Βλέφαρα του Φλεβάρη
κινούνται κι ανασαλεύουν
βάρη τεράστια βάρη
που την ματιά φορτώνουν
Χάνονται μέσα σ’ άγριες εικόνες τα όνειρά μας
τα χείλια μας ενώνονταν κάποτε φανερά
Τώρα έμεινε για μας μονάχα η σκιά μας
κι ένα ασημένιο μενταγιόν να το φοράς κρυφά
Αν όμορφες στα μάτια σου φάνταζαν οι κραυγές μου
και αν μες στο κόκκινο του αίματος βούλιαζαν τα αυτιά
την μπόχα αν χέρια αγγίζανε από καμένη σάρκα
το μοβ άρωμα αν γεύτηκες στον ήχο του φωτός
αν μπέρδεψες την γεύση και την όραση με την αφή
και με το άρωμά σου έφτιαξες πολύχρωμη φωνή
τώρα μυρίζεις γεύεσαι κοιτάς μα δεν αγγίζεις
τα χρώματα που βγήκανε από ζεστό λαρύγγι
αφήνοντας στο στόμα σου να καίει μια μυρωδιά
που άλλοτε ποτέ δεν είχες ξαναγγίξει
Και κάθε που μεσάνυχτα είναι ακούγεται η φωνή σου
«Δεν έχω χέρια να μου χαϊδέψουν το πρόσωπο»
Θάνος Ανεστόπουλος (3 Φεβρουαρίου 1967 – Σεπτεμβρίου 2016)