Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του βωβού κινηματογράφου, που απέκτησε διεθνή φήμη ενσαρκώνοντας τον Σαρλό, και σκόρπισε και σκορπά άφθονο γέλιο σε μικρούς και μεγάλους.
Ο Τσαρλς Σπένσερ «Τσάρλι» Τσάπλιν (Charles Spencer «Charlie» Chaplin) γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1889 στο Λονδίνο από γονείς θεατρίνους. Τα παιδικά του χρόνια κάθε άλλο παρά γελαστά κι ευτυχισμένα ήταν. Μετά τον πρώιμο χωρισμό των γονιών του πέρασε τη νηπιακή ηλικία του ανάμεσα σε μπουλούκια θεατρίνων, συνοδεύοντας τη μητέρα του στις περιοδείες της ανά την αγγλική επικράτεια.
Όταν, όμως, βρέθηκε ορφανός από πατέρα και με μητέρα άνεργη, η ζωή του μικρού Τσάρλι άρχισε να μοιάζει ολοένα και περισσότερο βγαλμένη από τις σελίδες του Ντίκενς. Για να κερδίσει το μεροκάματο της οικογένειας αυτοσχεδιάζει μικρά χορευτικά στους δρόμους του κακόφημου Λονδίνου και μαζεύει τις πενταροδεκάρες των περαστικών.
Όταν, όμως, βρέθηκε ορφανός από πατέρα και με μητέρα άνεργη, η ζωή του μικρού Τσάρλι άρχισε να μοιάζει ολοένα και περισσότερο βγαλμένη από τις σελίδες του Ντίκενς. Για να κερδίσει το μεροκάματο της οικογένειας αυτοσχεδιάζει μικρά χορευτικά στους δρόμους του κακόφημου Λονδίνου και μαζεύει τις πενταροδεκάρες των περαστικών.
Οι παλιές γνωριμίες των γονιών του τον βοήθησαν ωστόσο να βρει μία κανονική δουλειά στον παιδικό χορευτικό θίασο των «Eight Lancashire Lads». Σε ηλικία οκτώ ετών ήταν ήδη επαγγελματίας ηθοποιός, που ερμήνευε παιδικούς ρόλους σε παραστάσεις στο Λονδίνο και στα 17 του έγινε μέλος του επιτυχημένου τότε θιάσου του Φρεντ Κάρνο, με τον οποίον έκανε δύο περιοδείες στην Αμερική.
Ο Τσάρλι Τσάπλιν το 1918
Φθάνοντας στο Λος Άντζελες, τον Δεκέμβριο του 1913, ήταν ήδη αποφασισμένος να μη γυρίσει πίσω στην Αγγλία. Η πρώτη ταινία του «Making a living» (1914) δεν ενθουσίασε τους παραγωγούς του εκκολαπτόμενου τότε Χόλιγουντ, οι οποίοι όμως διέκριναν στον άγγλο κωμικό με το αστείο περπάτημα ένα ξεχωριστό ταλέντο. Ο Τσάπλιν ήθελε να κατακτήσει το καινούργιο μαζικό είδος διασκέδασης, μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη όλη την εμπειρία του πλανόδιου θεατρίνου.
Λίγους μήνες αργότερα και με 11 ταινίες στο ενεργητικό του νιώθει ήδη «βετεράνος» ηθοποιός, έτοιμος να πάρει ο ίδιος την κάμερα στα χέρια του. Είναι η εποχή του πειραματισμού, μέσα από τον οποίο θα γεννηθεί η τόσο οικεία και παγκοσμίως αναγνωρίσιμη εικόνα του Σαρλό: του καλοκάγαθου αλητάκου με το κοντό μαύρο μουστάκι, τα υπερμεγέθη παπούτσια, το ημίψηλο καπέλο σε μικρότερο από το κανονικό νούμερο και το μπαστούνι από μπαμπού, που προσπαθεί να επιβιώσει, διατηρώντας την αξιοπρέπειά του μέσα σ’ ένα κόσμο κοινωνικής αδικίας και ανισότητας.
Το 1921 βγαίνει στις αίθουσες το «Χαμίνι» («The Kid»), το οποίο μένει στην ιστορία ως το πρώτο αριστούργημά του. Εν τω μεταξύ, τα φτωχικά νιάτα του είναι μια μακρινή ανάμνηση. Με το νέο συμβόλαιο που υπογράφει στην εταιρεία Mutual, ο Τσάπλιν γίνεται ο πιο ακριβοπληρωμένος άνθρωπος στο Χόλιγουντ, με μισθό που δεν πέφτει κάτω από τις 10.000 δολάρια την εβδομάδα και με ένα επιπλέον μπόνους 150.000 δολαρίων. Διανύει την πιο δημιουργική περίοδο της καριέρας του, καθώς αναδεικνύεται σε ανυπέρβλητο μάστορα της παντομίμας, ικανό να οδηγεί τους θεατές του από το γέλιο στο δάκρυ με μία απλή έκφραση ή χειρονομία και με χάρη που συχνά παρομοιάζεται με εκείνη ενός χορευτή μπαλέτου.
Το 1919 ιδρύει τη United Artists μαζί με δύο ακόμη μεγάλους ηθοποιούς της εποχής του, τη Μαίρη Πίκφορντ και τον Ντάγκλας Φέρμπανκς, και συνεχίζει τις εισπρακτικές επιτυχίες του, αγνοώντας για αρκετά χρόνια τη νέα τεχνολογία του ομιλούντος κινηματογράφου, φοβούμενος ότι η ουσία της τέχνης του, η παντομίμα, θα εξαφανιζόταν ανάμεσα στους διαλόγους. Έργα του, όπως «Τα φώτα της πόλης» («City Lights»,1931) και οι «Μοντέρνοι καιροί» («Modern Times», 1936) ήταν βωβές ταινίες που γνώρισαν τεράστια επιτυχία την εποχή του ομιλούντος κινηματογράφου. Το 1940 γύρισε την πρώτη του ομιλούσα ταινία, τον «Μεγάλο Δικτάτορα» («The Great Dictator»), που ήταν μια σάτιρα του Αδόλφου Χίτλερ.
Οι θεατές όλου του κόσμου μπορεί να λάτρεψαν τον Τσάπλιν, οι επικριτές του όμως στην Αμερική δεν ήταν λίγοι. Αιτίες ήταν άλλοτε τα πολιτικά του φρονήματα (κατηγορήθηκε ως κομμουνιστής από το μακαρθικό λόμπι του Χόλιγουντ και πικραμένος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία το 1952) και άλλοτε η προσωπική ζωή του.΄Εκανε τέσσερις γάμους, εκ των οποίων οι δύο ήταν με ανήλικες νύφες: στα 28 του νυμφεύτηκε την 16χρονη ηθοποιό Μίλντρεντ Χάρις, στα 35 του την καλλονή Λολίτα Μακ Μάρεϊ (αργότερα Λίτα Γκρέι) και στα 44 τη 19χρονη ηθοποιό Πολέτ Γκοντάρ. Τέταρτη και τελευταία σύζυγός του υπήρξε η Ούνα Ο’ Νιλ, κόρη του θεατρικού συγγραφέα Ευγένιου Ο’ Νιλ. Όταν παντρεύτηκαν εκείνος ήταν 54 χρονών κι εκείνη 18. Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της, ο γάμος τους διάρκεσε μέχρι τον θάνατο του Τσάπλιν και μάλιστα το ζευγάρι απέκτησε οκτώ παιδιά.
Ο Τσάπλιν δεν έλαβε ποτέ ένα κανονικό βραβείο Όσκαρ. Τιμήθηκε το 1927 από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, που απονέμει τα Όσκαρ, για την «ιδιοφυή, συγγραφή, σκηνοθεσία και παραγωγή» της ταινίας «Το τσίρκο» και το 1972 για την «ανυπολόγιστη συμβολή του στην εξέλιξη του κινηματογράφου ως της μεγαλύτερης μορφής τέχνης του 20ου αιώνα». Το 1975 χρίστηκε ιππότης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας από τη βασίλισσα Ελισάβετ κι έγινε «σερ».
Ο Τσάρλι Τσάπλιν πέθανε τα Χριστούγεννα του 1977 στο Βεβέ της Ελβετίας, σε ηλικία 88 ετών.
Πηγή: https://www.sansimera.gr