Χαμογέλα έχεις μια μόνο ζωή
Χαμογέλα, έχεις μια μόνο ζωή, την εξαντλείς και φεύγεις
Κοιτάχτηκε λοξά στον καθρέφτη. Ύψωσε το ποτήρι. Μια αχτίδα μπαίνοντας από το φεγγίτη έπαιξε στη βάση του γυαλιού. Ήπιε την τελευταία γουλιά. Φορτωμένη παραξενιές, μια ελιά που μπορεί να άφηνε όλους να ξαποστάσουν στον ίσκιο της, μα κανέναν να σκαρφαλώσει στα κλαδιά της, στη βροχή χωρίς ομπρέλα, μια φέτα μήλο στο κρασί, δυο σπυριά αλάτι, κι άλλα δυο χώμα της Δίκτης στην τσέπη, προτιμούσε να συναναστρέφεται ψυχές αμόλευτες, αγνές, καθαρές, σαν αυτές που ακόμη κι όταν μεθύσουν δεν μπερδεύουν τα λόγια τους, δεν αλλάζει η περπατησιά τους, μα κυρίως δεν ξεχνούν. Αναζητώντας την ουσία, την ψίχα της ζωής στα μικρά, αποστρεφόταν τους καλοντυμένους αργυραμοιβούς της αγάπης και τους σαράφηδες της αλήθειας.
Στον καιρό που λιγοστεύει το εμείς, κι ο χρόνος ασυμπόνευτος ως είναι, περνά σαν το νερό στον ποταμό, οι τρεις κάθετες ρυτίδες ανάμεσα στα φρύδια θαρρείς όριζαν δυο δρόμους. Ο ένας, ήταν ο δικός της, ξεστράτιζε προς το αριστερό, το καλό της μάτι, γεμάτος φυγή και μοναχικότητα τώρα που είχαν κοπάσει όλες οι ταραγμένες μέρες, οι θύελλες, και η νιότη μαζί. Ο άλλος, δικός της και αυτός, μα και των άλλων, συνέχιζε να τρέφεται από το δίκιο της, να βασανίζει τη μνήμη της, να ξεθάβει από το τίποτα συντριμμένους πειρασμούς, να θέλει να τους αναστήσει, μα όσο περνούσαν τα χρόνια της φαινόταν πως κάπως είχε αρχίσει να στενεύει, ευτυχώς χωρίς πια να στενεύει και την ίδια. Η κακία, η ζήλεια, ο φθόνος, η εκδίκηση, το μίσος, τα ψέματα, είναι σκυλιά υπάκουα, μα φαίνεται πως είχαν παραιτηθεί, δεν τα συναντούσε όπως άλλοτε σ’ εκείνο τον δρόμο, το δικό της μα και των άλλων. Τη θέση τους είχε πάρει μια πληκτική κρύα ευγένεια, μια κίβδηλη αποδοχή. Την άφηνε αδιάφορη.
«Χαμογέλα, έχεις μια μόνο ζωή, την εξαντλείς και φεύγεις, κι αν δεν καταφέρεις να σωθείς μόνη σου, το ξέρεις καλά, κανείς σωτήρας δεν θα σε σώσει», ψιθύρισε σε μια ευδαιμονική στιγμή από αυτές της μοναξιάς της. Στο φεύγα της ματιάς από τον καθρέφτη στο παράθυρο, πρόλαβε το πέταγμα ενός χελιδονιού, και λίγα μέτρα πιο πέρα, πάνω από τις κουκουναριές ένα ζευγάρι κιρκινέζια που έκαναν κύκλους.
Τώρα στη δύση της, είχε βαλθεί να μην χάσει ξαναμμένη ανατολή, να πάρει πίσω όσα δικά της είχαν βασιλέψει, να ξεμάθει το φόβο μαθαίνοντας από το ρίσκο, τώρα στη δύση της, ο κόσμος της έρεε αλλιώς, μπορούσε να κυκλοφορεί επιτέλους ελεύθερη.
Τώρα, πριν κοπεί το νήμα της καρδιάς της, άπλωνε τριανταφυλλένια ζάχαρη στις χούφτες να ταΐσει ξωτικά και πνεύματα, τώρα, στο ποδοπατημένο μα άπαρτο κάστρο της, είχε βαλθεί να πιάσει την φλόγα που δεν τρέμει κοιτάζοντας μέσα της, τώρα, φορούσε το παλιό ρολόι του παππού κουρδισμένο στη χαρά της ζωής.
Γουβιά, Κέρκυρα
Τώρα, μεγαλοβδόμαδο, από την πιο σπάταλη ομορφιά της φύσης διάλεγε το μωβ και το κίτρινο, τώρα ένας τέθριππος ήλιος, χαμήλωνε στα Γουβιά, για το χατίρι της. Χωρίς ματαιώσεις, σφραγίζοντας τις σκουριασμένες κλειδωνιές της προδοσίας, ένιωσε πως έστηνε καινούργιες μάχες και άμυνες, και ως να άνοιξε διάπλατα τη δίφυλλη πόρτα της νοσταλγίας, κοιτάζοντας τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ανάμεσα σε τοπία και πρόσωπα είδε κρυμμένα τα άγια θέλω της, τά ’κανε κεριά, και ανάβοντάς τα όλα μαζί να φέγγουν στο αύριο, έσκυψε έδεσε τα κόκκινα κορδόνια στα παπούτσια, άνοιξε την πόρτα και φτου ξελεφτερία…
Ήταν μετά την ξαφνική βροχή. Της είχε φανεί πως ένα πιάνο ακουγόταν στον κατάφυτο λόφο, ερημητάρι του αγίου Λουκά. Στο εγκαταλελειμμένο παλιό αρχοντικό, φαντάστηκε πως δινόταν το ρεσιτάλ, προς τιμήν του πρώτου Κυβερνήτη, διακόσια χρόνια μετά την επανάσταση. Χαμογέλασε φέρνοντας στο νου την ευγενική μορφή του Ιωάννη Καποδίστρια. Λογάριασε το πάθος του για την ελευθερία, το ήθος, την ευρεία μόρφωση, την αφιέρωσή του στην Ελλάδα, την πατρίδα που υπηρέτησε με αυταπάρνηση και εντιμότητα. Ένιωσε την ανάγκη να μετρήσει τις ρυτίδες στο πλατύ του μέτωπο, να άγγιζε λέει το πετρωμένο δάκρυ στο ωραίο μελαγχολικό του πρόσωπο, να ζητούσε μια συγγνώμη, να τον φιλέψει ένα καρβέλι πρωτόβγαλτο ζεστό ψωμί από καινούργιο στάρι… Ένα κύμα συγκίνησης, την κυρίευσε.
Τώρα οι ήχοι της μουσικής ακουγόταν πιο κοντινοί. Δεν ήθελε να τους χάσει. Στη φαντασία της, είχε πάντα χώρο για τον πιανίστα. Τα μαλλιά του καστανά ανοιχτά, επιμελώς ακατάστατα, φορούσε καφέ σκούρο παλτό, μαύρο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο υφαντό από φοινικικό λινάρι, φαρδιές κεντημένες μανσέτες, ασημένια μανικετόκουμπα. Μια ανάμνηση ήταν τούτη η εικόνα, μια σκιά που δεν είχε ανάγκη να δωροδοκηθεί για να φύγει, μια σκιά που δεν ζητούσε ποτέ τίποτα, «άλωση και συντριβή μου, εσύ…», ήρθαν και χάθηκαν οι λέξεις.
Δεν άργησε να φτάσει στο παλιό αρχοντικό με τις καμινάδες στο χρώμα της όμπρας, την ξεβαμμένη σιένα στους τοίχους, την ώχρα στα μεγάλα επιβλητικά παράθυρα. Παράθυρα, βιτρίνες της νοσταλγίας, συλλογίστηκε, ανεβαίνοντας τη χορταριασμένη σκαλινάδα. Εσοχές και εξοχές στην τοιχοποιία γλυφές από τη διάβρωση, αγκαλιασμένες από φτέρες και κισσούς. Οι χρωματισμοί στα παλιά στρώματα της αρμοδεσιάς του ασβέστη και της πέτρας στον αυλόγυρο με τις ανθισμένες γλιτσίνες, ποικίλλουν από το ανοικτό μωβ και το γκρι, έως το ασημί και το σκούρο πράσινο, μια εξαίσια όψη, μεταβαλλόμενη στο μεσημεριανό φως, όταν η ανακεφαλαίωση της αγάπης αρχίζει με το τώρα. Τώρα, ανάμεσα στην απάνεμη σιωπή και το ακριβό αντίδωρο της ανάμνησης.
Σήκωσε το βλέμμα πάνω από το καμπαναριό, μα χωρίς το δέος που ένιωθε άλλοτε, παλιά, πολύ παλιά, τότε που ήταν παιδί, τότε που πίστευε πως τα θαύματα πέφτουν από ψηλά για να διδάξουν την καλοσύνη και την ιστορία του κόσμου. Τώρα, στα εξήντα της, δεν περίμενε ν’ ακούσει προφήτες και αγίους, ούτε αγγέλους να τραγουδούν. Τής έφτανε το κελάδημα των πουλιών, ένα φτερούγισμα στις φυλλωσιές, εκείνο το μισό ξεβαμμένο φεγγάρι που είχε ξεμείνει στον ουρανό. Ανασήκωσε ελαφρά τα ρουθούνια. Περίμενε τον άνεμο, να της φέρει καινούργιες και παλιές μυρωδιές, να την ξαφνιάσει, ελεύθερος, ανερμήνευτος μύστης του αφανέρωτου. Συμφιλιωμένη με το τέλος, ούτε αγωνία, ούτε φόβος, μα κυρίως χωρίς εξαναγκασμούς πίστης και υποσχέσεις μεταθανάτιας ζωής σε αγνώστους παραδείσους. Μαυλίστρα η ζωή, «το σώμα που αγαπιέται δεν φοβάται περιθανάτια περάσματα, γνωρίζει χάδι κι αγκαλιά…», σαν κάποιος να άνοιξε τα σφηνωμένα παντζούρια και το φώναξε.
Μονή Καποδιστρίων, Γουβιά
Η Κέρκυρα, μια αλάνα του απείρου, ο δικός της παράδεισος. «Χαίρε Κέρκυρα, χαίρε το πλήρες της ομορφιάς, χαίρε η μέσα πατρίδα που σημάδεψε την άνυδρη λήθη της ευτυχίας του τίποτα, χαίρε η μαθητεία του κυπαρισσιού και της ελιάς, χαίρε το αλφαβητάρι της φύσης, χαίρε Κέρκυρα κρύπτη ορθάνοιχτη του έρωτα, χαίρε ο σμαραγδένιος σπαρμός της θάλασσας, χαίρε… », γέλασε, με τον άμοχθο χαιρετισμό και τον απέναντι εαυτό που την καλωσόριζε.
Άφησε τη ματιά της να περιπλανηθεί, από το όρος ως τις απέναντι ηπειρωτικές ακτές, θαύμασε το Κομμένο, το Λαζαρέτο, το Βίδο, το Νησί Γκερέκου, τον όρμο των Γουβιών, ξαναγύρισε στη σκαλινάδα. Μια μολόχα στην κόγχη του βράχου αφημένη στ’ ανέραστο άγγιγμα του ήλιου την καλούσε στο φως. Εδώ όποιος ζει δεν χρειάζεται να καταφύγει στα όνειρα, εδώ είναι τα όνειρα, εδώ μαθαίνεις να τρυγάς απ’ τη ζωή όχι μόνο την πικρή γύρη, μα και το πολύ απ’ το μέλι. Μοίρα βαθύστερνη, η Κορυφώ, στα σύνορα αρμονίας και αιωνιότητας, σού υπενθυμίζει την κοινή καταγωγή με τη χαρά. Εδώ στη Σχερία, μεταναστεύεις στην αληθινή συγκίνηση του ωραίου, εδώ η καθημερινότητα είναι η νίκη της μουσικής, και η βροχή, μάγισσα της λύτρωσης!
Έκανε το γύρο της περίκλειστης αυλής. Πίστεψε πως μια σκιά ήταν που την οδηγούσε. Την καλούσαν οι ήχοι. Δεν είδε ανθρώπους. «Πρόβα θα είναι», συλλογίστηκε. Αναζητώντας πιάνο και πιανίστα περιπλανήθηκε στο εσωτερικό της έπαυλης. Πεσμένοι σοβάδες, σπασμένα τζάμια, σαρακοφαγωμένα δοκάρια στη στέγη, ερήμωση.
Κι όμως, οι ήχοι εκεί, να διαχέονται στο χώρο, ν’ απογειώνουν τη συγκίνηση στο φως της ανοιξιάτικης μέρας οδηγώντας στη μέθεξη, στην υπέρβαση, ήχοι απαλοί, ν’ αφυπνίζουν αισθήματα, νοήματα, πάθος, βιώματα, μια μουσική που φιλοδοξούσε να γίνει ποίηση καλώντας την σε στοχασμό, όχι σε έρωτα.
Λίγες μέρες μετά, κοιτάζοντας από τη βεράντα του σπιτιού της τον λόφο του αγίου Λουκά λουσμένο κάτω από την πανσέληνο, αναπολούσε τις μαγικές στιγμές για τις οποίες δεν μπορούσε να πει τίποτε παραπάνω, ίσως επειδή εκείνη η εμπειρία άνηκε στο άφατο, το μυστηριώδες, ίσως επειδή κάποτε, ένας άντρας μετρώντας πρώτα τα 52 λευκά φιλντισένια πλήκτρα, και μετά τα 36 μαύρα εβένινα στο πιάνο, είχε μοιραστεί μαζί της, το πάθος του για τη μουσική, τη ζωγραφική και την ποίηση, ένα μεγαλείο, που την σημάδευε ακόμη, σταθερά, στα εξήντα της, τώρα που μια παραπάνω ρυτίδα, δεν ήταν μόνο ένας δρόμος καινούργιος μα και ένας τρόπος.
Μονή Καποδιστρίων, Γουβιά, Κέρκυρα
Πώς τα φέρνει έτσι η ζωή! Θυμόταν πως ένας νέος συνθέτης, δεν τον γνώριζε, ένας καλός πιανίστας, ο Αποστόλης Αρμάγος, τον Μάρτη του 2021…
Άνοιξε τον υπολογιστή, βρήκε το email του, χαμογέλασε:
«Καλησπέρα σας!
Σας στέλνω ένα κομμάτι αφιερωμένο στον Πρώτο Κυβερνήτη της Σύγχρονης Ελλάδας, τον Ιωάννη Καποδίστρια. Είναι σε μορφή mp3, μια σύνθεση, εμπνευσμένη από την επέτειο των διακοσίων χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση (1821-2021). Εύχομαι να σας ταξιδέψει.
Σας ευχαριστώ πολύ, και πάλι!»
Μα γιατί την ευχαριστούσε, γιατί «και πάλι», πόσο ευγενικός αυτός ο νέος που ερχόταν απ’ το μέλλον φορτωμένος παρελθόν!
Σίγουρα, εκείνη του όφειλε.
Τώρα ήξερε, από ποιον θα ζητούσε να εμπνευστεί από έναν άλλο μεγάλο, τον Νίκο Καζαντζάκη, ή μήπως είχε ήδη γράψει μουσική και αυτή θα ήταν η επόμενη έκπληξη…
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα, 10 Απρίλη 2023