Γράφει ο Γ.Δ. Μπάρτζης
Άφησα να περάσει λίγος καιρός, διότι ήθελα να φυλλομετρήσω προσεκτικά αυτή τη συλλογή ποιημάτων και να αποκομίσω μέρος τουλάχιστον των πολλών και πυκνών, άλλοτε φανερών και άλλοτε μεταμφιεσμένων μηνυμάτων. Οπωσδήποτε τα «Προσωπεία» δεν είναι βιβλίο μιας απλής ανάγνωσης. Θα επανέλθω πάλι και πάλι για να γευθώ ομορφιά λόγου και σοφία και Τέχνη υψηλή της ποιήσεως. Πρέπει να σημειωθεί από την αρχή η όλη αι-σθητική του βιβλίου και οι μοναδικά υπέροχες και πρωτότυπες μάσκες (προσωπεία).
Ομολογώ ότι η ποιητική πλευρά του πολυετούς και πολύτομου δημιουργικού έργου του Κ. Βασιλείου ήταν για μένα άγνωστη. ΄Ολοι σχεδόν οι πεζά γράφοντες έχουμε τις κρυφές μας ποιητικές σημειώσεις και στιγμές στιχουργημένου εσωτερικού διαλόγου, που συνήθως τις κρατούμε ερμητικά κλεισμένες. Ο Κ. Βασιλείου, όμως αποφάσισε να τις φα-νερώσει. Και καλά έκανε! Βγήκε κάτι πραγματικά ωραίο. Και τολμηρό θα έλεγα. Με πολύ σεβασμό στην ανθρώπινη αδυναμία, με μεγάλη αποδοχή σε αυτό που αποκαλούμε «πόνο» που έχει αμφίσημες εκδοχές και δυναμική ομολογία του αδιέξοδου και της σύγχρονης μοναξιάς μέσα στο πλήθος: Αλλοπρόσαλλες μάσκες,/προσωπεία του μάταιου,/ανθρώπινος πόνος, αδιέξοδα της μοναξιάς («Προσωπεία», σελ. 7).
Στάθηκα επί πολύ στη στιχουργημένη εκείνη δήλωση-ομολογία, σε κομμάτι του «Επί-κληση της Μούσας» (σελ. 11), όπου εμφανώς ο ποιητής εξομολογείται, προειδοποιώντας: Άγγελος του μύθου/προσφέρω στους ιερείς/των γραμμάτων/ψήγματα/ασεβών κειμένων/προς κοι-νωνία. Και πιο κάτω: Δεν αντέχω τις κραυγές/Γονατίζω/Προσκυνώ τους μύστες. Για κάτι το μεγάλο λοιπόν και απολύτως αιρετικό προσκαλεί προς απόλαυση, μέσα στους στίχους του. Και όντως, όπως ξετυλίγονται ως κουβάρι στριφνών κόμπων, οι σελίδες, η μύηση και η εννοιολογική όσμωση αναγνώστη και ποιητή ενισχύεται ως υψιπετής Νόηση.
Με το απόσπασμα από το «Επέκεινα της Ελένης» (σελ. 17) και με το ποίημα «Τιτά-νες» (σελ. 152) ο Κ. Βασιλείου αποδεικνύει ότι δεν φοβάται τις δυσκολίες του πειθαρχη-μένου στίχου˙ και παίζει τον ιαμβικό 15σύλλαβο στα δάκτυλα. Γενικότερα πάντως προτι-μά για την ποιητική του έκφραση τον ελεύθερο στίχο, τον οποίο όμως αναγκάζει δη-μιουργικότατα να πειθαρχήσει σε έναν κρυφό ρυθμό, που μόνον η αληθινή ποίηση μπορεί να εμπνεύσει. Έτσι: Στίχοι πετούν ως τρελά πουλιά στο υπερπέραν,/λέξεις αναπηδούν από το κα-θαρτήριο,/πορεύονται στα καλντερίμια του ερέβους,/βυθίζονται στα νέφη των ονείρων («Φτερουγί-ζοντας με τους απόντες», σελ. 31).
Και επειδή, όπως γράφει στα «Διλήμματα» (σελ. 56): Οι τόποι δεν είναι χλοεροί,/όπως ψευδώς διαδίδεται από τους εμβριθείς, θαρρώ ότι έχει πολλά να μας διδάξει το ποίημα: «Κά-λεσμα» (σελ. 57), το οποίο αντιγράφω ολόκληρο, γιατί πολύ ταυτίστηκα με τα νοήματά του, ιστορικά του παρελθόντος και σύγχρονα του σημερινού ανθρώπου-πολίτη: Μηνύστε στους σύντροφους,/τέλειωσε ο πόλεμος,/τα όπλα πρέπει να παραδοθούν./Για να μην καταντήσουν γραφικοί,/ας σπεύσουν στην ηλιόλουστη πολιτεία./Οι νικητές θα εκμεταλλευτούν τη νίκη,/η λεία προς ανόρθωση ερειπίων.
Όπως επίσης, ο ποιητής προσφυώς δηλώνει: Τα πάθη δεν αποτελούν ασφαλή οδηγό, κι επειδή μας κατατρύχουν: ψευδαισθήσεις ανήθικων οραμάτων και πολλοί από το σινάφι μας υπηρέτες της τέχνης έπεσαν στη λακκούβα της προπαγάνδας, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν: νεκρικές πομπές με θρήνους και οιμωγές («Υμνητές», σελ 63) και στο τέλος:...επικράτησαν οι πολλά υποσχόμενοι,/οι αληθινοί δημεγέρτες, [...] με συνέπεια να ευτελιστούν οι θεσμοί («Αντιμαχί-ες», σελ. 64). Εμείς οι θιασώτες 114 ποιημάτων, ακολουθούμε πρόθυμα τον ηρωικώς η-χούντα λόγο: Εγώ, όμως, δεν το βάζω κάτω,/συνεχίζω τον αγώνα,/καίω τους αιρετικούς στη φω-τιά,/μπήγω το μαχαίρι στο κόκκαλο («Σωτήρας», σελ. 65).
Στάθηκα αρκετά στο ποίημα «Απογοήτευση» (σελ. 68), νοιώθοντας βαθιά μέσα μου τον καημό του ποιητή (ενσυναίσθηση) και ταυτίστηκα μαζί του. Παρομοίως ένοιωσα με τα ποιήματα «Συγχώρεση» (σελ. 112) και «Μελαγχολία» (σελ. 146), ενώ η «Μαγική πόλη» (σελ. 139) κυριολεκτικώς με μάγεψε και τον ακροτελεύτιο στίχο της απολύτως αποδέχο-μαι κι εύχομαι και για το δικό μου φθαρτό σαρκίο να ευτυχήσει τέτοιου μακάριου τέλους: Όταν βρεθείς στη μαγική πόλη,/αλλάζεις πορεία,/στοιβάζεσαι στο πλήθος,/λοξοδρομείς αδιάφορα στα στενά σοκάκια,/λούζεσαι ερωτικά παιγνίδια,/εξαντλημένος βυθίζεσαι στην αγκαλιά της Λαΐ-δας,/ρουφάς ηδονές ατέλειωτες, πέφτοντας σε κώμα./Τέτοια στιγμή ο θάνατος εύχεσαι να ’ναι ακα-ριαίος.
Ο Κ. Βασιλείου προσφέρει μια αληθή δωρεά 2.382 στίχων και καθιστά εμφανή τη δημιουργική παρουσία του στη σύγχρονη άποιη εποχή, ως έξοχος ποιητής. Οφείλει να συνεχίσει τη γραφή, τον εμπνευσμένο λόγο, ώστε να συντελέσει στο όνειρο και στην καλ-λιέργεια της ελπίδας για το καλύτερο σήμερα και αύριο, όσο κι αν η φλέβα του στοχαστή επιμένει ότι: Δεν υπάρχει φως,/παρά μικρή αχτίδα,/στο βωμό της ουτοπίας («Απελπισία, σελ. 142). Τελικά σε αυτής της ακριβής ουτοπίας τον βωμό θύουμε και αυτή μας δυναμώνει να συνεχίσουμε τον αγώνα!
Πηγή:https://www.vakxikon.gr