Γράφει ο Σταύρος Σταύρου1 //
Εισαγωγή
Παρά τις καταστροφικές συνέπειες των παγκόσμιων συγκρούσεων του εικοστού αιώνα και τα υποτιθέμενα διδάγματα που αντλήθηκαν από αυτές, ο εικοστός πρώτος αιώνας άρχισε να θυμίζει επικίνδυνα τον προηγούμενο. Την τελευταία δεκαετία, μάλιστα, παρατηρείται έντονη αναζωπύρωση των πολέμων και της ακραίας βίας σε πολλές περιοχές του πλανήτη και σε ορισμένες περιπτώσεις με προοπτικές εξέλιξης σε μεγάλης κλίμακας συγκρούσεις. Αυτή η κυκλική πορεία της ανθρώπινης ιστορίας δεν μπορεί παρά να εγείρει ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με την ικανότητα των λαών να μαθαίνουν από τις καταστροφές του παρελθόντος και, κυρίως, την ικανότητά τους να διατηρούν στη μνήμη τους τα μαθήματα αυτά. Αυτό που με προβληματίζει ολοένα και πιο έντονα είναι κατά πόσον η υποτροπή της ανθρωπότητας στο τέλμα του πολέμου συνδέεται θεμελιωδώς με την όλο και βαθύτερη διάβρωση της συλλογικής ιστορικής της μνήμης.

Αυτή η διάβρωση δεν είναι αποτέλεσμα της τύχης ή απλή συνέπεια του χρόνου αλλά οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εκθετική εξέλιξη της τεχνολογίας, στην εξάρτηση ολοένα και περισσότερο από αυτήν -κυρίως των νεότερων γενεών- και τη συστηματική υποτίμηση μέχρι αποψιλώσεως της Ιστορίας ως επιστήμης και κοινωνικού σημείου αναφοράς. Οι συνέπειες είναι μάλλον αναμενόμενες και δεν είναι δύσκολο να γίνουν αντιληπτές: καθώς η συλλογική μνήμη εξασθενεί, τα μαθήματα του παρελθόντος ξεχνιούνται, αφήνοντας τους ανθρώπους ευάλωτους να επαναλάβουν τα ίδια λάθη και να βιώσουν ξανά και ξανά τις τραγωδίες που έχουν καθορίσει προηγούμενες εποχές. Ακόμα και εποχές τις οποίες έχουν ζήσει οι ίδιοι. Το ερώτημα, λοιπόν, που με απασχολεί είναι κατά πόσον έχει αυτή η διάβρωση της συλλογικής ιστορικής μνήμης μειώσει σημαντικά την ικανότητα της ανθρωπότητας να ασχολείται κριτικά με το παρελθόν, σε βαθμό που να την καθιστά ευάλωτη στην επανάληψη των σοβαρότερων και ενίοτε των πιο εγκληματικών λαθών της.
Η Ιστορική Μνήμη
Η ιστορική μνήμη δεν αφορά στη στείρα συλλογή και καταχώρηση γεγονότων και στοιχείων για το παρελθόν, αλλά περιλαμβάνει περισσότερο τους τρόπους με τους οποίους οι κοινωνίες θυμούνται, ερμηνεύουν και μεταδίδουν τις ιστορίες τους από γενιά σε γενιά (Assmann, 2011). Είναι μια δυναμική κατασκευή που διαμορφώνεται από αφηγήσεις, δημόσιες εκδηλώσεις μνήμης, πολιτιστικά δρώμενα και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και χρησιμεύει τόσο ως αποθετήριο όσο και ως πηγή έμπνευσης, προσφέροντας στους λαούς μια αίσθηση συνέχειας και προοπτικής. Όπως σημειώνει ο Todorov (1995), οι κοινωνίες που καλλιεργούν μια ισχυρή ιστορική μνήμη είναι καλύτερα εξοπλισμένες για να αναγνωρίζουν αναδυόμενα πρότυπα μισαλλοδοξίας, αυταρχισμού και βίας. Αντίθετα, η απώλεια αυτής της μνήμης καθιστά τις κοινωνίες ευάλωτες στη χειραγώγηση και στη διάβρωση (Appleby, Hunt, & Jacob, 1994).
Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ δεν είναι η ιστορική μνήμη σε εθνικό επίπεδο αλλά περισσότερο η συλλογική ιστορική μνήμη, η οποία αφορά στην πανοραμική κατανόηση του παρελθόντος και στα κοινά, παγκόσμια βιώματα (π.χ. γεγονότα όπως οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι, ο Ψυχρός Πόλεμος ή η πανδημία του COVID-19 έχουν διαμορφώσει μια κοινή ιστορική συνείδηση που επηρεάζει μεν διαφορετικά και διαφορετικές κοινωνίες, τις ενώνει όμως σε ένα άλλο πανανθρώπινο επίπεδο). Η συλλογική ιστορική μνήμη υπερβαίνει τα όρια ενός συγκεκριμένου λαού ή κουλτούρας και παρότι αντιμετωπίζει πάντοτε προκλήσεις, όπως η ιστορική αφήγηση από την κυρίαρχη οπτική (π.χ. δυτικο-κεντρικές αφηγήσεις) ή η πολιτισμική προσαρμογή, όπου το ίδιο γεγονός ερμηνεύεται διαφορετικά ανάλογα με το πλαίσιο, αποτελεί ένα δυναμικό εργαλείο για την κατανόηση τόσο των κοινών μας ευπαθειών όσο και των δυνατοτήτων μας ως ανθρωπότητα και -το πιο σημαντικό- ένα κοινό αποθετήριο μαθημάτων.
Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι όπως όταν οι λαοί χάνουν την επαφή με την ιστορική τους μνήμη κινδυνεύουν να πέσουν θύματα αναθεωρητισμού, άρνησης και κυκλικής επανάληψης φρικαλεοτήτων του παρελθόντος, έτσι και η ανθρωπότητα, όταν χάνει επαφή με τη συλλογική ιστορική μνήμη κινδυνεύει να επαναλάβει τα εγκληματικά της λάθη και να βιώνει συνεχώς την ιστορία της σε κύκλους. Έτσι, το συχνά αναφερόμενο απόφθεγμα του φιλοσόφου Τζορτζ Σανταγιάνα, «Όσοι δεν μπορούν να θυμηθούν το παρελθόν είναι καταδικασμένοι να το επαναλάβουν», δεν βρίσκει εφαρμογή μόνο σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο, αλλά και σε παγκόσμιο.
Η Ψηφιακή Επανάσταση και ο Κατακερματισμός της Ιστορικής Αφήγησης
Η ψηφιακή εποχή έχει μεταμορφώσει ριζικά τους τρόπους με τους οποίους οι κοινωνίες παράγουν, αποθηκεύουν και έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες, αλλά έχει μεταβάλει ριζικά και τον τρόπο πρόσληψης και επεξεργασίας αυτών των πληροφοριών, συμβάλλοντας στον κατακερματισμό της ιστορικής αφήγησης. Παραδόξως, παρότι το διαδίκτυο μνημονεύεται συχνά με πανηγυρισμούς ως ένα απεριόριστο και ανεξάντλητο αρχείο, πολλές φορές στην πραγματικότητα ενθαρρύνει την ιστορική αμνησία και όχι την ιστορική μνήμη. Αυτό συμβαίνει διότι η τεχνολογία ενώ έχει φέρει επανάσταση στην πρόσβαση στην πληροφορία και εκδημοκράτισε την παραγωγή και τη διάδοση της ιστορικής γνώσης (ψηφιακά αρχεία, διαδικτυακά μουσεία κ.λπ.), ο τεράστιος όγκος δεδομένων, ο κατακερματισμός τους και η κυριαρχία του περιεχομένου που βασίζεται σε αλγόριθμους έχουν ενθαρρύνει την επιφανειακή ενασχόληση με την ιστορία, την απλή επαφή αντί τη μελέτη, δίνοντας προτεραιότητα στην αμεσότητα και όχι στο βάθος (Carr, 2010).
Σε αντίθεση με τα φυσικά αρχεία, τα οποία επιμελούνται, μελετώνται και διατηρούνται, οι ψηφιακές πληροφορίες υπόκεινται στις ιδιοτροπίες των εταιρικών συμφερόντων και της τεχνολογικής αλλαγής. Οι μηχανές αναζήτησης και οι αλγοριθμικά επιμελημένες ροές δεδομένων είναι κατασκευασμένες ώστε να δίνουν προτεραιότητα στο φαίνεσθαι, τη δημοτικότητα και τον αστραπιαίο συναισθηματικό αντίκτυπο έναντι του βάθους και της ακρίβειας. Ο πολλαπλασιασμός των πληροφοριών στο διαδίκτυο με συγκεκριμένη αλγοριθμική επιμέλεια, συχνά χωρίς πλαίσιο, συμφραζόμενα ή κριτικό έλεγχο, έχει οδηγήσει στην απόλυτη εστίαση στην άμεση εμπειρία εις βάρος της ιστορικής κατανόησης ή του ιστορικού προβληματισμού, δυσχεραίνοντας την εμπλοκή με την ιστορία.
Επιπλέον, το ψηφιακό περιεχόμενο έχει φύση εφήμερη και αυτή η αίσθηση του εφήμερου κατακλύζει προοδευτικά και τον χρήστη: ιστότοποι καταργούνται ή εγκαταλείπονται, σύνδεσμοι φθείρονται ή ξεχνιούνται και πλατφόρμες εξαφανίζονται, με αποτέλεσμα αυτό που ορίζεται ως «ψηφιακή απαξίωση» να γίνεται ιστορική απαξίωση και να γίνεται αντιληπτό ως κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Αυτή η παροδικότητα υπονομεύει την ανθεκτικότητα της συλλογικής ιστορικής μνήμης και περιπλέκει τις προσπάθειες διατήρησης μιας συνεκτικής ιστορικής αφήγησης, ενώ ορισμένοι μελετητές όπως ο Pariser (2011) καταγράφουν και το φαινόμενο εκείνο όπου οι χρήστες εκτίθενται μόνο σε περιεχόμενο που ευθυγραμμίζεται με τις προϋπάρχουσες πεποιθήσεις τους. Αυτό απέχει πολύ από την πραγματική επαφή με την ιστορία και τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, είτε συλλογικής είτε όχι.
Η Ιστορία ως Θέαμα
Τα κοινωνικά δίκτυα και τα άλλα ηλεκτρονικά μέσα διαδραματίζουν εδώ και χρόνια σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των αντιλήψεων για την ιστορία κι αυτός ο ρόλος μεγαλώνει σε πλήρη αναλογία με την τεχνολογική εξέλιξη. Αυτά έχουν τη δύναμη να ζωντανεύουν τα ιστορικά γεγονότα, αλλά και να τα υποβαθμίζουν ή να τα κάνουν αισθητηριακά (Edgerton, 2001), να τα θεαματοποιούν και αυτό το θέαμα καλλιεργεί και συντηρεί μια μορφή συλλογικής αμνησίας, στην οποία το παρελθόν σβήνεται συνεχώς από την αδιάκοπη προώθηση νέων ιστοριών. Από την άλλη, η ίδια η φιλοσοφία και η αρχιτεκτονική της πλατφόρμας αποθαρρύνει τη διαρκή ενασχόληση με σύνθετα ζητήματα, ανταμείβοντας αντ’ αυτού την παραγωγή και κατανάλωση σύντομων, αποκομμένων από τα συμφραζόμενα πληροφοριών, σερβιρισμένων ως παραστάσεις, οι οποίες προσφέρονται προς κατανάλωση και όχι προς κριτική, μειώνοντας την όποια παιδαγωγική και ηθική σημασία.
Επιπρόσθετα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν ένα εξαιρετικά γόνιμο έδαφος για την εξάπλωση παραπληροφόρησης, θεωριών συνωμοσίας και ιστορικού αναθεωρητισμού. Πράγματι, η ιογενής φύση των μέσων αυτών επιτρέπει σε ψευδείς ή παραπλανητικές αφηγήσεις να κερδίζουν γρήγορα έδαφος, συχνά ξεπερνώντας ή και ακυρώνοντας ακόμα τις όποιες προσπάθειες διόρθωσης ή ενσωμάτωσής τους σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Παραδείγματα σχετικά με το πώς ψευδείς ή παραπλανητικές αφηγήσεις σχετικά με ιστορικά γεγονότα μπορούν να κερδίσουν έδαφος στον ψηφιακό κόσμο, υπάρχουν πολλά. Ενδεικτικά αναφέρουμε την άρνηση του Ολοκαυτώματος και την παραμόρφωση της αποικιακής ιστορίας, όπου όχι μόνο υπονομεύεται η ακεραιότητα της συλλογικής μνήμης αλλά τροφοδοτείται και η αναβίωση εξτρεμιστικών ιδεολογιών. Η ευκολία, λοιπόν, με την οποία μπορεί να παραχθεί, να διαδοθεί αλλά και να συντηρηθεί η παραπληροφόρηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελεί σοβαρή απειλή για την ιστορική μνήμη και σε αυτό το περιβάλλον, η έγκυρη ιστορική ακαδημαϊκή έρευνα αγωνίζεται να καταστεί ορατή και να αποκτήσει ένα νόημα μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο του ψηφιακού πλήθους.
Μιλάμε πλέον για μια νέα προσέγγιση της παλιάς φιλοσοφίας του άρτου και θεαμάτων, η οποία οδηγεί στην ολοκληρωτική εμπορευματοποίηση της Ιστορίας μετατρέποντας την ιστορική μνήμη ή ό,τι απομένει από αυτήν σε περιεχόμενο για κατανάλωση, ψυχαγωγία ή κινητοποίηση με ημερομηνία λήξης. Η ιστορία ανάγεται προοδευτικά και σταθερά σε μια σειρά από φευγαλέες στιγμές αποκομμένες από ευρύτερες αφηγήσεις και πλαίσια, υπονομεύοντας το βάθος και την ανθεκτικότητα της συλλογικής ιστορικής μνήμης και διαβρώνοντας την ικανότητά της να διαμορφώνει κρίση.
Δυστυχώς, σ’ αυτή την σύγχρονη εμπορευματοποίηση της ιστορίας συμβάλλουν και πολλοί ιστορικοί, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στα θέλγητρα της γρήγορης (παρότι πολλές φορές εφήμερης) φήμης και προβολής ή στη δόξα της πλατφορμικής επιτυχίας. Έτσι, συνέβαλαν στην τακτική συσκευασία και πώληση των ιστορικών γεγονότων ως ψυχαγωγία, απογυμνωμένα από την πολυπλοκότητα και τις αποχρώσεις της στον βωμό των κλικ, των κοινοποιήσεων και των διαφημιστικών εσόδων (τα οποία μπορεί να είναι πολλά). Το αποτέλεσμα είναι μια μορφή παρα-ιστορίας που ικανοποιεί μόνο την απαίτηση για θέαμα, χωρίς να θρέφει την κριτική κατανόηση ή την αναγκαία συλλογική ιστορική μνήμη.
Η Υποτίμηση της Ιστορίας
Η διάβρωση της ιστορικής μνήμης οφείλεται και στην κρίση που αντιμετωπίζει η ίδια η Ιστορία ως επιστήμη, εφόσον τα σχετικά δεδομένα υποδεικνύουν μια ανησυχητική υποβάθμιση της υπόληψης της ιστορίας ως ακαδημαϊκού κλάδου. Τις τελευταίες δεκαετίες, πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο έχουν αναφέρει μια σταθερή μείωση στις εγγραφές, τη χρηματοδότηση και το ερευνητικό προϊόν στην ιστορία (Stearns, 2020). Για παράδειγμα, δεδομένα από την Αμερικανική Ιστορική Εταιρεία αποκαλύπτουν μείωση κατά 33% στις προπτυχιακές σπουδές ιστορίας στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ 2011 και 2017 (AHA, 2018). Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται στην Ευρώπη και σε άλλες περιοχές (το Trends in History Provision in UK Higher Education αναφέρει ότι μεταξύ 2014/15 και 2019/20 οι εγγραφές προπτυχιακών φοιτητών στην ιστορία μειώθηκαν κατά 17%, ενώ οι μεταπτυχιακές κατά 16%, εν μέσω γενικής αύξησης φοιτητών στα πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου· η Γερμανία (Destatis) αναφέρει μείωση 18% από το 2015-2022 κ.α.) όπου τα τμήματα ιστορίας αντιμετωπίζουν περικοπές προϋπολογισμού, μειώσεις προσωπικού και περιθωριοποίηση των προγραμμάτων σπουδών (Grafton & Grossman, 2015· Tosh, 2015).
Αυτή η στατιστική μείωση δεν είναι άσχετη με τις ευρύτερες κοινωνικές και εκπαιδευτικές αλλαγές, καθώς και τις ανάγκες επαγγελματικής αποκατάστασης. Καθώς αξιοποιούνται ολοένα και περισσότερο οι τομείς STEM (Επιστήμη, Τεχνολογία, Μηχανική και Μαθηματικά) για την προφανή οικονομική τους χρησιμότητα, οι ανθρωπιστικές επιστήμες -και ιδιαίτερα η Ιστορία- υποβιβάζονται. Ο δημόσιος διάλογος συχνά απορρίπτει την ιστορική έρευνα (και γενικότερα τις ανθρωπιστικές επιστήμες του είδους) ως άσχετη ή απαρχαιωμένη, αποθαρρύνοντας περαιτέρω την ενασχόληση με τον κλάδο (Nussbaum, 2010; Wineburg, 2018). Αυτή η τάση είναι ιδιαίτερα έντονη στις τεχνολογικά προηγμένες κοινωνίες, όπου η χρησιμότητα της ιστορικής γνώσης όπως αυτή γίνεται αντιληπτή, αμφισβητείται, μπροστά στις ραγδαίες οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές.
Η περιθωριοποίηση και η παρακμή της ιστορικής επιστήμης όμως έχει σοβαρές συνέπειες για τη συλλογική ιστορική μνήμη, της οποίας η απώλεια δεν αποτελεί απλώς μια ακαδημαϊκή ανησυχία. Όταν τα μαθήματα του παρελθόντος ξεχνιούνται, οι συνθήκες που οδήγησαν στις συγκρούσεις σε προηγούμενες εποχές είναι πολύ πιθανό να αναπαραχθούν και η πορεία προς την καταστροφή να επαναληφθεί. Η ιστορική αμνησία καθιστά τις κοινωνίες ευάλωτες σε δημαγωγούς, αποδιοπομπαίους τράγους και στις απλουστευτικές λύσεις που συχνά προηγούνται της βίας και υπάρχουν πολυάριθμες μελέτες περιπτώσεων που επιβεβαιώνουν τον ρόλο της ιστορικής αμνησίας στο ξέσπασμα της βίας. Στην πρώην Γιουγκοσλαβία, για παράδειγμα, η χειραγώγηση και η καταστολή των ιστορικών αφηγήσεων συνέβαλαν στην αναζωπύρωση των εθνοτικών συγκρούσεων και των φρικαλεοτήτων τη δεκαετία του 1990 (Judt, 2005). Ομοίως, η αναβίωση των αναθεωρητικών και εθνικιστικών ιστοριών στη σύγχρονη Ρωσία έχει συνδεθεί με τη νομιμοποίηση της στρατιωτικής επιθετικότητας και την καταστολή της διαφωνίας (Snyder, 2018). Το ίδιο και στην Τουρκία, στη Μέση Ανατολή και αλλού.
Δεν είναι δύσκολο να βρεθούν συσχετίσεις μεταξύ των περιόδων ιστορικής αμνησίας και της επανάληψης των συγκρούσεων, όμως αμφιβάλλω αν απαιτούνται ιδιαίτερες μελέτες επί τούτου, ώστε να αποδειχθεί αυτό που καταδεικνύει η λογική. Η συλλογική ιστορική μνήμη προστατεύει και ενίοτε σώζει, ενώ η συλλογική ιστορική αμνησία οδηγεί σε επανάληψη των λαθών του παρελθόντος και στην καταστροφή. Η αναζωπύρωση του εθνικισμού, της ξενοφοβίας και του αυταρχισμού σε διάφορα μέρη του κόσμου βασίζεται συχνά σε επιλεκτικές ή παραμορφωμένες αναγνώσεις της ιστορίας, ενισχυμένες από την ψηφιακή ισχύ και τον παραγκωνισμό της Ιστορίας και η μη ανάμνηση των αιτιών και των συνεπειών των προηγούμενων τραγωδιών υπονομεύει τα θεμέλια της ύπαρξής μας ως είδος. Το μεταπολεμικό εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, για παράδειγμα, βασίστηκε σε μια συνειδητή προσπάθεια να θυμόμαστε και να μαθαίνουμε από την καταστροφή των δύο παγκοσμίων πολέμων, καθώς όμως η συλλογική ιστορική μνήμη εξασθενεί, οι θεσμοί και οι κανόνες που κάποτε διαφύλαξαν την ειρήνη αποδυναμώνονται και το φάσμα της ρήξης και της καταστροφής επιστρέφει.
Προς μια Επανεκτίμηση της Συλλογικής Ιστορικής Μνήμης και της Ιστορίας
Η αποκατάσταση της συλλογικής ιστορικής μνήμης περνά μέσα από την αποκατάσταση της εθνικής ιστορικής μνήμης και απαιτεί μια ανανεωμένη εκτίμηση για τη σημασία της ιστορίας. Όπως τονίζουν οι Todorov (1995) και Appleby et al. (1994), η ιστορία δεν είναι απλώς ένας ακαδημαϊκός κλάδος, αλλά ένας ζωτικός πόρος. Οι κοινωνίες που παραμελούν ή υποτιμούν την ιστορία το κάνουν με δική τους ευθύνη, χάνοντας τη σοφία και την καθοδήγηση που μόνο η μνήμη μπορεί να προσφέρει.
Η εκπαίδευση παραμένει το κύριο μέσο για τη διαχείριση, διατήρηση και μετάδοση της ιστορικής μνήμης και απαιτείται η εκ νέου δέσμευση για αυστηρή και ορθά προγραμματισμένη ιστορική εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα. Τα προγράμματα σπουδών πρέπει να σχεδιάζονται όχι μόνο για να μεταδίδουν μια εικόνα συγκεκριμένων γεγονότων, αλλά για τη μετάδοση της πραγματικής γνώσης και την καλλιέργεια κριτικής σκέψης, ηθικής συλλογιστικής και πολιτικής ευθύνης (Seixas & Peck, 2004· Wineburg, 2018), πράγματα χιλιοειπωμένα αλλά χωρίς ουσιαστική επένδυση προς αυτή την κατεύθυνση. Αντ’ αυτού, η ιστορία δεν διδάσκεται από ιστορικούς, αποφεύγει δύσκολα και αμφιλεγόμενα ζητήματα και προσφέρει μόνο αποστειρωμένες ή θριαμβευτικές αφηγήσεις που φλερτάρουν επικίνδυνα με το ιστορικό μυθιστόρημα.
Προς αυτή την κατεύθυνση, η ενσωμάτωση του ψηφιακού γραμματισμού στην εκπαίδευση στην ιστορία είναι επίσης απαραίτητη. Οι μαθητές πρέπει να είναι εξοπλισμένοι για να πλοηγούνται στις πολυπλοκότητες του ψηφιακού περιβάλλοντος πληροφοριών, διακρίνοντας την αξιόπιστη ιστορική έρευνα από την παραπληροφόρηση και την προπαγάνδα, το θέαμα από την ουσία, το είναι από το φαίνεσθαι. Η ανάπτυξη ψηφιακών αρχείων, πόρων ανοιχτής πρόσβασης και συνεργατικών ερευνητικών έργων, σύγχρονων, ανανεωμένων και εύκολα προσβάσιμων, μπορεί να αξιοποιήσει τη δύναμη της τεχνολογίας για να υποστηρίξει, αντί να υπονομεύσει, την ιστορική μνήμη. Εδώ, η πρόκληση είναι να σχεδιαστούν πλατφόρμες που να προωθούν τη διαρκή εμπλοκή και τον κριτικό στοχασμό, αντί για την απλή κατανάλωση εύπεπτων θεμάτων. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης για την υποστήριξη της ιστορικής έρευνας, τον εντοπισμό μοτίβων και την ανάδειξη υποεκπροσωπούμενων αφηγήσεων είναι πολλά υποσχόμενη, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά τα εργαλεία χρησιμοποιούνται με καθοδήγηση και προσοχή, με ακρίβεια και μέσα στις ηθικές παραμέτρους.
Τέλος, η αναζωογόνηση της ιστορικής μνήμης εξαρτάται από την αναζωογόνηση του ίδιου του επιστημονικού κλάδου της ιστορίας. Αυτό απαιτεί αυξημένη επένδυση στην ιστορική έρευνα, την αποκατάσταση του κύρους της ιστορίας στα εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων και την καλλιέργεια μιας νέας γενιάς ιστορικών, ικανών να μεταδώσουν και να μεταφέρουν τα (π)μαθήματα και τη γνώση του παρελθόντος στο παρόν, με όρους και τρόπους σύγχρονους, για τις νέες γενιές. Αυτοί είναι που θα επαναπροσδιορίσουν την πρακτική της ιστορίας ως δημόσιου αγαθού, υπερασπιζόμενοι την αυστηρότητα και την ανεξαρτησία της ιστορικής επιστήμης, αναζωογονώντας τα πλαίσια και τους θεσμούς μέσω των οποίων συντηρείται η μνήμη και αξιοποιώντας τεχνολογικά εργαλεία για να εμβαθύνουν και όχι να ισοπεδώσουν την ενασχόληση με το παρελθόν.
Αντί Επιλόγου
Κάτι που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα ζώα είναι η ικανότητα και η δυνατότητα να ζει και να γράφει την ιστορία του, οπότε το μέλλον δεν είναι προκαθορισμένο και η διάβρωση της συλλογικής ιστορικής μνήμης είναι αναστρέψιμη. Σε κάθε περίπτωση, η μοίρα της ανθρωπότητας υπήρξε πάντα άρρηκτα συνδεδεμένη με την ικανότητά της να θυμάται και να μαθαίνει από αυτά που θυμάται.
Αναφορές
American Historical Association. (2018). Bachelor’s Degrees in History Awarded, 2011–2017. Ανακτήθηκε από https://www.historians.org
Appleby, J. O., Hunt, L., & Jacob, M. C. (1994). Telling the Truth about History. New York: W. W. Norton & Company.
Assmann, J. (2011). Cultural Memory and Early Civilization: Writing, Remembrance, and Political Imagination. Cambridge: Cambridge University Press.
Carr, N. (2010). The Shallows: What the Internet Is Doing to Our Brains. New York: W. W. Norton & Company.
Edgerton, G. R. (2001). Television as historian: A completely different kind of history. In G. R. Edgerton & P. C. Rollins (Eds.), Television Histories: Shaping Collective Memory in the Media Age (pp. 1–16). Lexington, KY: University Press of Kentucky.
Grafton, A., & Grossman, J. (2015). Specialization in history and the undergraduate liberal arts education. Perspectives on History, 53(2), 20-29.
History UK. (2022). Trends in History Provision in UK Higher Education. Retrieved from https://www.history-uk.ac.uk/projects/trends-in-history/
Judt, T. (2005). Postwar: A History of Europe Since 1945. New York: Penguin Press.
Nussbaum, M. C. (2010). Not for Profit: Why Democracy Needs the Humanities. Princeton, NJ: Princeton University Press.
Pariser, E. (2011). The Filter Bubble: What the Internet Is Hiding from You. New York: Penguin Press.
Seixas, P., & Peck, C. (2004). Teaching Historical Thinking. In A. Sears & I. Wright (Eds.), Challenges and Prospects for Canadian Social Studies (pp. 109–117). Vancouver: Pacific Educational Press
Snyder, T. (2018). The Road to Unfreedom: Russia, Europe, America. New York: Tim Duggan Books.
Stearns, P. N. (2020). Meaning Over Memory: Recasting the Teaching of Culture and History. New York: Basic Books.
Todorov, T. (1995). Les abus de la mémoire. New York: Metropol.
Tosh, J. (2015). The Pursuit of History: Aims, Methods and New Directions in the Study of History (6th ed.). London: Routledge.
Wineburg, S. (2018). Why Learn History (When It’s Already on Your Phone). New York: University of Chicago Press.
*Ο Δρ Σταύρος Σταύρου είναι καθηγητής με σπουδές στην Ιστορία, τη Φιλολογία και την Ψυχολογία. Έχει διδάξει ιστορία, φιλοσοφία, γλώσσα και λογοτεχνία και το έργο του περιλαμβάνει δοκίμια, ποίηση και επιστημονικές μελέτες.
1 ORCID iD: 0009-0002-5983-1442
Πηγή: https://www.fractalart.gr/istoriki-mnimi-k-perithoriopoiisi-istorias/