Τα ξημερώματα της Τετάρτης άρχισαν, σύμφωνα με το πρόγραμμα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Τόκιο, αλλά αν τελικά ολοκληρωθούν θα κριθεί από την εξάπλωση του κορωνοϊού. Επικεφαλής της Οργανωτικής Επιτροπής δεν απέκλεισε τη ματαίωση της διοργάνωσης εάν υπάρξει αύξηση των κρουσμάτων. Σήμερα, λοιπόν, που δημοσιεύεται αυτό το κείμενο, οι Ολυμπιακοί του Τόκιο μπορεί να είναι σε εξέλιξη, μπορεί και όχι. Οι πληροφορίες που φτάνουν από όσους εργάζονται ή εμπλέκονται με οποιονδήποτε τρόπο με τους Αγώνες και έχουν ταξιδέψει εκεί, δεν είναι παρά μια αλληλουχία δυσκολιών και ματαιώσεων. Καραντίνα, κρούσματα, περιορισμοί σε οποιαδήποτε μετακίνηση, ακόμη και την πιο στοιχειώδη.
Οι Αγώνες, επιπλέον, είναι ανεπιθύμητοι από τους πολίτες της χώρας που τους φιλοξενεί. Το έδειξαν οι διαδηλώσεις, οι δημοσκοπήσεις, ακόμη και η πιο πρόσφατη κίνηση από ακαδημαϊκούς, συγγραφείς και δημοσιογράφους να παραδώσουν στην κυβέρνηση μία κατάσταση με 140.000 υπογραφές, ζητώντας, έστω και την ύστατη στιγμή, τη ματαίωση. Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα είναι αυτή η χώρα του εδραιωμένου μινιμαλισμού, της μεγάλης ακρίβειας κινήσεων, της υπευθυνότητας, μέσα στη δυστοπική συνθήκη της πανδημίας. Τι θα έχει απογίνει η τόση προσμονή και προετοιμασία, που είχε καλλιεργηθεί στη χώρα με την κουλτούρα της τελετουργικής υποδοχής (η «φιλοξενία» είναι μια διαφορετική διαδικασία), η οποία εργάζεται αγογγύστως για το μέλλον με σεβασμό στο παρελθόν; Η χώρα που συνάντησα στο, επαγγελματικό, ταξίδι μου στο Τόκιο και στην επίσκεψή μου σε λίγες ακόμη πόλεις, τον Νοέμβριο του 2019. Μαζί με τα αλησμόνητα χρώματα της φύσης, ήταν κι αυτή η διάχυτη αίσθηση σιωπής και πειθαρχίας. Για τη συγγραφέα Γιόκο Ογκάουα, που είχαμε συναντήσει («Κ», 7/6/2020), υπάρχουν δύο λέξεις-κλειδιά όταν σκέφτεται κανείς την Ιαπωνία ή τους Ιάπωνες: η αντίφαση και το χάος. «Στην Ιαπωνία υπάρχει μια παράδοση, να δέχεται κανείς το χάος όπως είναι. Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουν αντιφάσεις, αλλά τις αποδεχόμαστε χωρίς να τις αναλύουμε. Μπορεί να έχει επηρεάσει τη νοοτροπία των Ιαπώνων η παραδοσιακή ιαπωνική θρησκεία (σιντοϊσμός). Σε αυτή τη θρησκεία δεν υπάρχει ο Θεός αλλά χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες θεοί… Πιστεύουμε ότι ακόμη και σε ένα μικρό βότσαλο υπάρχει ένας θεός. Δεν ζούμε σε έναν κόσμο τον οποίο ο Θεός τακτοποίησε, αλλά σε έναν κόσμο με χάος και αντιφάσεις, στον οποίο εμείς, οι άνθρωποι, διατηρούμε την τάξη με τον δικό μας τρόπο».
Στο τελευταίο βιβλίο της που κυκλοφόρησε διεθνώς πριν από δύο χρόνια, «Η αστυνομία της μνήμης» (εκδ. Πατάκη, μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου), μυθιστόρημα του 1994, μιλάει για μια δυστοπία. Διαδραματίζεται σε ένα νησί όπου, καθώς τα πράγματα εξαφανίζονται από τη ζωή των ανθρώπων (φωτογραφίες, κορδέλες, καπέλα, τριαντάφυλλα, μυρωδιές, αισθήσεις), μαζί με τη λέξη που τα προσδιορίζει, οι κάτοικοι επιβιώνουν όλο και πιο «φτωχά» και «άδεια», με την τυραννική και τιμωρητική επιτήρηση της «Αστυνομίας». Oποιος κρατάει τις αναμνήσεις και δεν ξεχνάει φυλακίζεται. Ο ολοκληρωτισμός που καταγράφει η Ογκάουα δεν έχει αναφορές στις σύγχρονες δημοκρατίες, όμως το τραύμα της απώλειας και η αναπλήρωσή του από τη δύναμη της μνήμης είναι πολύ κοντά στον τρόπο που βιώνει η ανθρωπότητα τον κορωνοϊό. Τα όρια ανάμεσα στο πριν και στο τώρα γίνονται όλο και πιο ασαφή καθώς η προσδοκία για την επόμενη μέρα διαλύεται μέσα στο κυνήγι των μεταλλάξεων του ιού. Μικρές ή μεγαλύτερες «εξαφανίσεις» συμβαίνουν και στις δικές μας ζωές. Ελευθερίες αυτονόητες περιορίζονται και λέξεις όπως «συνάντηση», «αγκαλιά», «επαφή», γίνονται όλο και πιο υποτονικές. Η αλληγορική ιστορία της Γιαπωνέζας συγγραφέως δεν είναι μόνο ένα σχόλιο για τους σκοτεινούς κρατικούς μηχανισμούς παρακολούθησης, αλλά και για τον τρόπο που αδειάζει η ζωή όταν αρώματα και εικόνες χάνονται σιγά σιγά μέσα σε μια λήθη, σχεδόν ληθαργώδη.
Ο ιός δεν πολιορκεί μόνο τα στάδια των Αγώνων, με κενά στη θέση των θεατών· δεν σβήνει μόνο τους ήχους από χειροκροτήματα, επευφημίες, φωνές· εγκλωβίζει και τη διοργάνωση μέσα σε έναν μη χρόνο. Αυτόν που όλο και απομακρύνεται από το «πριν» και δεν μπορεί να προγραμματίσει καθόλου το «μετά».
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/