- Επιμέλεια: Ελένη Σοφού
‘It was the night before Christmas, when all through the house
Not a creature was stirring, not even a mouse;
The stockings were hung by the chimney with care,
In hopes that St. Nicholas soon would be there;
The children were nestled all snug in their beds;
While visions of sugar-plums danced in their heads;
And mamma in her ‘kerchief, and I in my cap,
Had just settled our brains for a long winter’s nap,
When out on the lawn there arose such a clatter,
I sprang from my bed to see what was the matter.
Away to the window I flew like a flash,
Tore open the shutters and threw up the sash.
The moon on the breast of the new-fallen snow,
Gave a lustre of midday to objects below,
When what to my wondering eyes did appear,
But a miniature sleigh and eight tiny rein-deer,
With a little old driver so lively and quick,
I knew in a moment he must be St. Nick.
More rapid than eagles his coursers they came,
And he whistled, and shouted, and called them by name:
“Now, Dasher! now, Dancer! now Prancer and Vixen!
On, Comet! on, Cupid! on, Donder and Blitzen!
To the top of the porch! to the top of the wall!
Now dash away! dash away! dash away all!”
As leaves that before the wild hurricane fly,
When they meet with an obstacle, mount to the sky;
So up to the housetop the coursers they flew
With the sleigh full of toys, and St. Nicholas too—
And then, in a twinkling, I heard on the roof
The prancing and pawing of each little hoof.
As I drew in my head, and was turning around,
Down the chimney St. Nicholas came with a bound.
He was dressed all in fur, from his head to his foot,
And his clothes were all tarnished with ashes and soot;
A bundle of toys he had flung on his back,
And he looked like a pedler just opening his pack.
His eyes—how they twinkled! his dimples, how merry!
His cheeks were like roses, his nose like a cherry!
His droll little mouth was drawn up like a bow,
And the beard on his chin was as white as the snow;
The stump of a pipe he held tight in his teeth,
And the smoke, it encircled his head like a wreath;
He had a broad face and a little round belly
That shook when he laughed, like a bowl full of jelly.
He was chubby and plump, a right jolly old elf,
And I laughed when I saw him, in spite of myself;
A wink of his eye and a twist of his head
Soon gave me to know I had nothing to dread;
He spoke not a word, but went straight to his work,
And filled all the stockings; then turned with a jerk,
And laying his finger aside of his nose,
And giving a nod, up the chimney he rose;
He sprang to his sleigh, to his team gave a whistle,
And away they all flew like the down of a thistle.
But I heard him exclaim, ere he drove out of sight—
“Happy Christmas to all, and to all a good night!”
___________
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρία…
Ο Άγιος Βασίλης είναι σίγουρα η φιγούρα που όλοι έχουμε αγαπήσει στην παιδική μας ηλικία. Είναι αυτός που δεν αφήνει ποτέ τους μικρούς του φίλους απογοητευμένους ακόμα και αν δεν έχουν προλάβει να τον συναντήσουν ούτε μία φορά, ο Άγιος Βασίλης τους αποζημιώνει με το δώρο που τους αφήνει κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Οι ιστορίες για την καταγωγή του και για αν το τελικά ήταν υπαρκτό πρόσωπο είναι πολλές και αφήνουν σε όλους το περιθώριο να επιλέξουν εκείνη που τους ταιριάζει καλύτερα.
Στην Ελλάδα και την ορθόδοξη παράδοση η πρώτη ημέρα του χρόνου ταυτίστηκε με σχετική ευκολία με το Μέγα Βασίλειο, το μεγάλο ιεράρχη από την Καισαρεία της Καππαδοκίας, του 4ου αιώνα. Η φιγούρα του βορειοευρωπαίου και βορειοαμερικανού Santa Claus έφτασε στην αστική κυρίως τάξη της ελληνικής κοινωνίας, τη δεκαετία 1950-1960 από τους μετανάστες, μέσω τις ευχετήριων καρτών. Έως τότε ο Μέγας Βασίλειος ήταν ένας από τους τρεις ιεράρχες, γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντο. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και το 370 διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο το μητροπολίτη Καισάρειας. Ο ίδιος έγινε γνωστός κυρίως για τη φιλανθρωπία του και γιατί φρόντιζε πάντα όσους είχαν την ανάγκη του. Σύμφωνα με την παράδοση αμέσως μετά τα Χριστούγεννα ξεκινούσε πεζός μ’ ένα ραβδί στο χέρι και έφερνε συμβολικά δώρα στους ανθρώπους. Από τον Μέγα Βασίλειο ξεκίνησε και η παράδοση της βασιλόπιτας της Πρωτοχρονιάς.
Ωστόσο κάθε χώρα και κάθε πολιτισμός τον έχει βαφτίσει σύμφωνα με τα δικά του έθιμα, ίσως και τις εδικές του ανάγκες. Σημασία έχει πάντως πως σε όλες τις γωνιές του πλανήτη ο συμβολισμός είναι ο ίδιος. Ο «πατέρας των Χριστουγέννων» των Άγγλων, ο «Περ Νοέλ» των Γάλλων, ο «Σίντερ-Κλάας» των Ολλανδών, ο «Βάιναχτσμαν» των Γερμανών, ο «Λαμ-Κουνγκ-Κουνγκ» ( ο Καλός γερο-πατέρας) των Κινέζων, ο «Χοτέισο» των Ιαπώνων, ο αγαθός γίγαντας Γκαργκάν στην παράδοση των Κελτών, η Μπεφάνα στην Ιταλία, η γριά Μπαμπούσκα στη ρωσική παράδοση, που καταδικάστηκε να τριγυρνάει την ημέρα των Θεοφανίων και να μοιράζει δώρα στα παιδιά, επειδή έδωσε λάθος κατευθύνσεις για το δρόμο προς τη Βηθλεέμ. Το όνομα πάντως Santa Claus είναι μία παράφραση του ολλανδικού ονόματος Sinterklaas, που μετέφεραν και εδραίωσαν στο Νέο Κόσμο, στο Νέο Άμστερνταμ (σήμερα Νέα Υόρκη) οι Ολλανδοί μετανάστες.
Το 1822 ο Αμερικανός συγγραφέας κληρικός Κλέμεντ Μουρ έγραψε το παραμύθι «The Night Before Christmas». Εκεί υπάρχει η πρώτη περιγραφή του Santa Claus και της δράσης του στη σημερινή παγκόσμια εκδοχή και το 1823 έγραψε το ποίημα « A visit from Saint Nicolas» και έδωσε στον Άγιο Βασίλη το μεταφορικό του μέσο, το έλκηθρο με τους ταράνδους και τον έμαθε να μπαίνει στα σπίτια από τις καμινάδες. Υπάρχει και μία ακόμα εκδοχή που θέλει τον Άγιο Βασίλη να γεννιέται κατά τη διάρκεια του αμερικανικού Εμφυλίου, όταν πρωτοεμφανίστηκε το 1862 στο περιοδικό Harper’s Weekly από τον σκιτσογράφο Τόμας Νάστ,ο οποίος απεικονίζει με δικές του ιστορίες τα δρώμενα του πολέμου. Μία από αυτές ήταν ο «Santa Claus in Camp», όπου παρουσιάζεται για πρώτη φορά με πράσινη στολή και με τα χαρακτηριστικά που τον ξέρουμε σήμερα και ο οποίος μοίραζε δώρα σε ένα στρατόπεδο των Βορείων. Τέλος το 1931 η Coca Cola και ο αμερικανός σχεδιαστής Χέιντον Σάντμπλομ, για τις ανάγκες ενός διαφημιστικού έβαψαν τη μέχρι τότε πράσινη στολή του Αη Βασίλη στο κόκκινο χρώμα του αναψυκτικού και του έμεινε για πάντα.
Ήταν το βράδυ πριν τα Χριστούγεννα και σε όλο το σπίτι επικρατούσε ησυχία. Οι κάλτσες κρεμάστηκαν από την καμινάδα με προσοχή, με την ελπίδα ότι ο Άγιος Βασίλης θα ήταν σύντομα εκεί. Τα παιδιά ήταν φωλιασμένα στα κρεβάτια τους και δαμάσκηνα ζαχαρωτά χόρευαν στα όνειρά τους. Η μαμά με το μαντήλι της και εγώ με το σκούφο μου είμαστε έτοιμοι για έναν μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο, όταν έξω στο γκαζόν ακούστηκε ένας τεράστιος θόρυβος. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου για να δω τι συμβαίνει. Μακριά στο παράθυρο πέταξε σαν λάμψη, άνοιξε τα πατζούρια και πέταξε σαν φύλλο το φεγγάρι απλωμένο στο νέο πεσμένο χιόνι και έδινε μια μεσημεριανή λάμψη στα αντικείμενα κάτω στη γη. Τότε εμφανίστηκε ένα μικροσκοπικό έλκηθρο και οκτώ μικροσκοπικοί τάρανδοι, με έναν ηλικιωμένο οδηγό, τόσο ζωντανό και γρήγορο. Ήξερα ότι πρέπει να είναι ο Άγιος Βασίλης και σφύριζε και φώναζε « Τώρα Ντάσερ, τώρα Χορεύτρια, τώρα Πράνσερ και Βίξεν! Ελάτε, επάνω Έρως, επάνω Ντόντερ και Μπλίτζεν! Στην κορυφή της βεράντας! Στην κορυφή του τοίχου! Τώρα φύγε, φύγε μακριά…» Έμοιαζαν σαν τα φύλλα που πετούσαν στον άγριο τυφώνα και όταν συναντούσαν κάποιο εμπόδιο ανέβαιναν στον ουρανό, μέχρι να προσγειωθούν στην ταράτσα, με το έλκηθρο γεμάτο παιχνίδια και μαζί τους ο Άγιος Βασίλης.
Τότε μια αναλαμπή και ένας θόρυβος ακούστηκε στην βεράντα και στη συνέχεια άκουσα βήματα. Καθώς γύρισα το κεφάλι μου, βλέπω να βγαίνει κάτω από την καμινάδα ο Άγιος Βασίλης!. Ήταν ντυμένος με γούνα από το κεφάλι μέχρι τα πόδια του και τα ρούχα του ήταν όλα αμαυρωμένα με στάχτη και αιθάλη. Ένα μεγάλο σάκο από παιχνίδια κουβαλούσε στην πλάτη του και έμοιαζε με μικροπωλητή. Τα μάτια του πως έλαμπαν! Τα λακκάκια του πόσο χαρούμενα! Τα μαγουλά του ήταν σαν τριαντάφυλλα, η μύτη του σαν κεράσι! Το στοματάκι του ήταν τραβηγμένο σαν τόξο και η γενειάδα του πηγουνιού του ήταν άσπρη σαν το χιόνι. Είχε ένα φαρδύ πρόσωπο και μια μικρή στρογγυλή κοιλιά, ήταν παχουλός πολύ παχουλός, ένα χαρούμενο γέρικο ξωτικό. Σάστισα όταν τον είδα και αυτός μου έκλεισε το μάτι του και μου έδωσε να καταλάβω πως δεν είχα τίποτα να φοβηθώ. Δεν μίλησε, δεν είπε ούτε λέξη, αλλά πήγε κατευθείαν και γέμισε όλες τις κάλτσες με παιχνίδια. Έτριψε με το δάχτυλό του τη μύτη του και με ένα τράνταγμα σηκώθηκε στην καμινάδα και έφυγε. Πήδηξε στο έλκηθρό του, και με ένα σφύριγμα πέταξε μαζί με την ομάδα του ψηλά στον ουρανό.
Τον άκουσα να αναφωνεί, πριν χαθεί από τα μάτια μου « Καλά Χριστούγεννα σε όλους, και σε όλους καλό βράδυ!».
( Ελεύθερη μετάφραση στο ποίημα του Κλέμεντ Μουρ, A visit from Saint Nikolas 1823).