Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

ΤΑ ΕΓΚΩΜΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ...

Ο Επιτάφιος θρήνος, ο οποίος με ξεχωριστή κατάνυξη και συγκίνηση ψέλνεται στις Εκκλησίες μας στη διάρκεια του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου (βράδυ Μεγάλης Παρασκευής), είναι ένα από τα ωραιότερα και δημοφιλέστερα υμνολογικά κείμενα του ετήσιου εκκλησιαστικού κύκλου.
Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση από 185 εγκώμια, τα οποία έχουν κατανεμηθεί σε τρεις στάσεις (Α’ 75, Β’ 62, Γ’ 48). Από αυτά, τα 176, αφού αφαιρεθούν τα δοξαστικά και θεοτοκία, αντιστοιχούν στους 176 στίχους του 118ου ψαλμού, δηλ. του Αμώμου. Είναι αντίφωνα ποιητικά, τα οποία συμψάλλονταν με τον Άμωμο, όπως φαίνεται σήμερα στο ιεροσολυμιτικό τυπικό.
Τα εγκώμια ψέλνονται σε τρεις στάσεις:
Η πρώτη στάση αρχίζει: «Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ, και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην».
Η δεύτερη: «Άξιον εστί, μεγαλύνειν Σε τον Ζωοδότην, τον εν τω σταυρώ τας χείρας εκτείνοντα και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού».
Η τρίτη: «Αι γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή Σου προσφέρουσι, Χριστέ μου».
Ο συγγραφεύς των Εγκωμίων παραμένει άγνωστος.
Οι πολλές μετρικές ανωμαλίες μας οδηγούν στο συμπέρασμα για την ύπαρξη πολλών ποιητών. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι τα εγκώμια δεν ανήκουν στους αρχαίους χριστιανικούς ύμνους. Από μαρτυρίες χειρογράφων έχουμε την πληροφορία ότι σε άγνωστο χρόνο ο αρχιμ. Ιγνάτιος της Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους συνέθεσε ορισμένα εγκώμια. Για τον Σωφρόνιο Ευστρατιάδη ποιητής των Εγκωμίων είναι ο Μητροπολίτης Ρόδου Νείλος (ιδ’ αι.). Άλλοι θέλουν ως ποιητές των Εγκωμίων τον Θεόδωρο Στουδίτη (θ’ αι.) και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αρσένιο (ιγ’ αι.). Στην περίπτωση των Εγκωμίων έχουμε το ίδιο επιστημονικό πρόβλημα, που έχουμε και με τον ποιητή του Ακαθίστου Ύμνου.
Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Νικόλαος Τωμαδάκης, τα κείμενα έχουν συντεθεί σύμφωνα με τη ρυθμοτονική της βυζαντινής υμνογραφίας, όπου πους είναι η λέξη και οι κανόνες της ομοτονίας και ισοσυλλαβίας έρχονται σε δεύτερη μοίρα προ της μουσικής τονής.
Από λογοτεχνική πλευρά ο Επιτάφιος θρήνος «έχει μια απόλυτη ηθική και αισθητική αυτάρκεια». Σε όλη την έκταση των ποιητικών κειμένων δεσπόζουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετα στοιχεία: ο δραματικός λόγος και το θριαμβευτικό στοιχείο, η θνητότητα και η αθανασία, η λύπη και η χαρά, ο πόνος του Σταυρού, αλλά και ο θρίαμβος της Αναστάσεως.
Μεταξύ του Επιταφίου θρήνου και των άλλων θρηνωδών ασμάτων υπάρχει μεγάλη διαφορά. Ο Επιτάφιος θρήνος, αν και γράφτηκε για να υμνήσει το νεκρό Χριστό, δεν καταλήγει σε απόγνωση, γιατί προβάλλει περισσότερο το θρίαμβο της ζωής, που συμβολίζει το ανέσπερο Φως της Αναστάσεως. Περιέχει τον οραματισμό ενός αισίου τέρματος προς το οποίο οδηγούν τα πολλά αναστάσιμα προανακρούσματα. Παντού διατυπώνεται μια έννοια προσωρινότητας στην ταφή του Χριστού και είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, ενώ οι στόχοι των εγκωμίων είναι θρηνητικοί, προεορτάζεται η Ανάσταση.
Όπως παρατηρεί δόκιμος συγγραφέας της Εκκλησιαστικής υμνολογίας, «η θρησκευτική μέθεξη του ποιητή των εγκωμίων είναι ψυχική, ποτέ εγκεφαλική. Σε κάθε φράση του ο ποιητής των εγκωμίων εγκολπώνεται σύντομες και δόκιμες συνθέσεις πολλές φορές. Προχωρά στην καθαρτική δύναμη της ποιήσεως μαζί και της θρησκευτικής ζωής με τις διαμορφωμένες πεποιθήσεις του, με έξαρση απαλλαγμένη από κάθε σπασμωδικότητα και θορυβώδη έκρηξη».
Στα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής παρελαύνουν: η άψυχη και έμψυχη φύση, οι άγγελοι, οι άνθρωποι, οι προφήτες, τα πτηνά, τα ευγενή ζώα, τα αστέρια και άλλα δημιουργήματα του Θεού. Όλα συμπονούν και συμπάσχουν στο φρικτό θέαμα του ενταφιασμού της Ζωής, που είναι ο Κύριος της Δόξης.
Ο Θεάνθρωπος αναφέρεται εδώ ως ο πλέον όμορφος από όλους τους θνητούς. Βασιλιάς του παντός. Φως, που φωτίζει τον εξωτερικό και εσωτερικό μας κόσμο. Φιλάνθρωπος. Κριτής. Ζωοδότης, Εκείνος, που κρατάει στην παλάμη του τη Γη. Αυτός που είναι η προσωποποίηση της ίδιας της ζωής. Η πλήρης έκφραση της ευγένειας και της ανθρωπιάς.
Επιπλέον ο Επιτάφιος θρήνος ενέπνευσε τη βυζαντινή αγιογραφία του 10ου αι. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν οι παραστάσεις του Επιταφίου σε λειτουργικά άμφια και κεντητούς επιταφίους.
Ο Επιτάφιος θρήνος είναι ένα ποιητικό ανθολόγιο γεμάτο ωραίες εικόνες και συγκινητικές εκφράσεις, που προκαλούν την άφατη θλίψη του πιστού για την πρόσκαιρη δύση του «μη δύοντος ηλίου». Ως εκ τούτου, τα ποιητικά του αντίφωνα δεν είναι ψυχρά διανοητικά κατασκευάσματα, αλλά βιωματικές εκρήξεις και ξεχειλίσματα καρδιάς. Γι’ αυτό αγαπήθηκαν από το λαό μας, βρίσκονται διαρκώς στα χείλη του, κατανύσουν την ψυχή του και αποτελούν την καλύτερη προετοιμασία για την Ανάσταση του Χριστού, που είναι ταυτόχρονα και η Ανάσταση του ανθρώπου. Αποτελούν την τελειότερη έκφραση του σταυροαναστάσιμου χαρακτήρα της Μεγάλης Εβδομάδος.

ΜΙΧΑΗΛ ΤΡΙΤΟΣ

Πηγή: https://proinoslogos.gr/