Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ!

Νετανιάχου, Τραμπ, Σούνακ. Πρόσφατα, για διάφορους λόγους, και οι τρεις βρήκαν απέναντί τους τη Δικαιοσύνη |CreativeProtagon

Η ώρα της κρίσεως για τη δημοκρατία Σε μια περίοδο λαϊκιστικών επιθέσεων στη δημοκρατική τάξη, τα δικαστήρια θα πρέπει να ενστερνιστούν τον κατεξοχήν ρόλο τους ως διαιτητές της Δικαιοσύνης. Γνωρίζουν ότι οι αποφάσεις τους δεν μπορούν να βασίζονται στις συναισθηματικές ιδιοτροπίες ενός Τραμπ ή ενός Μπόρις Τζόνσον. Πρέπει να ακολουθούν τη λογική, τη νομολογία και τη νομοθεσία

  Νίκολας Ριντ Λάνγκεν

Μέρα με τη μέρα, εβδομάδα με την εβδομάδα, τα δικαστήρια βρίσκονται ολοένα περισσότερο στην πρώτη γραμμή του αγώνα για την προάσπιση της δημοκρατίας από τους λαϊκιστές και τους αυταρχικούς ηγέτες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το Ανώτατο Δικαστήριο άκουσε πρόσφατα προφορικά επιχειρήματα σχετικά με μια απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου του Κολοράντο, που ορίζει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν μπορεί να εμφανιστεί ως προεδρικός υποψήφιος στην Πολιτεία, λόγω του ρόλου του στην εξέγερση της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ. Επίσης, ένα δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε κατά του ισχυρισμού του Τραμπ ότι οι πρόεδροι απολαμβάνουν ασυλίας για οποιαδήποτε ενέργειά τους ενόσω βρίσκονταν στην εξουσία. 
Επιπλέον, ένα πολιτειακό δικαστήριο στη Νέα Υόρκη μόλις επέβαλε στον Τραμπ ποινή 354 εκατ. δολαρίων για οικονομική απάτη. Αυτό το ποσό προστίθεται στο πρόστιμο 83 εκατ. δολαρίων που του επιβλήθηκε για συκοφαντική δυσφήμιση μιας γυναίκας που τον είχε μηνύσει για σεξουαλική επίθεση. Πέραν του ότι δεν του επιτρέπουν να κατέχει οποιαδήποτε ανώτερη θέση σε εταιρεία με έδρα τη Νέα Υόρκη για τα επόμενα τρία χρόνια, αυτές οι δύο αποφάσεις πιθανότατα θα στερήσουν από τον Τραμπ σχεδόν όλα τα διαθέσιμα μετρητά του. 
Εν τω μεταξύ, πέρα από τον Ατλαντικό, η Συντηρητική κυβέρνηση της Βρετανίας προσπαθεί να περάσει ένα νομοσχέδιο για τη μετεγκατάσταση προσφύγων, το οποίο αποσκοπεί να παρακάμψει μια απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας στα τέλη του περασμένου έτους, που ανατρέπει τη σχετική νομοθεσία. 
Στο Ισραήλ, το ανώτατο δικαστήριο της χώρας απέρριψε πρόσφατα μια τροποποίηση του Συντάγματος που θα περιόριζε τη δική του εξουσία. Και στη Γερμανία, το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε πρόσφατα ότι μπορεί να απαγορευτεί η δημόσια χρηματοδότηση του ακροδεξιού, αντιδημοκρατικού κόμματος Die Heimat, γεγονός που οδήγησε σε εικασίες περί εξέτασης μιας παρόμοιας απαγόρευσης για την ολοένα πιο δημοφιλή Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). 
Η υπόθεση ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ μπορεί να αποδειχθεί μια από τις πιο σημαντικές στην αμερικανική Ιστορία. Αφού το Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο έκρινε ότι ο ρόλος του Τραμπ στην εξέγερση της 6ης Ιανουαρίου τού απαγορεύει να κατέχει υψηλά αξιώματα, κατέστη αναπόφευκτη η εμπλοκή του Ανώτατου Δικαστηρίου. 
'Εχοντας αποδεχτεί την υπόθεση, οι δικαστές πρέπει να αποφασίσουν αν θα εμποδίσουν την επιστροφή του Τραμπ στην προεδρία, γνωρίζοντας ότι έχει υποσχεθεί ότι θα προκαλέσει «χάος» εφόσον αποφανθούν εναντίον του. Αλλά ακόμα κι αν οι οπαδοί του Τραμπ προκαλέσουν αναταραχή, το αμερικανικό δημοκρατικό σύστημα –που σχεδιάστηκε για να αποτρέπει τους δημαγωγούς– θα έχει υπερισχύσει. Αντίθετα, εάν οι δικαστές ανατρέψουν την απόφαση του Κολοράντο, όπως φαίνεται πιθανό, το μέλλον της Αμερικανικής Δημοκρατίας μπορεί κάλλιστα να αφεθεί σε ένα μικρό κομμάτι ψηφοφόρων σε βασικές Πολιτείες. 
Τα δικαστήρια και ο νόμος είναι συνυφασμένα με την αμερικανική πολιτική ζωή, σχεδόν από την ίδρυσή των ΗΠΑ. Το 1835, ο Αλεξίς ντε Τοκβίλ (συγγραφέας του «Η Δημοκρατία στην Αμερική», ΣτΜ) παρατήρησε ότι «σπάνια προκύπτει κάποιο πολιτικό θέμα στις Ηνωμένες Πολιτείες που δεν μετατρέπεται, αργά ή γρήγορα, σε δικαστικό ζήτημα». Αυτό δεν ήταν υπερβολή. Το 1803, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε επιβεβαιώσει, στην υπόθεση Μάρμπουρι κατά Μάντισον, την εξουσία του να επανεξετάζει και, εάν χρειάζεται, να καταργεί νόμους, καθιερώνοντας αυτό καθαυτό ως τον τελικό διαιτητή για το νόημα και τις απαιτήσεις του Συντάγματος των ΗΠΑ. Παρότι η Αμερική είναι εδώ και πολύ καιρό η κυρίαρχη δημοκρατία στον κόσμο, λίγες άλλες χώρες έχουν υιοθετήσει το δικαστικό της μοντέλο. Εντός των ΗΠΑ η κυριαρχία του Ανώτατου Δικαστηρίου θεωρείται σχεδόν δεδομένη, με περιστασιακά μόνο βουητά διαφωνίας. Αλλά πολλοί παρατηρητές αλλού προβληματίζονται σχετικά με την ιδέα ότι λίγοι άνδρες και γυναίκες με μαύρες τηβέννους θα μπορούσαν να αποφασίσουν, ας πούμε, για τη δημιουργία μιας κεντρικής τράπεζας ή τη νομιμότητα της δουλείας. Ενώ σχεδόν κάθε δημοκρατική χώρα έχει ένα συνταγματικό δικαστήριο, λίγα είναι τόσο πολιτικά φορτισμένα όσο των ΗΠΑ. Αντίθετα, αναμένεται να υποκύπτουν σε εκλεγμένους αξιωματούχους. 
Και όμως, η λαϊκιστική πολιτική, ασκώντας ολοένα μεγαλύτερες πιέσεις στις συνταγματικές τάξεις πολλών χωρών, ώθησε πολλά δικαστήρια να επαναβεβαιώσουν τον ρόλο τους με πρωτότυπους τρόπους. Ενα καλό παράδειγμα είναι η προσπάθεια της δεξιάς ισραηλινής κυβέρνησης να απαγορεύσει στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας να εξετάζει «το εύλογο μιας απόφασης της κυβέρνησης, του πρωθυπουργού ή οποιουδήποτε άλλου υπουργού». 
Τον προηγούμενο μήνα, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ απέρριψε αυτόν τον νόμο. Ακολουθώντας τα βήματα των αμερικανών ομολόγων τους, οι δικαστές αποφάνθηκαν ότι το Δικαστήριο – όχι η Κνεσέτ, ούτε η κυβέρνηση, ούτε ο πρόεδρος – είναι η ανώτατη αρχή σχετικά με το νόημα και τις απαιτήσεις του Συντάγματος του Ισραήλ. 
Στη Βρετανία, όπου τα δικαστήρια έχουν χαρακτηριστεί εδώ και καιρό «λιοντάρια υπό τον θρόνο», η περυσινή απόφαση κατάργησης του νόμου της κυβέρνησης για τη μετεγκατάσταση προσφύγων υποδηλώνει ότι η Δικαιοσύνη θα βγει από τη σκιά όταν χρειαστεί. Η προσπάθεια της κυβέρνησης να στείλει αιτούντες άσυλο στη Ρουάντα αποτελεί, σύμφωνα με το δικαστήριο, παραβίαση τόσο του διεθνούς όσο και του εσωτερικού δικαίου, επειδή –σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζεται το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών– η Ρουάντα δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ασφαλής χώρα για μετεγκατάσταση. 
Τι θα συμβεί εάν η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ρίσι Σούνακ καταφέρει να περάσει ένα νομοσχέδιο που κηρύσσει τη Ρουάντα «ασφαλή» δεν είναι σαφές, καταρχάς γιατί καμία βρετανική κυβέρνηση δεν έχει ποτέ υιοθετήσει έναν νόμο μόνο και μόνο για να αρνηθεί την πραγματικότητα. (Στην πραγματικότητα, οι πολίτες της Ρουάντα που ζητούν πολιτικό άσυλο στη Βρετανία είναι ήδη περισσότεροι από τους ανθρώπους που η Βρετανία επιδιώκει να στείλει στη Ρουάντα). 
Εάν ισχύει η παραδοσιακή αντίληψη της Βρετανίας για την κοινοβουλευτική κυριαρχία, το Ανώτατο Δικαστήριο θα υποχρεωθεί να αποδεχτεί αυτό το παράλογο αποτέλεσμα. Ωστόσο, ακόμη και αν οι δικαστές αποδειχθούν απρόθυμοι να το ανατρέψουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ευρύτερη αλλαγή στη δικαστική εξουσία είναι σαφής, τόσο στη Βρετανία όσο και διεθνώς. 
Για να επιβιώσουν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου λαϊκιστικών επιθέσεων στη δημοκρατική τάξη, τα δικαστήρια θα πρέπει να ενστερνιστούν τον κατεξοχήν ρόλο τους ως διαιτητές της Δικαιοσύνης. Γνωρίζουν ότι οι αποφάσεις τους δεν μπορούν να βασίζονται στις συναισθηματικές ιδιοτροπίες ενός Τραμπ ή ενός Μπόρις Τζόνσον. Πρέπει να ακολουθούν τη λογική, τη νομολογία και τη νομοθεσία. 
Σε μια εποχή αυξανόμενης λαϊκιστικής πίεσης, η φαινομενική δημοκρατική ανεξαρτησία των δικαστηρίων θα αποδειχθεί πιθανότατα ένα από τα θεμελιώδη πλεονεκτήματά τους – και όχι μια αδυναμία. Ίσως να είναι πλέον οι τελευταίοι εγγυητές της δημοκρατικής συνταγματικής τάξης. 

* Ο Nicholas Reed Langen επιμελείται την Επιθεώρηση Δημόσιας Πολιτικής της London School of Economics και γράφει για το βρετανικό Σύνταγμα στο διαδικτυακό νομικό περιοδικό The Justice Gap. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate. 

Πηγή: https://www.protagon.gr/