Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΄60!

Πηγή: https://chistospanteleou.blogspot.com


Πάντα οι εκλογές έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον ανεξαρτήτου χρόνου και προσώπων. Πολλές εκλογικές πρακτικές αλλά και τακτικές παραμένουν αναλλοίωτες στο διάβα του χρόνου.

Η Δεξαμενή η γειτονιά μου, μαζί με τον Συνοικισμό ήταν κάτι σαν φαβέλες των μεγάλων πόλεων. Όλη η φτωχολογιά είχε βρει καταφύγιο σε αυτές τις υποβαθμισμένες περιοχές. Το ρέμα του Αγίου Φανουρίου τις χώριζε από το υπόλοιπο Λουτράκι. Όταν κατεβαίναμε στην παραλία εμείς τα μικρά παιδιά νιώθαμε τόσο άβολα και μοιάζαμε με τ΄ αγρίμια σε σαλόνι. Ήμασταν μαθημένοι στο χώμα, ξυπόλητοι πολλές φορές, μονίμως λερωμένοι και τις πιο πολλές φορές με μια φέτα ψωμί στο χέρι. Καμιά φορά το βρέχαμε και βάζαμε λίγη ζάχαρη. Όλη μέρα στο παιγνίδι που πάντα κατέληγε σε καυγά. Παρ΄ όλα αυτά αν καμιά γειτόνισσα μας έστελνε στο μπακάλη ή στο φούρνο που ήταν αρκετά μακριά δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθούμε. Ο σεβασμός προς τους μεγαλύτερους ήταν δεδομένος από το σπίτι και την ανατροφή μας. Όσο αλήτες και να ήμασταν όταν μας έλεγαν κάτι ήταν διαταγή που εκτελούνταν χωρίς περιστροφές και αναβολές. Δεν υπήρχε.
- Θα πάω αργότερα γιατί τώρα παίζω!
Τα βράδια έπεφτε πυκνό σκοτάδι αφού δεν υπήρχαν κολώνες της ΔΕΗ με λάμπες για να φωτίζουν τους τρεις καρόδρομους που οδηγούσαν ο ένας στο πάρκο [σημερινή οδός Χατζοπούλου] ο μεσαίος στη Δεξαμενή που τροφοδοτούσε όλο το Λουτράκι με νερό, εξ΄ ου και το όνομα της γειτονιάς και ο τρίτος που πήγαινε προς το μοναστήρι της Αγίας Αναστάσεως. Μαζευόμασταν νωρίς στα σπίτια μας αποκαμωμένοι από το πολύ τρέξιμο, κυνηγητό και το ποδόσφαιρο. Ανταλλάσανε επισκέψεις οι γονείς μας και έτσι κάθε φορά βρισκόμασταν σε διαφορετικό σπίτι τα βράδια. Είχαμε αναπτύξει οι γείτονες μια οικειότητα που μεταφραζόταν ισχυρότερη από συγγένεια. Μπορεί να μην είχαμε ανέσεις και πολυτέλεια αλλά αυτή η αγνή και άδολη μεταξύ μας αγάπη τα έκανε να μας φαντάζουν ασήμαντα έως περιττά και να μη μας απασχολούν.
Περιττό να τονίσω πως άνθρωπο με γραβάτα να περνά το ρέμα είδα πρώτη φορά και ένιωσα μια περηφάνια όταν μου απηύθυνε το λόγο.
Ήμασταν με τη Μαρίκα, μια γειτονοπούλα και παίζαμε έξω από το σπίτι της.
-Πως σε λένε; Μ ερώτησε.
-Χρήστο! Του λέω γεμάτος χαρά και καμάρι.
- Που είναι η μαμά; Με ξαναρώτησε.
-Σπίτι! Του αποκρίνομαι.
-Τη θέλουμε! [Ήταν δυο] Δεν πας να τη φωνάξεις;
Άλλο που δεν ήθελα. Κάνω μεταβολή και τρέχω στο σπίτι να φωνάξω τη μάνα μου.
-Μαμά! Ένας θείος μας σε θέλει. Έλα, της λέω και τραβώ το χέρι της.
Φτάσαμε εκεί που ήταν οι δυο άγνωστοι ξένοι. Ήταν και η μαμά της Μαρίκας.
-Άντε πηγαίνετε να παίξετε! Μας απομάκρυναν διακριτικά οι μανάδες μας.
Μίλησαν αρκετή ώρα και στο τέλος έφυγαν προς απογοήτευσή μας δεν μας χαιρέτησαν εμάς τα μικρά.
Γεμάτος λαχτάρα και αγωνία τρέχω στη μάνα μου και της κουνάω τη φούστα.
-Μαμά θείος μας είναι; Τη ρωτάω.
-Όχι! Μου απαντά.
Έφυγε η γη κάτω από τα πόδια μου. Ένας τόσο καθαρός, καλοντυμένος με γραβάτα και καλοσυνάτος άνθρωπος και να μην είναι θείος μας; Πλήρη κατάρρευση.
Έλα όμως που αν και μικρός με έτρωγε η περιέργεια; Ήθελα σώνει και καλά να μάθω ποιος ήταν και τι ήθελε.
Από μικρός καταλάβαινα το ύφος της μάνας μου όταν ήθελε κάτι να κρύψει. Σου έλεγε μέχρι εκεί που ήθελε να μάθεις, τίποτα πάρα πέρα. Είναι βλέπετε το ίδιον των αριστερών. Το έχουν καλλιεργήσει σε μεγάλο βαθμό.
Με τις επίμονες πιέσεις και εμμονές μου εκμυστηρεύτηκε ότι.
Της έδωσε 50 δρχ. για να τον ψηφίσει μαζί με τον πατέρα μου στις επικείμενες δημοτικές εκλογές. Δεν έμεινα ικανοποιημένος και ζήτησα να μάθω το όνομά του. Ήξερε πως δεν θα ησύχαζα αν δεν μου το έλεγε και από τα πολλά μου το είπε.
-Σκούπα! Τον βρίζουνε μου λέει. 
Μου καρφώθηκε η λέξη και δεν θα μου φύγει από το μυαλό παρά με το θάνατό μου.
-Θα τον ψηφίσεις; Επέμενα.
-Άσε με δεν ξέρω μέχρι τότε τι θα κάνω!
-Ναι αλλά τα λεφτά τα πήρες! Γιατί τον κορόιδεψες;
-Άντε να παίξεις με τη Μαρίκα! Με παρότρυνε…
Λέτε να υπάρχουν τέτοιες εκατέρωθεν συμπεριφορές και σήμερα;
Μπαααα!