πάει το παιγνίδι το χάσατε
κι ο κοσμάκης μαζί σας γελά

Δεν περνάνε σήμερα σε μας
τα δολλάριά σας
όμορφα λοιπόν τώρα στρίβετε
να μη μπούμε κι σ’ άλλο μπελά

Τρεις Αμερικάνοι μια φορά στην αγορά
δίπλα στο λιμάνι
πείραξαν τον Γιάννη
μα τους πήρανε όλοι μυρουδιά

Άντρες και γυναίκες και παιδιά στην γειτονιά
με τριμμένα ρούχα
αρχινήσαν τα γιούχα
κι άλλοι πήγαν να φέρουν σχινιά»!

Το επίσης κορυφαίο «Τραγούδι του φυλακισμένου», που θα πρέπει όλους να μας προβληματίσει:

«Άρρωστο φως πάνω στον βρώμικο τον τοίχο
άγρια σιωπή σ’ αυτήν την κρύα φυλακή
κάποιας καμπάνας φέρνει ο άνεμος τον ήχο
θα ξημερώνει Κυριακή.

Εγώ το ήπια το ποτήρι και θ’ αντέξω
με συντροφιά την θύμησή του την πικρή
μα εσείς που ζείτε και γελάτε τώρα απ’ έξω
εσείς θα είσαστε οι νεκροί.

Τα χρόνια φεύγουν από πάνω μου σαν φύλλα
είμαι ένα δένδρο στην αλμύρα του γιαλού
μα μη μου λέτε για ντροπή και για σαπίλα
να την ζητήσετε κάπου αλλού»,

ή το τραγούδι, απαύγασμα της σοφίας του ποιητή μας, το τραγούδι του «Αγίου Όρους»;

«Χτύπα τρεις φορές
κι αν κανείς δε σου μιλήσει,
χτύπα τρεις φορές
κι αν κανένας δε φανεί,
έλα να με βρεις
στου παράδεισου τη βρύση,
έλα για ν’ ακούσεις
της καρδιάς μου τη φωνή.

Όλο περπατάω
μα πού πάω, πού να πάω;
Όνειρα κι αγάπες
έχουν όλα προδοθεί.

Τώρα οδοιπόρος
τραβάω για τ’ Άγιον Όρος,
αχ τον κόσμο τούτονε
τον έχω βαρεθεί.

Ψάξε να με βρεις
κάπου στη Μακεδονία,
ψάξε να με βρεις
κάπου στη Χαλκιδική
κι αν δεν είμ’ εκεί
μη σε πιάνει αγωνία,
ψάξε πάλι αγάπη μου
την άλλη Κυριακή».

Αχ, κύριε Νίκο Γκάτσο, πόσο ακόμα ραγιάδες η Κρήτη και η Μάνη; Πόσα σου χρωστάμε γίγαντα του πνεύματος, εμείς οι Νεοέλληνες; Σου στέλνουμε ένα γράμμα με την υπογραφή του ποιητή που εσύ ενέπνευσες, μαζί με τις ευχές μας, να σε έχει καλά ο Πανάγαθος Θεός εκεί πάνω.

«Γράμμα στον κύριο Νίκο Γκάτσο»

Το σπασμένο βιολί του κόσμου ακόμα ουρλιάζει
Στα νωπά σπαρμένα χωράφια η μέρα χαράζει
Φαντάροι χορεύουν τις νύχτες σε άδειες ταβέρνες
Δελφίνια στο πέλαγο μόνα, νεράκι στις στέρνες
Νησιά ταξιδεύουν στον ήλιο, κανείς δε μιλάει
Την Άνοιξη όλοι προσμένουν
Κι αυτή προσπερνάει

Όλα κύριε Νίκο είναι εδώ
Όπως τα άφησες εσύ κι όπως τα ξέρεις
Από της λύπης τον καιρό
Κι όταν γυρίσεις και σε δω
Μέσα στη στάμνα τη χρυσή νερό να φέρεις
Της λησμονιάς πικρό νερό

Το πιστό σκυλί της Ιθάκης στα πόδια σου κλαίει
Και η καλή, παλιά Περσεφόνη τραγούδια σου λέει

Η φωτιά πληγή που σε καίει, δε λέει να γιάνει
Το πικρό το όνειρο φταίει του αδελφού Μακρυγιάννη

Πόσο ακόμα ραγιάδες η Κρήτη κι η Μάνη
Σκοτεινές μαυροφόρες, μανάδες στου Οδυσσέα το χάνι.

Όλα κύριε Νίκο είναι εδώ
Όπως τα άφησες εσύ κι όπως τα ξέρεις.

Α.Δ.

Πηγή: https://www.pentapostagma.gr/ekklisia/pneymatika-ofelima/3615624_odi-ston-kyrio-niko-gkatso