Η κοινωνία κραυγάζει για όλα αυτά που βλέπει να πηγαίνουν στραβά, μόνο που η αγωνία της μένει μετέωρη και χτυπά στα κλειστά αυτιά του πολιτικού συστήματος
Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Εάν κανείς κοιτούσε τους ανθρώπους, πίσω από την ψευδαίσθηση ανεμελιάς του καλοκαιριού, θα έβλεπε μια απελπισία βουβή.
Η σκιά από τα Τέμπη παραμένει βαριά, το ίδιο και ο προκλητικός τρόπος που τελικά κανένας δεν ανέλαβε την ευθύνη διευρύνοντας τον κύκλο της ατιμωρησίας. Την ίδια ατιμωρησία που αποφάσισε επί της ουσίας η κυβέρνηση και για το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Το κόστος ζωής εκτινάσσεται, ιδίως σε πλευρές του όπως η στέγαση, και οι εργαζόμενοι βλέπουν μεν τις ονομαστικές αποδοχές τους να αυξάνονται αλλά στην πράξη να εξελίσσονται σε νεόπτωχους και το πραγματικό τους βιοτικό επίπεδο – όχι οι «δείκτες» που επιλεκτικά διαλέγουν ο Κώστας Χατζηδάκης και ο Άκης Σκέρτσος – να υποχωρεί, γιατί κανένας δεν τολμά ούτε καν να ψιθυρίσει τη λέξη «αναδιανομή εισοδήματος».
Το ενδεχόμενο οποιασδήποτε περαιτέρω γεωπολιτικής επιδείνωσης, που, εκτός των άλλων, θα σήμαινε και νέα αύξηση του κόστους ενέργειας δημιουργεί πανικό στους πολίτες.
Η κλιματική καταστροφή είναι ήδη εδώ και η απάντηση της κυβέρνησης είναι περίπου «πάρτε τα μέτρα σας ατομικά», αφού την επικαλείται όχι ως λόγο για να πάρει μέτρα, αλλά ως το βασικό άλλοθι για να δώσει συγχωροχάρτι στον εαυτό της.
Το ΕΣΥ καταρρέει σε πραγματικό χρόνο μπροστά στα μάτια μας και ο υπουργός Υγείας συστήνει στους πολίτες να αποφεύγουν τα εμφράγματα τα σαββατοκύριακα όταν δεν τους ζητά το «νόμιμο φακελάκι» εάν θέλουν κάποτε όντως να καταφέρουν να χειρουργηθούν.
Αναπόσπαστο κομμάτι της εικόνας που γεννά απελπισία οι υπουργοί που μπορούν τη μία μέρα να γλεντοκοπούν την ώρα που καίγεται η εκλογική τους περιφέρεια και την επόμενη να χαμογελούν στη σύσκεψη με τον πρωθυπουργό που αντί να τους στείλει στο σπίτι τους, τους προσφέρει απλόχερη υποστήριξη.
Όλα αυτά η κοινωνία τα βλέπει και γι’ αυτό εξοργίζεται. Στην πραγματικότητα, η αποδόμηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και του συστήματος άσκησης εξουσίας που προσπάθησε να οικοδομήσει υπό τον έως και παραπλανητικό τίτλο «επιτελικό κράτος», το ξεθώριασμα της εικόνας του «σύγχρονου» και «αποτελεσματικού» πολιτικού έχουν ήδη αρχίσει στα μάτια της κοινωνίας.
Το 41% του 2023 είναι εικόνα από το παρελθόν που όλοι ξέρουν ότι δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Και σίγουρα δεν θα το καλύψει η προαναγγελθείσα «στροφή προς τα δεξιά» (που, εκτός των άλλων, αποδεικνύει ότι η προώθηση μέτρων όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών δεν ήταν έκφραση αυθεντικού προοδευτισμού, αλλά προσπάθεια να εξασφαλιστεί ότι η Κομισιόν θα έκανε θετική έκθεση για το Κράτος Δικαίου – που ούτε καν αυτό δεν έγινε ακριβώς στο τέλος).
Γιατί η κοινωνία όντως θέλει «κανονικότητα», δηλαδή σταθερή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, περισσότερες δυνατότητες για τη νεολαία, ανάπτυξη με προοπτική, δημόσια παιδεία και υγεία και ένα κράτος που να είναι στο πλευρό του πολίτη και όχι να τον εγκαλεί διαρκώς γιατί δεν ανέλαβε την «ατομική του ευθύνη».
Και όλα αυτά δεν τα προσφέρει πια ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Και γι’ αυτό η κοινωνία φωνάζει, όταν και όποτε μπορεί να βρει την ευκαιρία. Μόνο που αυτή την κραυγή κανένας δεν την εκπροσωπεί.
Γιατί την ίδια στιγμή η αντιπολίτευση αποδεικνύει ότι πάντα υπάρχει τρόπος να τα πάει χειρότερα και να πέσει ακόμη πιο χαμηλά.
Αντί να σφυροκοπά την κυβέρνηση, προτείνοντας πολιτικές που να δίνουν διέξοδο στην αγωνία της κοινωνίας, αυτό που προσφέρει είναι εσωστρέφεια, συνεχείς καυγάδες για οποιοδήποτε θέμα και μια εντυπωσιακή παρέλαση φιλοδοξιών που αναρωτιέται κανείς από πού αντλούν την νομιμοποίησή τους.
Στον ΣΥΡΙΖΑ ανταλλάσσουν κείμενα στο ύφος «87 εσείς; 870 εμείς!», ο Πολάκης θέλει να πάει τη Λινού στον Εισαγγελέα και αυτή να τον πάει στα δικαστήρια και ανεπισήμως έχει κηρυχθεί διαδικασία εκλογής νέας ηγεσίας παρότι τυπικά ο Κασσελάκης δηλώνει ότι «το κόμμα είναι αυτός».
Συχνά παίζουν και το εδώ Παππάς, εκεί Παππάς πού είναι (και δίπλα σε ποιον θα στοιχηθεί αυτή τη φορά) ο Παππάς, παιχνίδι για το οποίο η τσόχα στρώθηκε ήδη από την εποχή Τσίπρα και κανείς όχι μόνο δεν τόλμησε να τη σκίσει μέχρι σήμερα, αλλά συνεχίζουν να ποντάρουν την τύχη του ΣΥΡΙΖΑ. Μια τύχη άτυχη που πια δεν την ορίζουν, διαλύονται σε slow motion. Τακτικτιστές, καιροσκόποι, και η ομάδα των άβουλων και μοιραίων, προσφέρουν μόνο θέαμα στην κοινωνία, που όμως πλέον δεν έχει χρόνο για όλο αυτό, γελοιοποιούνται και υπονομεύουν την Αριστερά.
Την ίδια ώρα το ΠΑΣΟΚ αποδεικνύει τη μοναδική του ικανότητα να παράγει επίδοξους ηγέτες και ασχολείται κυρίως με την εσωκομματική μάχη, χωρίς να λείπουν στιγμές αυτοκανιβαλισμού, αφήνοντας και αυτό την κυβέρνηση στην… ησυχία της.
Όσο για τους θεσμούς της «κοινωνίας των πολιτών» και αυτοί είναι σε κρίση. Ο κύριος όγκος του συνδικαλιστικού κινήματος σήμερα δείχνει να ασχολείται απλώς με τη διατήρηση των «συσχετισμών» και σε κανένα βαθμό δεν είναι το αποκούμπι του εργαζόμενου, ενώ άλλα κοινωνικά κινήματα και πρωτοβουλίες ακόμη και όταν είναι ενεργά ανακαλύπτουν οδυνηρά ότι με την αντιπολίτευση να είναι σε διάλυση δεν μπορούν να έχουν τον αναγκαίο πολιτικό αντίκτυπο.
Όλο αυτό είναι ένα τοπίο βαθιά κρίσης. Η χώρα βρίσκεται στην καθοδική φάση ενός ολόκληρου ιστορικού κύκλου. Και όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις η κατηφόρα παρασέρνει το σύνολο του πολιτικού σκηνικού και όχι απλώς τον έναν ή τον άλλο πόλο.
Ακόμη περισσότερο: η καθοδική πορεία αυτή δεν αφορά απλώς την πολιτική ή τη διακυβέρνηση, αφορά και την οικονομική ανάπτυξη όπου καταρρέει ο μύθος ότι ανάπτυξη σημαίνει τουρισμός, real estate και «εξυπηρέτηση επενδυτών», αφορά ακόμη και τη δημόσια σφαίρα και το πώς τοποθετούνται οι κάθε λογής «διαμορφωτές τα κοινής γνώμης».
Προφανώς και υπάρχει η άλλη όψη της κοινωνίας. Αυτή που αφορά τους ανθρώπους που αγανακτούν και εντοπίζουν τα κακώς κείμενα. Αυτή που αφορά το έργο και στην έρευνα που παράγεται στο δημόσιο πανεπιστήμιο (αυτό που η κυβέρνηση θέλει να παραγκωνίσει προς όφελος των ιδιωτικών «σουπερμάρκετ πτυχίων»). Αυτή που αφορά τον ηρωικό αγώνα των υγειονομικών στο ΕΣΥ. Αυτή που αφορά τη νεολαία και διαρκώς εξεγείρεται και έχει πολλούς λόγους να το κάνει. Αυτή που αφορά την επιχειρηματικότητα που δεν αναζητά αρπαχτές, ούτε θέλει να καταβροχθίσει κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά επενδύει στις νέες τεχνολογίες. Αυτή που αφορά τη δημοσιογραφία που όταν κάνει τη δουλειά της αναγκάζεται να καλύψει το κενό που αφήνει η εθελοδουλία απέναντι στην εξουσία άλλων θεσμών. Αυτή που αφορά τα μεγάλα επιτεύγματα στον αθλητισμό και στον πολιτισμό.
Μόνο που όσο και εάν βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα στις δυο όψεις της κοινωνίας, όσο και εάν γίνεται όλο και πιο μεγάλη η αντίφαση ανάμεσα σε αυτό που συμβαίνει στη χώρα και αυτό που θα μπορούσε να πετύχει, τα πράγματα δεν θα μπορέσουν να αλλάξουν, εάν δεν πάρει πραγματικό σχήμα η εναλλακτική και εάν δεν αποκτήσει τη μορφή και το περιεχόμενο πολιτικού σχεδίου. Κάτι που μοιάζει, προς το παρόν μακρινό, την ώρα που είναι παραπάνω από αναγκαίο.
Πηγή: https://www.in.gr