Πριν δούμε την πλευρά του άλλου έχουμε καταλήξει σε συμπέρασμα. Κι αυτό φυσικά ισχύει και για την πολιτική: μετά από μια οκταετία καλλιέργειας του μίσους δεν χρειάζεται καν να ανοίξει το στόμα του ο «άλλος» για να αντιδράσουμε.
Πριν από αρκετά χρόνια δύο οικονομολόγοι είχαν παρατηρήσει ότι στην συμφωνική ορχήστρα της πόλης προσλαμβάνονταν πολύ περισσότεροι άνδρες από γυναίκες. Αποφάσισαν λοιπόν να κάνουν ένα πείραμα για να δουν αν αυτό οφείλεται σε προκατάληψη εναντίον των γυναικών.
Οι ακροάσεις άρχισαν να γίνονται στα τυφλά, χωρίς δηλαδή να μπορούν να δουν οι κριτές τον μουσικό που περνούσε από οντισιόν. Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν ότι το ποσοστό των γυναικών αυξήθηκε δραματικά.
Οι ακροάσεις άρχισαν να γίνονται στα τυφλά, χωρίς δηλαδή να μπορούν να δουν οι κριτές τον μουσικό που περνούσε από οντισιόν. Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν ότι το ποσοστό των γυναικών αυξήθηκε δραματικά.
Εκτιμώντας ότι ένα ανάλογο αποτέλεσμα θα μπορούσε να προκύψει και για τα μέσα ενημέρωσης, δύο ινστιτούτα, το Gallup και το Knight Foundation, έκαναν ένα ανάλογο πείραμα. Έβαλαν τους αναγνώστες να αξιολογούν την αξιοπιστία μιας σειράς άρθρων χωρισμένοι σε δύο γκρουπ. Στο πρώτο γνώριζαν την πηγή των άρθρων ενώ στο δεύτερο διάβαζαν τα άρθρα χωρίς να γνωρίζουν που δημοσιεύτηκαν. Η διαφορά ήταν εντυπωσιακή. Το «τυφλό» γκρουπ εμπιστευόταν πολύ περισσότερο τα άρθρα που διάβαζε από το γκρουπ που γνώριζε την πηγή. Όσο πιο ακραίες απόψεις μάλιστα είχαν οι αναγνώστες, τόσο πιο προκατειλημμένοι ήταν. Τόσο περισσότερο δηλαδή αξιολογούσαν αρνητικά ένα άρθρο, όχι με βάση το περιεχόμενό του αλλά με το που δημοσιεύτηκε. Πρώτοι στην προκατάληψη ήταν οι πολύ συντηρητικοί και τους ακολουθούσαν με μικρή διαφορά οι πολύ προοδευτικοί. Λιγότερο προκατειλημμένοι ήταν όσοι αυτοχαρακτηρίζονταν μετριοπαθείς.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα της έρευνας ήταν ότι όσοι εμπιστεύονταν για την ενημέρωσή τους μέσα ενημέρωσης που εξέφραζαν ακραίες απόψεις ήταν και οι πιο προκατειλημμένοι. Είναι προφανώς λογικό χωρίς ωστόσο να είναι σαφές αν ήταν προκατειλημμένοι επειδή ενημερώνονταν από αυτά τα μέσα ή αν ισχύει το αντίστροφο. Σε κάθε περίπτωση είναι μια σχέση αλληλοτροφοδοτούμενη.
Μπορούν να βγουν όμως και δύο πολιτικά συμπεράσματα. Το πρώτο, πόσο δύσκολο είναι για τα μέσα ενημέρωσης να επιβιώσουν σε συνθήκες πόλωσης και να διατηρήσουν την αξιοπιστία τους, προωθώντας τον διάλογο και την μετριοπάθεια. Όταν διαβάζουμε ότι οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τα ΜΜΕ, έχουμε την τάση να ρίχνουμε την ευθύνη στα ίδια τα μέσα. Αυτή όμως είναι η μία πλευρά της εικόνας. Η άλλη είναι η προκατάληψη των ίδιων των πολιτών που απαντούν. Μπολιασμένοι με την μισαλλοδοξία των ημερών εχθρεύονται τα «συστημικά» μέσα ενημέρωσης τα οποία βέβαια, για πολλούς λόγους, είναι στην πραγματικότητα τα πιο αξιόπιστα.
Το δεύτερο βέβαια είναι η δυσκολία της διεξαγωγής εποικοδομητικού διαλόγου. Το βλέπουμε πολύ χαρακτηριστικά στα σόσιαλ μίντια όπου το μεγαλύτερο μέρος των «απαντήσεων» στην αρθρογραφία δεν αφορά τι λέει κάποιος αλλά ποιος το λέει και κυρίως ποιες είναι οι εικαζόμενες προθέσεις του. Πριν δούμε την πλευρά του άλλου έχουμε καταλήξει σε συμπέρασμα. Κι αυτό φυσικά ισχύει και για την πολιτική: μετά από μια οκταετία καλλιέργειας του μίσους δεν χρειάζεται καν να ανοίξει το στόμα του ο «άλλος» για να αντιδράσουμε.
Το φάρμακο δεν το γνωρίζουμε. Δημοκρατία ωστόσο χωρίς ένα ελάχιστο εμπιστοσύνης δεν μπορεί να λειτουργήσει.
Πηγή: http://www.skai.gr