της Ηρώς Κάπα
Η πόλη δεν απείχε πολύ από το χωριό· οι συνοικίες της έμοιαζαν ατελείωτες και οι δρόμοι ανεξάντλητοι. Η μουσική ήταν πάντα εκεί. Όπως και η Λου, μαζί με τρεις τέσσερις μουσικούς. Είχε κοιμηθεί με όλους, εκτός από τον μπασίστα. Όταν τον πρωτοείδε, σε ένα τζαμάρισμα στο στούντιο, της φάνηκε τελείως αδιάφορος. Τον κοίταζε καχύποπτα και εριστικά. Αυτός της χαμογέλασε, κάθισε ήσυχος σε μια γωνιά και άκουγε, χωρίς να διακόπτει. Έκανε ένα δοκιμαστικό, τα βρήκαν, τους χαιρέτησε ευγενικά κι έφυγε αθόρυβα. Η Λου δεν καταδέχτηκε ούτε να πει καληνύχτα.
Στην πρώτη τους κοινή συναυλία, σε μια πλατεία στο κέντρο της πόλης, η καρδιά της έσπασε. Εκείνο το άνευρο πλάσμα είχε μεταμορφωθεί ξαφνικά σε δαιμονισμένο θεό. Ο ιδρώτας ποτάμι, το μπάσο είχε πάρει φωτιά. Ανέβηκαν στη μηχανή του κι όλα τα φανάρια μπροστά τους άναβαν πράσινα, το ένα μετά το άλλο. Πέρασαν τη νύχτα στην ταράτσα της πολυκατοικίας του, ανάμεσα σε οξειδωμένους θερμοσίφωνες και σκοινιά με απλωμένα ρούχα. Μιλούσαν, κι όσο πιο πολύ μιλούσαν, τόσο θέριευε ο τρόμος που λίγο πριν πρόβαλε σαν δηλητηριώδης νεοσσός μέσα από τα θραύσματα της καρδιάς της.
Πέρασαν πολλά βράδια έτσι, και κάθε φορά με το ξημέρωμα, τον άφηνε σύξυλο κι έτρεχε μακρυά. Κάποια χρόνια μετά, εκείνος παντρεύτηκε κι έφυγε από το συγκρότημα. Η Λου δεν πήγε στο γάμο. Χάθηκαν, εξαφανίστηκε από τα στέκια τους. Μια νύχτα μόνο, εμφανίστηκε ξαφνικά πάνω απ’ το κεφάλι της στο τραπέζι που καθόταν με τους άλλους. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. «Γεια σου, Λου» της είπε. Έδωσαν τα χέρια. Ήταν σύζυγος τώρα, πατέρας. Σύζυγος. Στο άκουσμα της λέξης, η Λου πάντα σκεφτόταν βόδια να αγκομαχάνε κάτω από το ζυγό. Τα μάτια της στάθηκαν ερωτηματικά πάνω του. Βγαίνοντας έξω από το μαγαζί, της έπιασε το χέρι και το φίλησε. «Μονάχα έχουν περάσει χίλια χρόνια, Λου» της είπε.
Πηγή: https://www.hartismag.gr