- Αναδημοσίευση από το προσωπικό του Facebook
Σκοτείνιασε ξαφνικά ο κόσμος μητέρα.
Μέρα μεσημέρι κι ο ήλιος δεν ξεμυτά πιά.
Οι άνθρωποι σωστά θεριά γινήκανε
κι οι πεταλούδες δεν μας συντροφεύουν
στους απογευματινούς μας περιπάτους.
Άπλωσε το ροζιασμένο σου χέρι και σκέπασέ μας.
Φαντάζουμε μικροί Χριστοί
επάνω στους ξύλινους σταυρούς που άλλοι έφτιαξαν για μας
και ποθούμε να μας φιλήσεις τα ματωμένα μας πόδια
πριν το ‘’Τετέλεσται’’ στοιχειώσει τα φαγοπότια τους.
Δεν ήτανε για μας ο Γολγοθάς μητέρα.
Απωλέσαμε τη στοργή σου
απωλέσαμε το ψιθυριστό σου νανούρισμα μέσα στ’ αντάριασμα του κόσμου
απωλέσαμε το ξενύχτι σου
μέχρι ν’ ακούσεις το κλειδί της ξώπορτας να γυρίζει αργά αργά
στα παγωμένα σπλάχνα της άγριας νύχτας για να ησυχάσεις
απωλέσαμε το πνιγηρό σου δάκρυ
κάθε που άγνωστοι και πονηροί δρόμοι
σαβάνωναν την ύπαρξη και την αφέλειά μας.
Δική μας επίγεια Παναγιά.
Ρυτίδιασε το μέτωπό σου και το σώμα σου συρρικνώνεται.
Τα μαλλιά σου τα σκέπασε η πρωινή αχλή
όμως φιλόξενο πάντοτε το τσαρδί σου
θα μας στεγάσει όλους κι απόψε, μικρά και μεγάλα παιδιά.
Τι παράξενο, δεν έχει αστέρια ο ουρανός
και μια καταθλιπτική περίεργη μουσική
φέρνουν στις ράχες τους οι ξέμπαρκοι βοριάδες.
Οι άγγελοι δεν φορούν ιμάτια
μήτε στα ποδάρια τους σανδάλια και στους ώμους τους φτερά
καθώς οι σειρήνες ενός καινούργιου πολέμου
κουράρουν τις φωνητικές τους χορδές.
Δεν ήτανε για μας ο Γολγοθάς μητέρα.
Σε λίγο όλα θ’ αλλάξουν.
Κι εμείς μεγαλώσαμε απότομα χωρίς να το θελήσουμε.
Φαντάζουμε υπέργηροι έφηβοι
με τις κουδουνίστρες μας στα χέρια.
Κι οι σιδερένιες μας κούνιες
που μας σεργιάνιζαν κάποτε στα πλακόστρωτα της ευτυχίας και της ανεμελιάς
σκούριασαν από την γκρίζα βροχή που ραίνει θάνατο
κι αργοπεθαίνουν στις απόμερες μάντρες
όπου παροπλισμένα αποσύρονται τα όνειρα.
Πεινάμε, διψάμε, κρυώνουμε μητέρα.
Γιατί μεγαλώσαμε απότομα χωρίς να το θελήσουμε;
Μη φεύγεις σε θερμοπαρακαλούμε.
Κράτησε σφιχτά για λίγο ακόμη το χέρι μας.
Πικρή κι ασήκωτη η ορφάνια
και τα κίτρινα τριαντάφυλλα που φύτεψες πριν χρόνια
νιόπαντρη στον μεγάλο μας κήπο
δεν τόλμησαν ξανά να σηκώσουν ανάστημα.
Μη φεύγεις ακόμα.
Μείνε λίγο μέχρι να ολοκληρώσουμε το εικονοστάσι σου.
Κι αύριο το βράδυ
που θα γίνεις το πρώτο αστέρι που θα φωτίζει
το ερεβώδες κέλυφος του ουρανού
το καντήλι, το λιβάνι, και το μνημόσυνό μας
ας καταλαγιάσουν για λίγο της ψυχούλας σου τα κύματα.
Δική μας επίγεια Παναγιά.
Αναπαύσου τώρα γαλήνια στου Κύρη σου τα πληγωμένα γόνατα
και μη σταματάς να ισιώνεις τ’ ατημέλητα σγουρά μαλλιά μας.
Εξακολουθούμε να είμαστε παιδιά ακόμα
κι ας βάλθηκαν με το στανιό να μας γεράσουν.
Δεν ήτανε για μας ο Γολγοθάς μητέρα.
κδ
