Για τη νέα στυγερή γυναικοκτονία στο Μενίδι, που συγκλόνισε για τη βιαιότητά της, μιας και ο εν διαστάσει σύζυγος δολοφόνησε την άτυχη γυναίκα με φρικτό τρόπο καταμεσής του δρόμου, η αστυνομία ανακοίνωσε ότι «διέθεσε» στο θύμα ό,τι προβλέπουν τα πρωτόκολλα: τη δυνατότητα να μείνει σε ξενώνες κακοποιημένων γυναικών και panic button. Δυνατότητες που το θύμα δεν δέχθηκε να χρησιμοποιήσει. Όμως, στη Δικαιοσύνη όπου παραπέμφθηκε ο δράστης λίγες ημέρες πριν τη σκοτώσει, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά.
Εναντίον του ο εισαγγελέας άσκησε βαριά δίωξη για ενδοοικογενειακή βία, διατάζοντας την κράτησή του μέχρι να δικαστεί από το Αυτόφωρο· ωστόσο η δίκη δεν έγινε, γιατί η ιατροδικαστική έκθεση δεν ήταν έτοιμη, η καταγγέλλουσα δεν ήταν παρούσα, ούτε η κόρη της ως μάρτυρας και έτσι οι δικαστές με αυτά τα δεδομένα τον άφησαν ελεύθερο, oρίζοντας τη δίκη σε δέκα ημέρες. Σε αυτό το διάστημα, η γυναίκα δολοφονήθηκε με τον πλέον στυγερό τρόπο και η δίκη δεν έγινε ποτέ…
Μετά τη δολοφονία, διατυπώθηκε η άποψη πως με τις νέες ποινικές διατάξεις που ισχύουν από την 1η Μαΐου το δικαστήριο μπορούσε να τον κρατήσει για τρεις ημέρες και να δικάσει, αν η ιατροδικαστική ήταν έτοιμη και δεν έλειπε κάτι από τον φάκελο της υπόθεσης. Αν η δίκη διεξαγόταν σε τρεις ημέρες, μπορεί όλα να είχαν εξελιχθεί αλλιώς. Αλλά δεν έγινε, γιατί και οι δικαστές πολλές φορές δικάζουν τυπικά, μη διακρίνοντας την ποινική επικινδυνότητα μιας υπόθεσης, ούτε πηγαίνουν στην πιο αυστηρή εκδοχή εφαρμογής του νόμου.
Οι δικαστές δεν παρανόμησαν, αλλά δεν έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Αν εξελίσσονταν δικαστικά αλλιώς οι διαδικασίες, ίσως το έγκλημα να είχε αποφευχθεί. Λέω ίσως, γιατί ο στυγερός δολοφόνος έδειχνε αποφασισμένος να σκοτώσει, οπότε μπορεί να το έκανε αργότερα. 'Αλλωστε, κανένας νόμος και κανένα αστυνομικό πρωτόκολλο δεν μπορεί να αποτρέψει με βεβαιότητα εγκλήματα τέτοιας βιαιότητας, ωστόσο, σίγουρα μπορούν να τα περιορίσουν. Γι’ αυτό ψηφίζονται οι νόμοι και οφείλουν να εφαρμόζονται τα αστυνομικά πρωτόκολλα.
Εκείνο όμως που μπορεί να σώσει ζωές είναι να μην «υποτιμά» κανείς –γυναίκες, ηλικιωμένοι και άλλες ευάλωτες ομάδες– την κακοποίηση. Να μη νομίζει ότι είναι κάτι που διορθώνεται. Ουδείς μπορεί να γνωρίζει πού μπορεί να φθάσει ένα κακοποιητικό άτομο. Αυτό έχουν καταδείξει, δυστυχώς, όλα τα επιστημονικά δεδομένα. Γι’ αυτό η αυστηρή εφαρμογή του νόμου, η επαγρύπνηση της αστυνομίας, των ίδιων των θυμάτων και του κοινωνικού τους περιβάλλοντος μπορούν να συμβάλουν στη μείωση αυτών των αποτρόπαιων εγκλημάτων.
Η Ιωάννα Μάνδρου γεννήθηκε στην Βλαχοκερασιά Αρκαδίας το 1958 και από το 1986 έως και σήμερα εργάζεται ως δημοσιογράφος, εξειδικευμένη σε θέματα δικαιοσύνης σε εφημερίδες, ραδιόφωνο και τηλεόραση. Σπουδάσε Νομικά στη Νομική Σχολή Αθηνών και αποφοίτησε με άριστα. Έχει εργαστεί για 15 χρόνια στην εφημερίδα "Το Βήμα" (1990-2004), στον τηλεοπτικό σταθμό "Αλφα" (2005-2010). Από το 2009 και έως σήμερα εργάζεται στην εφημερίδα "Η Καθημερινή", ενώ από το 2010 και εντεύθεν στο ραδιοφωνικό σταθμό και την τηλεόραση του "Σκάι" ως δημοσιογράφος και σχολιάστρια του κεντρικού δελτίου. Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης καρριέρας της έχει εργαστεί σε πολλούς ραδιοφωνικούς σταθμούς ( Flash, 902 και άλλους και στις εφημερίδες "Η Πρώτη" και "Απογευματινή". 'Εχει μετάσχει σε δεκάδες συνέδρια εισηγούμενη θεσμικά θέματα και θέματα δικαιοσύνης.
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/