Εγώ δεν ξέρω, κοίτα, είναι τρομερό το πώς βρέχει.
Βρέχει όλη την ώρα, έξω πυκνά και γκρίζα, εδώ κόντρα στο μπαλκόνι με σταλαγματιές πηχτές και σκληρές, που κάνουν πλαφ και συνθλίβονται σαν γροθιές μιά μετά την άλλη, τί αηδία.
Τώρα, εμφανίζεται μια σταγονίτσα στο πάνω μέρος στο περβάζι του παραθύρου, μένει τρεμάμενη απέναντι στον ουρανό που τήν κομματιάζει σε χίλιες σβησμένες λάμψεις, μεγαλώνει και ταλαντεύεται, τώρα θα πέσει και δεν πέφτει, ακόμα δεν πέφτει.
Είναι κολλημένη με όλα της τα νύχια, δεν θέλει να πέσει και φαίνεται πως γατζώνεται με τα δόντια, ενώ τής μεγαλώνει η κοιλιά, πια είναι μια σταγονάρα που κρέμεται μεγαλοπρεπής, και ξαφνικά, ωπ, νάτην, πλαφ, διαλύεται, τίποτα, ένας λεκές στο μάρμαρο.
Μα υπάρχουν κι αυτές που αυτοκτονούν που παραδίνονται αμέσως, εμφανίζονται στο περβάζι και την ίδια στιγμή πέφτουν, μού φαίνεται ότι βλέπω το τρέμισμα του άλματος, τα ποδαράκια τους ν’ απλώνονται και την κραυγή που τις μεθάει σ’ αυτό το τίποτα της πτώσης και της εξαφάνισης.
Θλιβερές σταγόνες, στρογγυλές αθώες σταγόνες.
Αντίο σταγόνες.
Αντίο.
Ο Χούλιο Φλορένθιο Κορτάσαρ (ισπανικά: Julio Florencio Cortázar, 26 Αυγούστου 1914 – 12 Φεβρουαρίου 1984) ήταν Αργεντινός πεζογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και και μεταφραστής. Είναι περισσότερος γνωστός για το μυθιστόρημα Κουτσό (1963), που συγκαταλέγεται στα κορυφαία έργα της λογοτεχνίας της Λατινικής Αμερικής, αλλά και για τα διηγήματά του. Επηρέασε πολλούς λογοτέχνες και συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες προσωπικότητες του Λατινοαμερικάνικου μπουμ.
Πηγή: https://www.o-klooun.com/