'Ενας εγκάρδιος τρόπος για να χαιρετάς. Tα emojis ήρθαν για να μείνουν. (Φωτ. ASSOCIATED PRESS)
Πέρασα όλη την εβδομάδα αλληλογραφώντας με σχολεία του Λονδίνου. Επρόκειτο για γραφειοκρατική συνδιαλλαγή. 'Ολες οι απαντήσεις που έλαβα είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Το e-mail ξεκινούσε με το «Αγαπητή Ελεάννα». Παρήγγειλα ένα βιβλίο κι έλαβα ένα μήνυμα για την παραλαβή του: «Γεια σου Ελεάννα!, το βιβλίο σου έχει φτάσει και περιμένει…». Μου λείπει το «αγαπητή κυρία Βλαστού». 'Εξι χρόνια πριν είμαι βεβαία ότι υπήρχε, γιατί αλλιώς θα το είχα παρατηρήσει. Βλέπω μια αλλαγή στον τρόπο συνεννόησης, η κοινωνία γίνεται πιο ανεπίσημη, πιο κάζουαλ στον τρόπο που συνδιαλέγεται. Σαν μια τάση να μειώνεται η επιβεβλημένη φυσική απόσταση με μια λεκτική οικειότητα.
Όταν μπαίνω σε καταστήματα συχνά μου λένε «πώς είναι η μέρα σου;», οπότε μπαίνω συχνά στον πειρασμό να απαντήσω με μια ρεαλιστική περιγραφή, με μια ωριαία εξιστόρηση της πληκτικής μου ημέρας για να τους αποδείξω ότι υπάρχει πάντα ο κίνδυνος μια Ελληνίδα να εκλάβει κυριολεκτικά την ερώτηση. Όταν βγαίνω από καταστήματα, μου λένε «να έχεις μια όμορφη μέρα!» στο οποίο η κυρία, που συμπτωματικά βγαίναμε ταυτόχρονα, απάντησε: «'Εχω άλλα πλάνα». Άλλες φορές λένε «take care», το οποίο ελαφρώς με εκνευρίζει και δείχνει περισσότερα για τον χαρακτήρα μου παρά για όποιον λέει στον συνάνθρωπο να προσέχει. Παρόλο που γνωρίζω ότι είναι απλώς ο τρόπος να χαιρετάς τον άλλον, σαν μια τυπική αποφώνηση που προϋποθέτει απλώς ένα χαμόγελο, απαντώ το γλοιώδες «κι εσύ το ίδιο!».
Μετά υπάρχει η γραπτή επικοινωνία, τακτική και συχνά η μοναδική τώρα που η εργασία εξ αποστάσεως είναι για πολλούς γεγονός. 'Ολη η ζωντάνια της διά ζώσης κουβέντας ή έστω της τηλεφωνικής πρέπει να αντικατασταθεί με μια φιλική πρόταση ή με μια παράγραφο, που για να μη μοιάζει στεγνή πρέπει να εμπλουτιστεί με σημεία στίξης. Και εδώ εμφανίζεται το αντιπαθητικό θαυμαστικό. Με δυσκολεύει η χρήση των θαυμαστικών, έχω μάθει να τα κρατάω για οτιδήποτε άξιο θαυμασμού, πόνο, εκπλήξεις και εντολές. Είναι ο μοναδικός τρόπος να δείξω τον ενθουσιασμό μου, μια υποχρεωτική μη λεκτική νύξη ζήλου. Και όταν απαντώ στην ατελείωτη γκρουπαρισμένη αλληλογραφία με άλλες μαμάδες παιδιών σχολικής ηλικίας γράφω: «Θα έρθουμε με μεγάλη χαρά στο πάρτι του Μπεν! Ευχαριστούμε!», αλλά εάν γράψω «δυστυχώς δεν θα μπορέσουμε να έρθουμε στο πάρτι του Μπεν, ευχαριστούμε πολύ για την πρόσκληση» δεν μου μοιάζει θερμό. Μήπως πρέπει να βάλω «φιλιά» παρόλο που δεν τη γνωρίζω ή κάποιο εικονίδιο; Και προσθέτω κάποιο –οποιοδήποτε– χαμογελαστό εικονίδιο για να φανώ προσηνής, ενώ θα έπρεπε να ξέρω καλύτερα πώς να χειρίζομαι τη γλώσσα.
Μια νεότερη φίλη, τεχνολογικά γηγενής, μου είπε να το ξεπεράσω, τα emojis ήρθαν για να μείνουν και δεν δείχνουν ότι κάποιος είναι αγράμματος, είναι απλώς ο εγκάρδιος τρόπος να χαιρετάς. Η ίδια φίλη με επέπληξε όταν της έστειλα μήνυμα που εμπεριείχε τελεία. Μου έγραψε «οι τελείες δείχνουν την ηλικία σου». Γιατί, όπως μου εξήγησε, δεν είναι το πρόβλημα οι ρυτίδες, αλλά οι τελείες. Το σημείο στίξης που δείχνει ότι ολοκληρώνεις μια σκέψη θεωρείται επιθετικό.
Είναι η παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα της γλυκύτητας, της οικειότητας, της προσεκτικής αποφυγής οποιασδήποτε λέξης ή μη λεκτικού υπαινιγμού που μπορεί να θεωρηθεί απότομος ή ελαφρώς προσβλητικός. Ταυτόχρονα, όμως, οι απόψεις που εκφράζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι έντονες, γραμμένες με έναν απολύτως κατηγορηματικό τόνο. Οξύμωρο. Υπάρχει ένα τεχνολογικό χάσμα γενεών. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία μού γράφουν με κεφαλαία και έχω την αίσθηση ότι μου φωνάζουν ενώ μου εύχονται ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΣΟΥ και από κάτω υπογράφουν ΜΑΜΑ σαν να πρόκειται για κοστοβόρο τηλεγράφημα.
Νομίζω ότι ο χρόνος θα βρει τον τρόπο ώστε όλες οι τεχνολογικές γενιές να συνυπάρξουν επικοινωνώντας. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με τη διαχυτικότητα όταν αυτή μεταφράζεται σε αμεσότητα που θα οδηγήσει κάπου. Εάν έχει ένα στραβό η διαχυτικότητα είναι η ευκολία της. Δεν είναι απαραίτητα συνώνυμη με την αβρότητα. Η ευγένεια έχει να κάνει με το τι λέμε και με τον τρόπο που το εκφράζουμε. Παρακάμπτοντας όλα τα ενδιάμεσα στάδια και φτάνοντας από τον πληθυντικό –της δικής μας γλώσσας– στον ενικό, παραμένεις τυπικός, ενώ αποφεύγεις τη δουλειά της βαθμιαίας γνωριμίας, τον κόπο, αλλά και την ευφορία του να καλύψεις όλα τα στάδια κατευθυνόμενος στην ανεπισημότητα. 'Εχει και αυτό τη χάρη του, γιατί πράγματι οι ανθρώπινες σχέσεις υποφέρουν με τις πολλές επισημότητες. Κι αν μου λείπει το «αγαπητή κυρία Βλαστού», μπορώ να το δω γραμμένο αν ζητήσω δάνειο. Η τράπεζα θα μου αρνηθεί με λεπτότητα και θα κλείσει η αλληλογραφία ευπρεπώς με φιλικούς χαιρετισμούς.
* Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/