Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021

ΧΙΜΑΙΡΟΚΥΝΗΓΟΙ!

Γράφει η Χαρά Κουλοπούλου

Περπάτησε. Πολύ. Ούτε που θυμόταν πώς. Σχεδόν μηχανικά το ένα βήμα διαδεχόταν το άλλο. Ο προορισμός ο συνηθισμένος. Σχεδόν ιεροτελεστικά έφτασε εκεί. Σε μια διαδρομή κάτι σαν κάθαρση. Απλά προχωρούσε, οπότε ήταν ελεύθερη να αξιοποιήσει το μυαλό της όπως εκείνη ήθελε. Οι σκέψεις της ξεχύθηκαν απότομα και κυριαρχικά. Τα κύματα, η θάλασσα λειτουργούσαν ευεργετικά σε αυτό το παραλήρημα που την κυρίευε. Τα κύματα πάντα της θύμιζαν τη συνέχεια. Το ένα ακολουθούσε το άλλο ασταμάτητα, πότε μεγάλα, πότε μικρά, πότε ήρεμα· μα πάντα σε κίνηση. Της θύμιζαν πως η ζωή δε σταματά, συνεχίζει… συνεχίζει. Δε σε περιμένει, δε σταματά για σένα, για τον χρόνο που θες, για την παύση που χρειάζεσαι.
Και έτσι πρέπει. Ίσως αυτό σε ωθεί και σένα να συνεχίσεις. Αν σταματούσαν όλα μαζί σου, αυτό το πάγωμα θα σου υποδείκνυε ότι δεν υπάρχει νόημα, θα διογκώνονταν όσα νιώθεις μέσα σου γιατί μόνο αυτά θα υπήρχαν, θα σε κυρίευαν, δε θα κινείτο κάτι άλλο παρά μόνο όσα τρέφονταν από εσένα. Έβλεπε τα κύματα να αγγίζουν τόσο δυνατά την ακροθαλασσιά, σχεδόν με κρότο, και γρήγορα να χάνονται. Όλη αυτή η ορμητικότητα φτάνει στο τέλος της, ξεθυμαίνει και γίνεται ένα με το όλο, σκέφτηκε. Μετά την τρικυμία ακολουθεί γαλήνη –εξωτερική και εσωτερική. Ίσως αυτή είναι η ελπίδα που μας κρατά. Πως η ζωή πάντα βρίσκει τρόπο. Πως η ζωή συνεχίζεται. Και για να κουβαλήσει το φορτίο αυτό, της τρικυμίας, της γαλήνης, του κύκλου της ζωής, έψαχνε να βρει το νόημα. Ένα κίνητρο να τη λυτρώσει. Γιατί οι μέρες τής έμοιαζαν βασανιστικές.
Ζούμε στην εποχή της αναμονής, αυτό ένιωθε. Το τώρα είναι απλά μια ψευδαίσθηση που προσπερνάμε βιαστικά και επιπολαία, που καταναλώνεται αβίαστα και το θυσιάζουμε στο βωμό του μέλλοντος· ενίοτε του παρελθόντος. Οι στιγμές διαδέχονται η μια την άλλη απαράλλαχτες, μια ρουτίνα με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού. Ζούμε στην εποχή που το νόημα έχει χαθεί. Το κίνητρο για ζωή. Για πραγματική ζωή. Όχι αυτήν που ορίζεται από την ομαλότητα των αναπνοών μας, αλλά αυτήν που καθρεφτίζεται στη λάμψη των ματιών, στο χτύπο της ψυχής. Η αξία της στιγμής, η αξία της ζωής έχει παρακμάσει. Βιαστικά ολοκληρώνουμε τις οποιεσδήποτε δραστηριότητές μας για να κλείσει ο κύκλος της σημερινής μέρας, να σβηστεί από τα ημερολόγια και με κενά βλέμματα να κοιτάξουμε τις μέρες που υπολείπονται. Και περιμένουμε να σχολάσουμε για να ζήσουμε. Να πάρουμε το πτυχίο για να ονειρευτούμε. Να πάρουμε το αυτοκίνητο για να νιώσουμε αυτοπεποίθηση. Να κάνουμε το παιδί για να νιώσουμε πλήρεις. Να φτάσουν οι διακοπές για να χαρούμε. Πάντα κάτι να λείπει, πάντα σε κάτι να στοχεύουμε.
Είχε διαβάσει για τη Μόσχα τριών αδερφών, την ιδανική αυτή συνθήκη που εμμονικά διατρέχει το μυαλό και τη ζωή μας και πιστεύουμε θα μας βγάλει από τη δυστυχία μας. Κι είχε ακούσει για τη μεγάλη χίμαιρα. Και μόνο η λέξη της προξενούσε δέος, ήταν κάτι μεγαλοδύναμο. Ποιο ήταν το δικό της άπιαστο όνειρο που κυνηγά μια ζωή; Η πολυπόθητη Μόσχα, η μεγάλη χίμαιρα που κυνηγά; Ποιο είναι το άπιαστο όνειρο των ανθρώπων; Τα χρήματα, η δόξα, μια καλή ζωή, μια όμορφη οικογένεια; Η ανακάλυψη του νοήματος;
˷ ˷

Κάθισε πάλι στο ίδιο παγκάκι. Οι συνήθειες δύσκολα χάνονται. Περιέχουν μια αίσθηση ασφάλειας που έχουμε τόση ανάγκη. Κάθισε αναπαυτικά και πήρε μια βαθιά ανάσα, από αυτές που κουβαλούν όλες τις έγνοιες της ζωής. Είχε ασπρίσει πια· πάντα το έξω μας να προδίδει τα χρόνια μας πάνω στη γη. Τα χαρακτηριστικά του αδρά σχεδόν επίτηδες έντονα σμιλευμένα για να προσδώσουν κάτι το μοναδικό στην όψη του. Έμοιαζε κουρασμένος, μα δεν ήταν από τα χρόνια που τον βάραιναν, από τα βάσανα που τον πλήγωσαν. Δεν ήταν από τα βιωμένα στοιχεία του, μα από τα αβίωτα. Υπήρχε μια παράξενη μελαγχολία στο βλέμμα του. Ιδιαίτερα σε εκείνο που δεν κατέληγε σε συγκεκριμένο αποδέκτη μα σε εκείνο που πλανιόταν στο ατελείωτο του ορίζοντα. Υπήρχε και μια λάμψη, από εκείνες που προμήνυαν ένα φως που καίει ακόμα μέσα στην ψυχή, παρότι ο αέρας παραμόνευε να το σβήσει με απληστία. Δούλεψε στη ζωή του, πολύ. Έβγαλε χρήματα, έφερε σε πέρας τις υποχρεώσεις, τις ευθύνες του. Όλα σε τάξη και αρμονία, μα φουρτούνα μέσα του. Όλα τα πρέπει του τα σήκωσε αγόγγυστα. Του δώσανε έτοιμη ζωή και κινήθηκε πάνω στη διαδρομή που του φτιάξανε. Το καθήκον, η αποστολή, μαρτυρικές λέξεις που τον καθόρισαν. Ήταν όλα τόσο καλά φτιαγμένα που σχεδόν τρύπωσαν στο ασυνείδητό του σαν δικές του επιλογές και επιθυμίες. Και να που τώρα όλη η ζωή του, η καλά πλασμένη και εκτελεσμένη, φάνταζε πιο ανεπιτυχής από ποτέ. Παρότι είχε διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και όλα υποδείκνυαν το αίσιο τέλος, εκείνος πάντα προσπαθούσε κι άλλο χωρίς να ξέρει τι του φταίει, χωρίς να ξέρει τι κυνηγά. Και πάντα σε εκείνο το παγκάκι εναπόθετε όλο το ανικανοποίητο της ζωής του. Σαν σε εξομολόγηση εσωτερική στρεφόταν στον εαυτό του και του μαρτυρούσε όλα τα όνειρα που έθαψε, όλους του πόθους που γιγαντώνονταν μέσα του με τα χρόνια, όλα εκείνα τα «αν» που τον σημάδευαν περισσότερο από τις πληγές του τώρα του. Όλα τα χρόνια του προσέγγιζε μια προδιαγεγραμμένη πορεία και ευτυχία. Και όσο την έφτανε, τόσο απομακρυνόταν από την πραγματική ευτυχία που αποζητούσαν τα σπλάχνα του. Ενώ όλα στη ζωή του ήταν σε τάξη, μέσα του κάτι κυνηγούσε, κάτι που έλειπε από τη ζωή του. Αυτό το άπιαστο. Γι’ αυτό δεν μπόρεσε να ζήσει ευτυχισμένος.
˷ ˷

Σε αυτό τον κόσμο, ο καθένας προβάλλει το ιδεαλιστικά πλασμένο πεπρωμένο του. Οι εξιδανικευμένες Ιθάκες, οι Μόσχες που νομίζουμε ότι θα μας σώσουν από την πεζή ζωή μας, ότι θα μας απαλλάξουν από τα βάσανα και υπόσχονται να νοηματοδοτήσουν το σύντομο πέρασμά μας στον κόσμο.
Η ρουτίνα, η ζοφερή πραγματικότητα του αέναα απαράλλαχτου, η έλλειψη πραγματικής ελευθερίας να διαμορφώσουμε τη ζωή μας όπως τη θέλουμε, η αποτυχία πραγματοποίησης των ονείρων και του ιδανικού εαυτού δημιουργούν ονειροφαντασίες. Προσπαθούμε να πιαστούμε από μια σανίδα σωτήριας που θα μας οδηγήσει στον πολυπόθητο προορισμό. Έχουμε ανάγκη να πιστέψουμε ότι υπάρχει σωτηρία και κάνουμε στόχο της ζωής μας να φέρουμε σε πέρας αυτή την αποστολή. Κι όσο δε φτάνουμε αυτό το επίπλαστο όνειρο τόσο βυθιζόμαστε ακόμα περισσότερο.
Χιμαιροκυνηγοί. Αυτό είμαστε. Ένα πελώριο τέρας ξεπροβάλλει και το κυνηγάμε. Εμείς το γεννήσαμε. Εμείς το θρέψαμε και το καμαρώσαμε να αντρεύει, να ξεπετιέται, να ορθώνεται. Το αφήσαμε ελεύθερο και βαλθήκαμε να το κυνηγάμε. Μα είναι κάτι άπιαστο. Αποκύημα των ανεξήγητων πτυχών της ψυχής μας που ποτέ δεν ησυχάζουν. Και όπως σε καθετί άπιαστο, μας βασανίζει η ανικανότητά μας να το φτάσουμε, η επιθυμία μας να το έχουμε, η πραγματικότητα χωρίς αυτό που φαντάζει λειψή. Και να τώρα που μας κυνηγάει αυτό. Το ίδιο μας το θρέμμα. Γιατί το φευγιό του και η ανικανότητα να το προσεγγίσουμε πλάθουν τη χειρότερη καταδίκη μας. Να ζούμε σε μια ζωή εγκλωβισμένοι από τον ίδιο μας τον εαυτό.
˷ ˷

Μα το πρόβλημα δεν είναι η πόλη, η Μόσχα, αλλά εμείς οι ίδιοι που δεν αλλάζουμε. Που μένουνε ίδιοι και που περιμένουμε να μας αλλάξει, να μας σώσει μια πόλη. Που περιμένουμε να μεταβληθούν όσα μας ξεπερνάνε, όσα μας κουράζουν μόνα τους, με μαγικά ραβδάκια και από μηχανής θεούς. Η Μόσχα δεν είναι τίποτε άλλο από μια μετάβαση σε κάτι που θα δώσει νόημα στη ζωή μας. Εναποθέτουμε όλα τα όνειρα σε έναν άπιαστο στόχο απαλλάσσοντας ασυνείδητα τον εαυτό μας από τις ευθύνες της προσωπικής δράσης και απλά βυθιζόμαστε σε μια καθημερινότητα που δε μας αρκεί ελπίζοντας μόνο να αποδράσουμε, θέλοντας κάτι αδύνατο, άπιαστο.
Μα πρέπει να το δαμάσουμε. Ξέρουμε κάθε του αδυναμία –τις δικές μας αδυναμίες. Ξέρουμε τον πραγματικό λόγο ύπαρξής του –και ουσιαστικά την ανυπαρξία του. Πρέπει να δούμε μέσα του –μέσα σε μας.
Τι χρειαζόμαστε; Τι μας λείπει; Πόσο ένα όνειρο διαταράσσει τη ζωή μας; Πόσο γίνεται αυτοσκοπός κάνοντας όλα τα άλλα να χάνουν το νόημά τους;
Γεννάμε μια επιθυμία και βάζουμε σκοπό να την κατακτήσουμε για να μας ολοκληρώσει. Καμιά φορά αγκιστρωνόμαστε από κάτι για να αποποιηθούμε ευθύνες. Γιατί είμαστε πολύ αδύναμοι για να παλέψουμε μια πραγματικότητα, πολύ φοβισμένοι να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας και να ρισκάρουμε ή πολύ ματαιόδοξοι να συνειδητοποιήσουμε την απλότητα και ταυτόχρονα τη μεγαλοσύνη της ζωής και το ρόλο μας σε αυτήν.
Το όνειρο γίνεται αυτοσκοπός, βάρος, μαρτύριο, μας γεμίζει με κενότητα και έλλειψη ενδιαφέροντος για ζωή. Το όνειρο γίνεται εφιάλτης. Οι προσδοκίες που μας αποτρέπουν από το να ζήσουμε στο τώρα.
˷ ˷

Και σε εκείνο το παγκάκι για πρώτη φορά απέκτησαν αξία όσα είχε κατορθώσει. Συνειδητοποίησε για πρώτη φορά την αδυναμία του να χαράξει τη δική του πορεία, αλλά και τις νίκες του σε αυτό το έτοιμο παιχνίδι που στήθηκε γι’ αυτόν. Τίποτα δεν κυνηγούσε πραγματικά, μόνο τον ίδιο του τον εαυτό, τα γιατί και τα πώς που τον έφτασαν ως εδώ. Ένα δάκρυ κύλησε στο τραχύ του πρόσωπο. Για όσα ήρθαν, για όσα ευχήθηκε, για όσα θέλησε ποτέ, για εκείνα που δεν είχε καταλάβει μέχρι τώρα ότι λαχταρούσε. Και με αυτό το δάκρυ σαν να απαλλάχτηκε από τη δική του χίμαιρα. Και αποφάσισε να πορευτεί στο τέλος των ημερών του με αγάπη για όσα δημιούργησε προσπαθώντας να μεταδώσει, όμως, στους γύρω του όσα εκείνος έμαθε στο ταξίδι του αυτό.
˷ ˷

Βλέποντας τη νηνεμία της θάλασσας, σκέφτηκε πως δε θέλει να αναμιχθεί σε κανένα παιχνίδι κυνηγιού. Δε θέλει καμία χίμαιρα για θήραμα της. Θέλει μικρές στιγμές χαράς που θα μπορεί να τις θυμάται σε κάθε στιγμή λύπης. Γιατί αυτό είναι η ζωή. Μια προσπάθεια, ένας αγώνας, ένας δρόμος εμποδίων, μια ανακάλυψη και ψήγματα ευτυχίας.

Φωτογραφία: Ted Chin

Πηγή: https://www.o-klooun.com/