“Το πένθος δεν έφυγε, αποκοιμήθηκε” – Η συγκλονιστική μαρτυρία επιβάτη του “Εξπρές Σάμινα” 20 χρόνια μετά τη ναυτική τραγωδία
Το ημερολόγιο γράφει 26 Σεπτεμβρίου του 2000 και ώρα 22:12, όταν σημειώθηκε μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες στην Ελλάδα. Το «Εξπρές Σάμινα» προσεγγίζει τον λιμένα της Παροικιάς, με ανέμους 8 μποφόρ. Δύο μίλια ανοικτά της Πάρου προσκρούει με ταχύτητα 18 κόμβων στις νησίδες «Πόρτες», με συνέπεια το πλοίο να υποστεί ρήγμα στα δεξιά ύφαλά του, μήκους περίπου τριών μέτρων, στη βάση του δεξιού πτερυγίου ευσταθείας.Ο χρόνος σταματάει, οι στιγμές που ακολουθούν είναι δραματικές. Οι επιβάτες είναι επί ώρες μέσα στη θάλασσα. Ο απολογισμός τραγικός 81 άνθρωποι πνίγηκαν στα αγριεμένα νερά της Πάρου..
Η Μαρία Βασιλάκη είναι μία από τους διασωθέντες επιβάτες του “Σάμινα” και 20 χρόνια μετά τη ναυτική τραγωδία και με αφορμή τα Τέμπη προχώρησε σε μια κατάθεση ψυχής στην Καθημερινή, περιγράφοντας όλες τις δραματικές στιγμές που βίωσε το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου, αλλά και τα τραύματα που της άφησε και χρειάστηκαν χρόνια για να καταφέρει να τα επουλώσει.
Η συγκλονιστική μαρτυρία
«Κοίταξέ με στα μάτια! Το πλοίο βυθίζεται! Πρέπει αυτήν τη στιγμή να πέσεις στη θάλασσα για να σωθείς», φωνάζει ένας μεσήλικος ναυτικός από τη Σάμο, ο Γιώργος Σκρίνος, σ’ ένα νεαρό κορίτσι που βλέπει για πρώτη φορά μπροστά του. Είναι η 19χρονη φοιτήτρια Ψυχολογίας στη Θεσσαλονίκη, Μαρία Βασιλάκη, που επιστρέφει στο πατρικό της στη Νάξο με το «Εξπρές Σάμινα», όταν ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος, έκλεισαν τα φώτα και βρέθηκαν όλοι στον απόλυτο πανικό. Φορώντας ακόμη στην πλάτη το σακίδιο με όλα τα βιβλία της σχολής, δέχεται ένα ακόμη απρόσμενο δώρο από τον Σκρίνο. Της φοράει πάνω από την τσάντα ένα περισσευούμενο σωσίβιο. Το καράβι έχει πάρει κλίση, γλιστράνε στο κατάστρωμα μέχρι τα κάγκελα και τη σπρώχνει στη θάλασσα. Το σακίδιό της γαντζώνεται στα σίδερα αλλά εκείνος καταφέρνει να ρίξει μέσα τη φοιτήτρια και να πέσει και αυτός. Yστερα χάνονται μέσα στη θαλασσοταραχή.
Η Βασιλάκη κρατιέται στην επιφάνεια για 3-4 ώρες αλλά δεν έχει ανάψει χειροκίνητα το φωτάκι του σωσιβίου και μέσα στα 9 μποφόρ δεν τη βλέπει και δεν την ακούει κανείς. Είδε το καράβι να πηγαίνει στον βυθό και ύστερα πολλά καΐκια που μάζευαν κόσμο. Περνάει δίπλα της ένα άλλο μικρό φωτάκι μέσα στο έρεβος. Είναι ένας άνθρωπος που έχει πεθάνει. Και ύστερα άλλη μια «φωτίτσα» σαν καντηλάκι. Δύο άνδρες και μία γυναίκα, ζωντανοί, με ένα σωσίβιο και οι τρεις, προσπαθούν να σωθούν. Κάποια ώρα αργότερα, έπειτα από αγωνιώδεις προσπάθειες ενάντια στα γιγαντιαία κύματα, ένα ιστιοφόρο με καπετάνιο τον Σταύρο Αρέλη τούς περισυλλέγει. Το όνομά της είναι από τα πρώτα στη λίστα των διασωθέντων. Και από την ανοιχτή τσάντα που φοράει ακόμη στους ώμους έχουν σκορπιστεί όλα στη θάλασσα, εκτός από μια μικροσκοπική εικονίτσα του Αγίου Νεκταρίου που της είχε δώσει η γιαγιά της. Τον επτάχρονο σήμερα γιο της τον λένε Νεκτάριο.
“Άλλοι από το “Σάμινα” δεν άντεχαν ούτε να πλυθούν για μήνες, δεν άντεχαν την αίσθηση του νερού”
«Είναι απίστευτο ότι με κοίταξε κατάματα ο θάνατος εκείνο το βράδυ αλλά η τύχη με γλίτωσε. Ακόμη όμως και αν σωθείς, συγκλονίζεσαι και πενθείς με όλους όσοι έχουν χάσει τους δικούς τους, είσαι απολύτως συντονισμένος για καιρό», εξομολογείται στην «Κ». «Μετά το ναυάγιο έπαθα μετατραυματικό στρες. Το πρώτο εξάμηνο έκανα σαν μην τρέχει τίποτε. Έλεγα ότι επέστρεψα στην κανονικότητά μου και μπορώ να ελέγξω τα πάντα. Μετά άρχισα να έχω εφιάλτες ότι είμαι στο πλοίο, ότι είναι μέσα και οι δικοί μου και θα πνιγούμε. Δεν μπορούσα να μείνω σε κλειστό χώρο, ήθελα να είμαι συνεχώς έξω και με κόσμο. 'Αλλοι από το “Σάμινα” δεν άντεχαν ούτε να πλυθούν για μήνες, δεν άντεχαν την αίσθηση του νερού. Ας μη μιλήσουμε για κολύμπι. Ευτυχώς με γλίτωσε το ότι ως φοιτήτρια Ψυχολογίας είχα στοιχειώδεις γνώσεις για το τι περνούν οι άνθρωποι που έχουν ζήσει κάτι τέτοιο, αλλιώς πιστεύω ότι θα είχα τρελαθεί. Υστερα βίωσα μια μεγάλη κατάθλιψη, ανέπτυξα διάφορες φοβίες. Δεν άντεχα να ακούω λέξη για το πλοίο. Θυμάμαι ότι επέστρεψα στη σχολή και από συμφοιτήτρια είχα γίνει “Η Μαρία που κόντεψε να πνιγεί στο Σάμινα”».
Όπως παραδέχεται, το πιο δύσκολο για εκείνη ήταν ότι έπρεπε να ξαναμπεί σε πλοίο, αφού έμενε στη Νάξο. Και μέχρι και σήμερα, όταν έχει κακοκαιρία και βρίσκεται, εν πλω την κυριεύει ο φόβος ότι θα βουλιάξουν.
“Μου πήρε πάρα πολλά χρόνια, τουλάχιστον δεκαετία, για να πω ότι το πένθος αποκοιμήθηκε. Δεν έφυγε, απλώς είναι μέσα μου και μπορεί να ξυπνήσει ανά πάσα στιγμή. Λόγω δουλειάς εκπαίδευσα τον εαυτό μου να συμβιώνει με τα τραύματα. 'Οταν όμως είναι νωπά, αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο”, συμπληρώνει.
«Ως ψυχολόγος αλλά και επιζήσασα νιώθω τον αβάσταχτο πόνο των συγγενών των νεκρών τότε και σήμερα. Ο πατέρας μου με περίμενε στο λιμάνι της Πάρου και μέχρι να ακούσει το όνομά μου στους διασωθέντες ήταν έτοιμος να βουτήξει στη θάλασσα να πνιγεί και αυτός. Οι γονείς, τα αδέλφια, οι σύντροφοι των χαμένων δεν το ξεπερνούν ποτέ. Είναι ένας Γολγοθάς που ξεκινάει μετά την τραγωδία. Ξέρετε, στην επέτειο του “Σάμινα” το γιορτάζω σαν να έχω γενέθλια κάθε χρόνο. Νιώθω απεριόριστη ευγνωμοσύνη. Και κάτι ακόμη. Το τραύμα από τα Τέμπη, το “Σάμινα”, το Μάτι, δεν είναι μόνο προσωπικό και συλλογικό. Περνάει στον κόσμο, στην κοινωνία. Περνάει όμως και σε όλους τους επαγγελματίες που καλούνται να χειριστούν τις πρώτες ώρες μια τραγωδία: διασώστες, γιατροί, νοσηλευτές, πυροσβέστες, ρεπόρτερ. Θέλουν και αυτοί βοήθεια. Και τον θαυμασμό και τις ευχαριστίες μας», δηλώνει μεταξύ άλλων.
Δημοσιεύθηκε στην kathimerini.gr
Πηγή: https://www.infowoman.gr/alithines-istories/to-penthos-den-efyge-apokoimithike-i-sygklonistiki-martyria-epivati-tou-ekspres-samina-20-chronia-meta-ti-naftiki-tragodia/#google_vignette