ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
Μπαρουτοκαπνισμένοι, έχοντας φάει τα νιάτα τους στα βουνά τα χρόνια της αντίστασης κατά της χούντας, βγήκαν από τα αμπέχονά τους όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ασέβεια της νεαράς υφυπουργού. Πέρασαν στην τρίτη ηλικία πια οι βετεράνοι πολεμιστές και το σάκχαρο πάει κι έρχεται χωρίς να το καταλάβεις. Και έτσι, η ωραία χώρα τις τελευταίες ημέρες παρακολούθησε ακόμη ένα επεισόδιο στην επιθεώρηση που γράφει στη μαρκίζα «Απ’ την αντίσταση στη μεταπολίτευση». Ο πολιτισμός είναι η βαριά μας βιομηχανία. Το γελοίο, η ακόμη βαρύτερη.
Αφορμή για τους νέους αγώνες, τώρα που βεβαιώθηκαν ότι δεν θα θρηνήσουν άλλους νεκρούς στην ΕΡΤ, υπήρξε η έκφραση «συλλογική ψυχασθένεια» που εκστόμισε η κ. Δόμνα Μιχαηλίδου. Πώς τόλμησε κορίτσι πράμα να μιλήσει έτσι για τους ηρωικούς αγώνες τους; Ο γέρων σοφός κούνησε πέρα δώθε την πολιά κεφαλή του και απεφάνθη ότι τότε εκείνη δεν είχε ακόμη γεννηθεί. Η Έλενα, το πιεσόμετρο των δημοκρατικών φρονημάτων, οργισμένη συνέγραψε ένα ακόμη πόνημα από όπου ξεχειλίζουν τα ευγενή αισθήματα και πάνω απ’ όλα η αγάπη για τους λαϊκούς αγωνιστές. «Όχι άλλο κάρβουνο!» φώναξε απελπισμένος κάποιος και προσπάθησαν να του εξηγήσουν ότι αυτό είναι από άλλο έργο και δεν ταιριάζει στην υπόθεση. Δεν ήθελε να ακούσει, και το βράδυ στην τραπεζαρία του οίκου ευγηρίας δεν τους άφηνε να φάνε.
Λοιπόν, για να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Η βεβήλωση του ιερού σκηνώματος της αντίστασης ξεκίνησε από κάποιο απόκρυφο κείμενο σε βιβλίο υπό τον τίτλο «Από πού κι ως πού όλοι οι αγώνες είναι δίκαιοι;». Το έργο το συνέγραψε ο μακαρίτης πλέον Σταύρος Τσακυράκης με τον Απόστολο Δοξιάδη, στον οποίον ανήκει και ο συλλογισμός ότι πολλοί δεν ξεπέρασαν τον καιρό εκείνο διότι δεν βρήκαν «κάτι αντίστοιχο σε ψυχική ένταση με τον πόθο να φύγει η χούντα». Ύποπτα πράγματα για κάθε ορθοφρονούντα δημοκράτη. Η Δόμνα Μιχαηλίδου αναπαρήγαγε τον συλλογισμό στην παρουσίαση του βιβλίου και διερωτήθηκε μήπως αυτή η στάση γέννησε ένα είδος συλλογικής ψυχασθένειας – το ερωτηματικό περιττεύει. Όμως το αίσθημα της αγανάκτησης ποτέ δεν περιττεύει. Είναι το απαραίτητο αξεσουάρ του αριστερού πουριτανισμού. «Μα τέτοιοι άνθρωποι θα μας κυβερνήσουν από δω και πέρα;»
Αφήνω όσα συνέβησαν στον οίκο ευγηρίας των αντιστασιακών κατά της χούντας για να σοβαρευτώ. Όσο μου το επιτρέπει το αίσθημα ευφορίας των ημερών. Υπήρξαν άνθρωποι οι οποίοι με προσωπικό κόστος αντιστάθηκαν κατά της δικτατορίας. Το κόστος που κατέβαλαν ήταν ακόμη βαρύτερο διότι έδρασαν στο μέσο ενός πληθυσμού ο οποίος, στην καλύτερη περίπτωση, αδιαφορούσε για την αντίσταση. Τη χούντα δεν την ανέτρεψε η αντίσταση ούτε τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Η μεταπολίτευση όμως, είτε με τις ενοχές της Δεξιάς είτε με τον καιροσκοπισμό της Αριστεράς, συμπεριφέρθηκε ωσάν η αντίσταση να οδήγησε στην αποκατάσταση της δημοκρατίας. Η ιδέα πουλήθηκε σαν φρέσκο κουλούρι και κυριάρχησε όχι μόνον στον Τύπο, όχι μόνον στην τηλεόραση, αλλά και στις σχολικές αίθουσες.
Και έτσι δημιουργήθηκε ο νέος πουριτανισμός. Ο τίτλος του «αντιστασιακού», με τον υπότιτλο «αριστερός», εξαφάνισε όλα τα υπόλοιπα κριτήρια αξιολόγησης της συμπεριφοράς, όπως η στοιχειώδης ευφυΐα, η καλλιέργεια, η εντιμότητα, η εργατικότητα. Ήταν σαν τις φούστες που κάλυπταν τον αστράγαλο στη Βικτωριανή εποχή. Οι αντιστασιακοί έπαιξαν τον ρόλο των ενάρετων της δημοκρατίας με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα. Τα ζήσαμε στη δεκαετία του ’80, τα ζήσαμε και στη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας. Η περιφορά του ιερού σκηνώματος της αντίστασης έφτανε για να θεραπεύσει πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν.
Δεν είμαι ψυχίατρος για να διαγνώσω αν το φαινόμενο είναι σύμπτωμα συλλογικής ψυχασθένειας. Υπάρχει όμως και η μεταφορική χρήση της γλώσσας που ο πουριτανισμός αγνοεί. Εγώ δεν μπορώ, από την άλλη, να αγνοήσω το κόστος που κατέβαλε η ελληνική κοινωνία στην εμμονική της αφοσίωση στο ιερό λείψανο της αντίστασης.
Πόσα οφείλει σε αυτού του τύπου τις εμμονές η αδυναμία μας να αποδεχθούμε τις διαστάσεις της πραγματικότητας; Κοινώς να παραδεχθούμε ότι οι στόχοι του 2019 δεν μπορεί να είναι ίδιοι με αυτούς του 1970;
Η τετραετία της συγκυβέρνησης εξάντλησε τα πολιτικά καύσιμα της μεταπολίτευσης. Σε αυτά δεν συγκαταλέγω τον σεβασμό σε όσους αντιστάθηκαν κατά της χούντας. Συγκαταλέγω όμως τον καθαγιασμό και τον αφηρωισμό της αντίστασης. Βέβαια, όπως η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, και στην Ελλάδα τίποτε δεν πεθαίνει. Η εξέγερση των συνειδήσεων που προκάλεσε η βεβήλωση του ιερού σκηνώματος των αντιστασιακών θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη ότι υπάρχει μετά θάνατον ζωή.
Πηγή:https://www.kathimerini.gr