Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ: ΠΟΙΟ ΠΟΙΗΜΑ ΑΠΗΓΓΕΙΛΕ ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΤΟΥ ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟΝ ΤΑΫΓΕΤΟ; (ΗΧΗΤΙΚΟ)


Lavart

Οι τελευταίες στιγμές ενός ατόμου φέρουν συχνά ένας βάρος υπαρξιακής σημασίας και στην περίπτωση του Δημήτρη Λιαντίνη το βάρος αυτό αποκτά μια ποιητική και βαθιά συμβολική διάσταση.
Το 2005 επτά χρόνια μετά την εσκεμμένη εξαφάνισή του, ανακαλύφθηκαν τα λείψανά του στο όρος Ταΰγετος, εκεί ακριβώς όπου είχε επιλέξει να αποσυρθεί από τον κόσμο. Μαζί με τα προσωπικά του αντικείμενα βρισκόταν ένα τεχνούργημα αξιοσημείωτης σημασίας: ένα κασετόφωνο που διατηρούσε τη φωνή του, καθώς απήγγειλε για τελευταία φορά το «Ο Πραματευτής», ένα ποίημα του Ιωάννη Γρυπάρη. Αυτό το ακουστικό κειμήλιο χρησιμεύει όχι μόνο ως μαρτυρία των πνευματικών και λογοτεχνικών του κλίσεων αλλά και ως βαθιά αντανάκλαση του τελευταίου φιλοσοφικού του στοχασμού.
Ο Λιαντίνης, του οποίου το έργο ήταν βαθιά διαποτισμένο από την κλασική σκέψη και έναν ακλόνητο στοχασμό πάνω στη θνητότητα, επέλεξε το συγκεκριμένο ποίημα ως την τελευταία ηχώ της φωνής του.

Το σημείο που βρέθηκε ο Δημήτρης Λιαντίνης.

«Ο Πραματευτής» είναι ένα υποβλητικό αφηγηματικό ποίημα που διαπλέκει θέματα επιθυμίας, μοίρας και υπερφυσικού, όπου ένας πλανόδιος έμπορος παρασύρεται σε μια κακότυχη συνάντηση με αιθέριες δυνάμεις. Η μοίρα του εμπόρου, μια μοίρα γοητείας και απώλειας συντονίζεται ανατριχιαστικά με την εκούσια αποχώρηση του ίδιου του Λιαντίνη από την ανθρώπινη σφαίρα, σαν το ποίημα να συμπυκνώνει το υπαρξιακό όραμά του για τη ζωή και τον θάνατο.
Ο αποχαιρετισμός του Δημήτρη Λιαντίνη με το στοιχειωτικό ηχόχρωμα της φωνής του καθιστά αυτή την τελευταία του καταγραφή ανατριχιαστική και μας δημιουργεί την ανάγκη να μελετήσουμε περαιτέρω το συγκεκριμένο ποίημα.

(Ακούστε την τελευταία απαγγελία του Λιαντίνη παρακάτω)


Ακούστε την τελευταία απαγγελία του Δημήτρη Λιαντίνη στο 1:41 λεπτό! (Από το προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Αλικάκου, συγγραφέα του «Λιαντίνης – Έζησα έρημος και ισχυρός. Εκδ. Ελευθερουδάκη).


Ο Πραματευτής του Ιωάννη Γρυπάρη.

Ήρθε απ’ την Πόλη νιος πραματευτής
με διαλεχτή πραμάτεια,
μ’ ασημικά και χρυσικά
και με γλυκά και μαύρα μάτια.Κ’ οι νιες ποθοπλαντάζουν του χωριού
στις πόρτες και στα παραθύρια,
κι οι παντρεμένες ξενυχτάν
για τα σμιχτά γραφτά του φρύδια.Τρίζωστη ζώνη ολόχρυση φορεί
σε δαχτυλίδι μέση,
και πια η ωραία η Χήρα δε βαστά:
– Πραματευτή, πολύ μ’ αρέσει
η ζώνη που φορείς κι ό,τι να πής
σου τάζω κι άλλα τόσα…
– Δεν την πουλώ με ουδέ φλουριά
με ουδ’ όσα κι άλλα τόσα γρόσσα·
έτσι, ωραία, ωραία – πώς να σε πως,
ρόδο ή κρίνο;
ένα μου κόστισε φιλί
κι όπου εύρω δυο τη δίνω…

– Σύρε ταχιά στην Ώρια τη σπηλιά,
πραματευτή με τα ώρια μάτια,
και κει σου φέρνω την τιμή
και παίρνω την πραμάτεια.

Τραβάει ταχιά στην Ώρια τη σπηλιά
και στου μεσημεριού τη στάλα
φτάνει στην Ώρια τη σπηλιά
σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλα.
Δένει τη μούλα στην ξυνομυλιά
που ησκιώνει εμπρός στο σπήλιο,
στα μάτια του που τον πλανάν
βάζει συχνά το χέρι αντήλιο
και τρώει και τρώει τη στράτα του χωριού.
Δε φαίνεται, κι ουδέ γρικιέται.
Και μπαίνει μέσα στη σπηλιά
κι αποκοιμιέται…

Μέσα στη στοιχειωμένη τη σπηλιά
που αποσταμένος γέρνει,
ύπνος τις φέρνει, ύπνος τις παίρνει:
Νεράϊδες περδικόστηθες στητές
και μαρμαροτραχήλες
ανήσκιωτα κορμιά, αδειανά
διανέματα κι ανατριχίλες,
στις κομπωτές πλεξούδες των φορούν
νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια,
κι έχουνε κρίνους δάχτυλα
κι έχουν ροδόφυλλα για νύχια
κι ελιόμαυρες λαμπήθρες
– τέτοιες με μέλι σύγκερο μεστές
οι Υβλαίες κερήθρες –
Και μια, η Εξωτέρα η Παγανή,
παγάνα του θανάτου,
χτυπάει το νιο πραματευτή
και παίρνει τα συλλοϊκά του.

Τώρα στη χώρα ο νιος πραματευτής
κλαίει και λέει πάλι εκείνο:
– Ένα μου κόστισε φιλί
κι όπου εύρω δυο τη δίνω
τη ζώνη πόπλεξε η καλή – ώ ένα φιλί-
η αρρεβωνιαστικιά μου.
Με πλάνεσε μια ξωτικιά στην ξενιτιά
και πήρε τα συλλοϊκά μου!

Πηγή:https://www.lavart.gr/