Ο καλικάντζαρος σκαρφάλωσε στα γυμνά κλαδιά του δέντρου και κοίταξε μέσα από το φωτισμένο παράθυρο. Τα μάτια του ορθάνοιξαν! Μια μικροκαμωμένη γυναίκα με άσπρη ποδιά και ροδοκόκκινα μάγουλα ανακάτευε ένα ζυμάρι, στον πάγκο της κουζίνας. Αφού το ζύμωσε, το άφησε κοντά στην αναμμένη σόμπα και το σκέπασε με μια κουβέρτα.
-Γιατί το σκέπασε; Κρυώνει το ζυμάρι; Ανθρώπινες παραξενιές, σκέφτηκε και βάλθηκε να κοιτάζει επίμονα…
Βλέπετε του άρεσαν οι άνθρωποι και τα καμώματά τους. Τις μέρες που έμενε στην επιφάνεια της γης, δώδεκα ακριβώς, ανακατευόταν με τους ανθρώπους, έκλεβε τις λιχουδιές τους, βρώμιζε το νερό τους, χόρευε στα κεραμίδια τους και τρόμαζε τα ζώα τους. Ύστερα επέστρεφε στα βάθη της γης, όπου έβρισκε ανανεωμένο το δέντρο της ζωής κι άρχιζε από την αρχή το κόψιμό του, μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα. Χρόνια το έκανε αυτό κι ακόμα δεν κατάφερε να το κόψει εντελώς.
Ξαφνικά μια μυρωδιά γαργάλισε τα ρουθούνια του. Ήταν τόσο ευχάριστη κι εκείνος πολύ πεινασμένος! Ξανακοίταξε κι είδε τη γυναίκα να ξεφουρνίζει ένα μεγάλο ταψί με καλοψημένα ολοστρόγγυλα κουλουράκια.
-Αχ, να είχα μερικά, σκέφτηκε. Το σκανταλιάρικο μυαλό του έψαχνε τρόπο να μπει στο σπίτι. Το άδειο στομάχι του δεν του άφηνε πολλά περιθώρια και η φουσκωτή κοιλιά του γουργούρισε δυνατά.
Τότε πρόσεξε πως το πιο ψηλό κλαρί άγγιζε τα κεραμίδια του σπιτιού και ακριβώς δίπλα ήταν μια καμινάδα. Από εκεί, λοιπόν, θα έμπαινε!
Σκαρφάλωσε γρήγορα και βρέθηκε δίπλα στην καμινάδα. Δρασκέλισε στην κορυφή της. Αισθάνθηκε ακόμα πιο έντονη την γαργαλιστική μυρωδιά των κουλουριών. Τα μάτια του δάκρυσαν από κάτι. Δεν ήξερε τι ήταν. Έβγαινε από το βάθος της, αλλά δεν τον ένοιαξε πολύ.
Έδωσε ένα σάλτο κι άρχισε να κατεβαίνει. Μια ζεστασιά τον τύλιξε, αλλά ευχάριστη του φάνηκε. Τόση ώρα στο δέντρο κρύωσε. Ήταν, άλλωστε, Δεκέμβρης! Στη γη των ανθρώπων κάνει πολύ κρύο αυτόν τον μήνα. Είναι χειμώνας λένε. Στα μέρη του δεν υπάρχουν εποχές. Εκεί κάνει συνέχεια ζέστη, κάτι σαν διαρκές καλοκαίρι!
Κόντευε να φτάσει στο χαμηλότερο σημείο, όταν την είδε. Μα ήταν πολύ αργά! Τα τριχωτά πόδια του είχαν αρχίσει να τσουρουφλίζονται από τις αδηφάγες φλόγες της. Πού να ήξερε ο καψερός πως το τζάκι ήταν αναμμένο και πως εκείνο που έβγαινε από την καμινάδα κι έκανε τα μάτια του να δακρύζουν ήταν καπνός; Επιστρατεύοντας όλες τις δυνάμεις του, προσπάθησε να σκαρφαλώσει πίσω. Τα ποδαράκια του πονούσαν, αλλά, αν ήθελε να γλιτώσει, έπρεπε να ξεχάσει τον πόνο του.
Σε λίγο βρέθηκε πάλι στα κεραμίδια. Τώρα το κρύο του φάνηκε ανακουφιστικό, βάλσαμο για τα μισοκαμένα ποδάρια του.
-Μάλλον δεν άξιζαν και τόσο, μουρμούρισε τάχα αηδιασμένος και τράβηξε για τη μηλιά, που όλο και κάτι θα είχε να χορτάσει την πείνα του.
* Η κα Δήμητρα Τσεπεντζή είναι Εκπαιδευτικός, Συγγραφέας, Ποιήτρια, Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Κορινθίων Συγγραφέων και νεοεκλεγείσα Σύμβουλος της Δημοτικής Κοινότητας Ζευγολατιού