Από τον Μάκη Σενή (Maco Grello)
Έστησα προχθές την βιβλιοθήκη μου κι έβαλα στα ράφια τα βιβλία, από αυτά που με έκαναν από μικρό να αγαπήσω το διάβασμα ως εκείνα που δεν έχω ακόμα διαβάσει. Κάθισα στο πάτωμα κι έμεινα εκεί, από χαμηλά να την κοιτάζω κουρασμένος από το κουβάλημα, να σκέφτομαι τι έχω μπροστά μου. Για άλλους ένας σωρός χαρτιά στριμωγμένος μέσα σε χρωματιστά εξώφυλλα που μαζεύει σκόνη, για άλλους ένας θησαυρός. Μερικές φορές, ίσως τις περισσότερες, ενώ με μια ματιά είναι εύκολο να πει κάποιος τι είναι αυτό που κοιτάζει, αν το καλοσκεφτεί οδηγείται σε υποκειμενικά συμπεράσματα.
Εξαρτάται από τον παρατηρητή, την διάθεση του, τα παιδικά του χρόνια, την στιγμή, τον χώρο. Κατέληξα στο μπερδεμένο συμπέρασμα πως για μένα μια βιβλιοθήκη είναι ένα μεγάλο ξενοδοχείο με κλειστά παράθυρα και πόρτες. Μπορείς να περπατήσεις δίπλα του και να το αγνοήσεις, να συνεχίσεις το δρόμο σου. Μπορείς να ανοίξεις την πόρτα, να σεργιανίσεις μέσα στους διαδρόμους του, και όταν αποφασίσεις να βγεις από εκεί, να είσαι ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος, ο παλιός σου εαυτός να φυλακιστεί μια για πάντα μέσα σε εκείνη την βιβλιοθήκη. Αν ανοίξεις ένα βιβλίο μπορείς να μπεις μέσα σε έναν κόσμο διαφορετικό, να ζήσεις για όσο θα κρατήσει η ανάγνωση του, μέσα σε ένα δωμάτιο που ένας συγγραφέας έχτισε για εσένα σαν αρχιτέκτονας αλλά εσύ βάζεις τα χρώματα, τις φωνές, τις μυρωδιές, εσύ δημιουργείς τα πάντα με την φαντασία σου. Το κάθε βιβλίο όσα αντίτυπα και να έχει, θα είναι πάντα τόσο μοναδικό όσο μοναδικός είναι και ο κάθε αναγνώστης του.
Εξαρτάται από τον παρατηρητή, την διάθεση του, τα παιδικά του χρόνια, την στιγμή, τον χώρο. Κατέληξα στο μπερδεμένο συμπέρασμα πως για μένα μια βιβλιοθήκη είναι ένα μεγάλο ξενοδοχείο με κλειστά παράθυρα και πόρτες. Μπορείς να περπατήσεις δίπλα του και να το αγνοήσεις, να συνεχίσεις το δρόμο σου. Μπορείς να ανοίξεις την πόρτα, να σεργιανίσεις μέσα στους διαδρόμους του, και όταν αποφασίσεις να βγεις από εκεί, να είσαι ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος, ο παλιός σου εαυτός να φυλακιστεί μια για πάντα μέσα σε εκείνη την βιβλιοθήκη. Αν ανοίξεις ένα βιβλίο μπορείς να μπεις μέσα σε έναν κόσμο διαφορετικό, να ζήσεις για όσο θα κρατήσει η ανάγνωση του, μέσα σε ένα δωμάτιο που ένας συγγραφέας έχτισε για εσένα σαν αρχιτέκτονας αλλά εσύ βάζεις τα χρώματα, τις φωνές, τις μυρωδιές, εσύ δημιουργείς τα πάντα με την φαντασία σου. Το κάθε βιβλίο όσα αντίτυπα και να έχει, θα είναι πάντα τόσο μοναδικό όσο μοναδικός είναι και ο κάθε αναγνώστης του.
Έτσι είναι και οι άνθρωποι. Μπορείς να περάσεις δίπλα από κάποιον, κοντό ή ψηλό, με μακρυά μαλλιά η φαλακρό, αδύνατο ή εύσωμο, να τον δεις και να βγάλεις τα βιαστικά συμπεράσματα σου. Να νομίζεις ότι τον είδες, μα στην ουσία τι είδες; Τίποτα από όσα έχει μέσα του. Πόσοι γίγαντες υπάρχουν εκεί έξω με καρδιά μικρού παιδιού, πόσοι καλοντυμένοι αγγελοπρόσωποι κατεργαρέοι και πόσοι αποκρουστικοί άγιοι. Προσπερνάμε χιλιάδες ανθρώπους, εκατομμύρια σε ολόκληρη τη ζωή μας και δεν γνωρίζουμε τίποτα για αυτούς. Ακόμα και οι φίλοι δεν ανοίγουν τις καρδιές τους ο ένας στον άλλο. Συζητάνε αδιάφορα, καθημερινά, για τα οικονομικά τους, για τις δυσκολίες τους, τα επαγγελματικά τους, την επικαιρότητα, ένα κουτσομπολιό... Για τα συναισθήματα τους, αυτά που περιγράφουν το ποιοι είναι δεν βγάζουν λέξη. Είναι λες ντροπή, αδυναμία. Ακόμα και άνθρωποι που συμπορεύονται για χρόνια μαζί στην ζωή, είτε σαν φίλοι, είτε σαν οικογένεια, δυσκολεύονται να πάρουν ο ένας τον άλλο μια αγκαλιά και να του πούνε «σ αγαπώ ρε, γουστάρω που τον λίγο χρόνο μας τον ξοδεύουμε μαζί». Μη μου λες άλλο για υποχρεώσεις, για λεφτά, για πρέπει. Πες μου τι αγαπάς, που θες να πας, τι ονειρεύεσαι, τι φοβάσαι, τι σε κάνει να αισθάνεσαι δυνατός, πες μου με δυο λέξεις ποιος είσαι. Εξήγησε μου, με ενδιαφέρει. Μόνο αν ξέρω ποιος είσαι πραγματικά, μπορώ να σε στηρίξω, να σε συγχωρήσω, να σε αγαπήσω. Τι κρίμα όμως, καθόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο για χρόνια και δεν γνωριζόμαστε, ίσως ποτέ να μην γνωριστούμε.
Είναι κάπως τραγικό, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να δείξουν στον άλλο ποιοι είναι. Όχι πάντα γιατί δεν θέλουν, αλλά γιατί δεν ξέρουν ούτε αυτοί οι ίδιοι ποιοι είναι τελικά. Με τόσες δήθεν σημαντικές πληροφορίες που βομβαρδίζονται καθημερινά από βρέφη, ξέχασαν. Με τόση προσπάθεια, με τόση αγωνία να πετύχουν να γίνουν κάποιοι, δεν βρήκαν ποτέ τον χρόνο να γνωρίσουν ποιοι πραγματικά είναι. Όσο περνάνε τα χρόνια τόσο πιο δύσκολο γίνεται. Από ένα σημείο και μετά φοβάσαι να ψάξεις μέσα σου, έχεις μια ρουτίνα στη ζωή σου που υποτίθεται ξέρεις τι σου γίνεται. Αν ψάξεις, ποιος ξέρει τι θα βρεις; Κι αν τελικά δεν ήθελες να αποκτήσεις μια καθώς πρέπει δουλειά και ήθελες να γίνεις σαν κι αυτούς τους φευγάτους που τριγυρνάνε με ένα σακίδιο στον ώμο, κι αν τελικά δεν ήθελες να κάνεις οικογένεια όπως σε έπρηζε η μάνα σου, κι αν τελικά γουστάρεις να αμαρτάνεις; Τι θα έλεγε ο πατέρας σου για αυτό; Η γυναίκα σου ή ο γκόμενος σου, η θεία σου η Μαγδάλω και η γειτονιά, οι καλύτεροι σου φίλοι, τι θα έλεγαν αν δεν ήσουν πια αυτό που δείχνεις τόσα χρόνια και γινόσουν μια ημέρα αυτό που πραγματικά είσαι; Θα σε έδειχναν όλοι με το δάχτυλο και θα έλεγαν «κοίτα πως κατάντησε, κρίμα και ήταν μια χαρά παιδί»! Ίσως να ζήλευαν κρυφά που θα ήσουν πια ελεύθερος και ίσως να τους έπιανε ένας πρωτόγνωρος φόβος μην πάθουν και αυτοί το ίδιο. Δεν είναι βλέπεις εύκολο πράγμα να αρχίσεις να ζεις ελεύθερος αν γεννήθηκες στη φυλακή, ούτε είναι εύκολο να είσαι ο εαυτός σου, αν μια ζωή παριστάνεις κάποιον άλλο.
Από αυτή την φάρσα που δεν φαίνεται να έχει αρχή και τέλος ξεκινούν οι ψυχοπάθειές μας και οι παραλογισμοί της κοινωνίας. Ζούμε όχι σε έναν ψεύτικο κόσμο, αλλά σε έναν κόσμο που αρνούμαστε να τον δούμε όπως είναι. Η ζωή από μόνη της δεν μπορεί να είναι ούτε ψεύτικη, ούτε άσχημη, ούτε κακή. Εμείς την κάνουμε, ο τρόπος που την αντικρίζουμε. Φυσικά δεν θα αλλάξει ολόκληρη η ανθρωπότητα επειδή μια μέρα θα ξυπνήσει ένας από εμάς και θα δει την αλήθεια. Μια σταγόνα που χτυπά σε έναν βράχο και αλλάζει κατεύθυνση δεν μπορεί να αλλάξει κατεύθυνση στο ποτάμι. Για αυτόν τον έναν όμως θα αλλάξει κάτι μεγάλο, ο τρόπος που βλέπει τον ίδιο του τον εαυτό. Θα αλλάξουν οι προτεραιότητές του και θα ζήσει σύμφωνα με το σχέδιο, που ο ίδιος έχει δημιουργήσει για εκείνον και όχι αυτό που τον προγραμμάτισαν άλλοι να κάνει. Αν είσαι πάνω σε ένα τρένο που τρέχει, θα πας εκεί που πάει το τρένο μέχρι να σταματήσει. Είναι όμως διαφορετικό να ξέρεις ότι ταξιδεύεις, και αλλιώς να πιστεύεις πως απλά κάθεσαι σε ένα σωρό από παλιοσίδερα που τρέμει.
Πηγή:http://www.kulturosupa.gr