
Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσίς του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουΐζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών — των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της:
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
που μάντευες τί πέρναγε κάτου απ’ το τσίνορό μου,
Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα.
………..
Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειών μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,
Πώς μ’ άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη
χωρίς γουλιά, σταλιά νερό και φως κι ανθό κι αστάχυ;
Με τα ματάκια σου έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι
με τα χειλάκια σου έλεγα τ΄ αυγερινό τραγούδι.
Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα,
Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,
καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο.
…………
Να πω, να πω τις χάρες σου, ναν τις ξαναναστήσω,
σα νάταν, γιε μου, μπορετό να σε γυρίσω πίσω.
……….
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιέ, που ἀγάπαγες κι ανέβαινες απάνω.
Που πέταξε τ’ αγόρι μου; πού πήγε; πού μ’ αφήνει;
Χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νεράκι η κρήνη.
Στο παραθύρι στέκοσουν κ’ οι δυνατές σου οι πλάτες
φράζαν ακέρια τη μπασιά, τη θάλασσα, τις τράτες.
Κ’ ήταν το παραθύρι μας η θύρα όλου του κόσμου
κ’ έβγαζε στον παράδεισο που τ’ άστρα ανθίζαν, φως μου.
……….
Τι έκανες, γιε μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους
την πλερωμή σου ζήτησες απ’ άδικους ανθρώπους.
Λίγο ψωμάκι ζήτησες και σούδωκαν μαχαίρι,
τον ίδρωτά σου ζήτησες και σούκοψαν το χέρι.
Δεν ήσουν ζήτουλας εσύ να πας παρακαλιώντας,
με τη γερή σου την καρδιά πήγες ορθοπατώντας.
………
Nάχα τ΄ αθάνατο νερό, ψυχή καινούργια νάχα,
να σούδινα να ξύπναγες για μια στιγμή μονάχα.
Και στο αίμα τους τη φούστα μου κόκκινη ναν τη βάψω
και να χορέψω… Αχ, γιόκα μου, δεν πάει μου να σε κλάψω.
Κ’ οι λύκοι ἀποτραβήχτηκαν και κρύφθηκαν στην τρούπα
Γιε μου, ποια Μοίρα στο ’γραφε και ποια μου το ’χε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθεια μου ν’ ανάψει;
Πουρνό-πουρνό μου ξύπνησες, μου πλύθηκες, μου ελούστης
πριχού σημάνει την αυγή μακριά ο καμπανοκρούστης.
Κοίταες μην έφεξε συχνά-πυκνά απ’ το παραθύρι
και βιάζοσουν σα να ’τανε να πας σε πανηγύρι.
……….
Ω, Παναγιά μου, αν είσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,
βοήθεια στο γιο μου θα ’στελνες τον άγγελο από πέρα.
Κι, αχ, Θε μου, Θε μου, αν είσουν Θεός κι αν είμασταν παιδιά σου
θα πόναγες, καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.
Κι αν είσουν δίκαιος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.
……….
Γιε μου, καλέ μου τα ’λεγε το γνωστικό σου αχείλι
κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που εμίλει:
Εμείς ταγίζουμε τη ζωή στο χέρι: περιστέρι,
κ’ εμείς ούτ’ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.
………
Και πάλι η έρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, εσύ να λείπεις
κι ακόμα εγώ νάχω φωνή – ξόμπλι φτηνό της λύπης.
Γιε μου, το στόμα σου καρδιά, το φρύδι χελιδόνι,
Το μάτι δρόσο και φωτιά, τανάλια το σαγόνι
μαμούνια που τα σάρωσε βαρειά του εργάτη η σκούπα.
Γιέ μου, στ’ αδέλφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου – κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.
Το απόσπασμα είναι από το ποίημα «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου(1902-1990) που δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου 1936, από το εκδοτικό της εφημερίδας Ριζοσπάστης. Ήδη από τον προηγούμενο μήνα είχαν εκδοθεί από την ίδια εφημερίδα, τα πρώτα 3 άσματα, από τα 20 συνολικά, υπό τον τίτλο Μοιρολόι, στις 12 Μάη του 1936. Τα 10.000 χιλιάδες αντίτυπα που κυκλοφόρησαν, από το εκδοτικό της εφημερίδας είχαν σχεδόν εξαντληθεί, αριθμός ρεκόρ, για την εποχή. Όμως, εκείνη την περίοδο, ανακηρύχθηκε δικτάτορας ο Ιωάννης Μεταξάς και κάηκαν τα τελευταία 250 εναπομείναντα αντίτυπα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία. Η οριστική μορφή του ποιήματος, εκδόθηκε 20 χρόνια αργότερα, το 1956, η οποία περιλαμβάνει και τα 20 άσματα του Επιταφίου, έξι δηλαδή παραπάνω από αυτά που περιείχε η εκδοτική του Ριζοσπάστη το 1936.