Ζω στην Αθήνα πάνω από οκτώ χρόνια. Πλέον γνωρίζω καλά την πόλη· τους δρόμους της, τα καφενεία, τη ρεμπέτικη μουσική, τα πάρκα, τα θέατρα και βέβαια, τους μόνιμους τίτλους των εφημερίδων όπως «Αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης».
Αυτή η φράση δεν περιορίζεται στους τίτλους των μέσων. Υπάρχει στην πολιτική, στους κανονισμούς, στη συμπεριφορά των υπηρεσιών και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι. Λες και δεν έχει σημασία ποιος είσαι ή από τι έχεις δραπετεύσει· το μόνο που ρωτούν είναι: πώς ήρθες; Και αυτή η απλή ερώτηση μετατρέπει τη φυγή για επιβίωση σε κατηγορία.
Διέφυγα από μια χώρα όπου η πολιτική καταστολή, οι συλλήψεις και τα βασανιστήρια ήταν καθημερινότητα. Η φυλακή ήταν μια συνεχής απειλή, όχι μια μακρινή πιθανότητα.
Στην Τουρκία αναγνωρίστηκα ως πρόσφυγας, αλλά αυτό που λεγόταν «προστασία» ήταν στην πράξη μια ατελείωτη αναμονή. Είχες το δικαίωμα να αναπνέεις, αλλά όχι να ζεις. Περιμέναμε για χρόνια την επανεγκατάσταση σε τρίτη χώρα, χωρίς το δικαίωμα να εργαστούμε, να ταξιδέψουμε ή να επιλέξουμε πού θα μείνουμε. Κάθε πτυχή της ζωής μας εξαρτιόταν από μια υπογραφή που δεν ερχόταν ποτέ.
Όταν η ελπίδα της επανεγκατάστασης κατέρρευσε, πολλοί αποφάσισαν να μετακινηθούν. Όχι για μια «καλύτερη ζωή», αλλά για να σώσουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια τους. Το 2017, έκανα κι εγώ το βήμα. Ήταν ένας κρύος χειμώνας. Αλλά τη στιγμή που πέρασα από την Τουρκία στην Ελλάδα, δεν ήμουν πλέον «πρόσφυγας» ούτε «θύμα καταστολής». Μου δόθηκε ένα νέο όνομα: «μετανάστης». Μια απλή λέξη, αλλά γεμάτη με τους μηχανισμούς του αποκλεισμού.
Αυτή η ετικέτα δεν είναι απλώς αλλαγή λέξης· είναι μια μορφή συμβολικής βίας. Μια κρατική διαδικασία που διαγράφει το παρελθόν, τον πόνο, τον αγώνα και τη φυγή, εστιάζοντας μόνο στον τρόπο άφιξης. Η λέξη «μετανάστης» εξουδετερώνει το πολιτικό και νομικό παρελθόν του ανθρώπου. Και όταν τα μέσα, οι νόμοι και τα έντυπα την επαναλαμβάνουν, όλα φαίνονται φυσιολογικά. Δεν είσαι πλέον άνθρωπος που διέφυγε· είσαι ένα «πρόβλημα».

Ξενοδοχείο για πρόσφυγες του ΔΟΜ στην Αθήνα, 2020.
Το άσυλο σήμερα δεν αφορά πλέον τον λόγο της φυγής. Το ερώτημα δεν είναι γιατί ήρθες, αλλά αν ήρθες νόμιμα. Και η απάντηση είναι σχεδόν πάντα «όχι», γιατί το ίδιο το σύστημα δεν αφήνει κανέναν νόμιμο δρόμο. Δεν υπάρχει βίζα για κάποιον που διώκεται πολιτικά· δεν μπορείς καν να την αιτηθείς. Καμία πρεσβεία στη χώρα σου δεν θα σου δώσει ανθρωπιστική βίζα για να φύγεις. Ακόμα κι αν έδιναν, πώς μπορεί κάποιος να φύγει νόμιμα όταν τον κυνηγούν ή όταν πρέπει να επιλέξει μεταξύ φυλακής και διαφυγής; Όταν η ίδια η φυγή από τη φυλακή και τον θάνατο θεωρείται έγκλημα, δεν μιλάμε πια για νόμο· μιλάμε για άρνηση δικαιώματος.
Πολλοί Έλληνες πολιτικοί σήμερα μιλούν για «πίεση από τη μετανάστευση». Αλλά αυτή η γλώσσα αναπαράγει την κρίση, για να δικαιολογήσει μια μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης. Οι πρόσφυγες δεν αντιμετωπίζονται ως ανθρώπινη υπόθεση, αλλά ως διοικητικοί φάκελοι. Οι άνθρωποι δεν τιμωρούνται επειδή σώθηκαν, αλλά επειδή παραβίασαν έναν υποθετικό κανονισμό. Δεκαπέντε μήνες διοικητικής κράτησης χωρίς δίκη, μόνο και μόνο για διέλευση συνόρων, είναι αυτό που βλέπουμε σήμερα στην Κρήτη. Και αυτό δεν είναι μόνο απειλή για εμάς· είναι απειλή για τη δικαιοσύνη, γι’αυτό που ονομάζουμε κράτος δικαίου.
Τα κράτη δεν ρωτούν γιατί φύγαμε, γιατί αν ρωτήσουν, πρέπει να αντιμετωπίσουν τα δομικά αίτια αυτών των φυγών: την πολιτική καταπίεση, τους πολέμους δι’ αντιπροσώπων, την οικολογική και κλιματική κατάρρευση, την καταστολή και τη δομική φτώχεια. Αυτές οι φυγές δεν είναι τυχαίες. Είναι προϊόν της άνισης παγκοσμιοποίησης. Κανείς δεν ρισκάρει τη ζωή του σε φουσκωτές βάρκες για μια «καλύτερη ζωή». Αυτό είναι ψέμα. Όταν κάποιος μπαίνει στη θάλασσα, σημαίνει ότι στη στεριά δεν έχει χώρο για να αναπνεύσει.
Αλλά το επίσημο αφήγημα είναι άλλο. Ορισμένες κυβερνήσεις, με ρατσιστική γλώσσα, προσπαθούν να πείσουν ότι εκατομμύρια ανθρώπων «έρχονται για τα λεφτά». Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική: ακόμη και στα μεγαλύτερα μεταναστευτικά κύματα, οι αριθμοί είναι πολύ μικρότεροι από τη δημογραφική και οικονομική χωρητικότητα κάθε ευρωπαϊκής χώρας. Αν πράγματι πολιτισμός και οικονομία κινδυνεύουν από μερικές χιλιάδες πρόσφυγες, τότε ας αναρωτηθούμε πόσο εύθραυστος είναι αυτός ο πολιτισμός.
Αυτούς τους ισχυρισμούς τους άκουσα και στο Ιράν. Εκεί όπου μέχρι σήμερα η κυβέρνηση απελαύνει χιλιάδες στο όνομα της ασφάλειας και της σταθερότητας. Η ίδια γλώσσα, ο ίδιος γυμνός ρατσισμός που βλέπουμε σήμερα σε ορισμένα ελληνικά μέσα. Έφτασαν στο σημείο μερικά ιρανικά μέσα να λένε ότι οι γεννήσεις Αφγανών γυναικών πιέζουν το σύστημα υγείας! Από τέσσερα εκατομμύρια Αφγανούς σε μια χώρα με πάνω από 90 εκατομμύρια κατοίκους, πόσες είναι γυναίκες και πόσες από αυτές είναι έγκυες ώστε να απειλείται το σύστημα;
Αυτή η πολιτική δεν είναι προϊόν ανικανότητας, αλλά πολιτικής βούλησης: μια βούληση για έλεγχο, όχι για προστασία· για εξαναγκαστική σιωπή, όχι για ακρόαση. Οι άνθρωποι γίνονται φάκελοι. Οι φάκελοι γίνονται αριθμοί. Και οι αριθμοί, γίνονται άλλοθι για να κλείσουν οι πόρτες. Στο μεταξύ, οι προσωπικές αφηγήσεις, οι ιστορίες βίας και η μνήμη της αντίστασης ξεχνιούνται εύκολα.

Στρατόπεδο προσφύγων στη Μαλακάσα μετά την Πύλο.
Δεν περάσαμε μόνο γεωγραφικά σύνορα· περάσαμε σύνορα σιωπής, ταξινόμησης και λήθης. Όμως αυτό το πέρασμα πληρώνεται με τη διαγραφή των ίδιων πραγμάτων που μας ανάγκασαν να φύγουμε. Όταν το παρελθόν σου θεωρείται απειλή, για να μείνεις πρέπει να το ξεχάσεις. Αυτή η διαγραφή της μνήμης είναι η βασική βία του συστήματος. Και εκεί είναι που το σύστημα μετατρέπει το θύμα σε κάποιον «ενοχλητικό».
Αυτό το κείμενο δεν γράφεται για να παραπονεθώ, αλλά για να υπενθυμίσω. Ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Κρήτη δεν είναι εξαίρεση. Είναι μέρος μιας συνολικής πολιτικής που θέλει να αδειάσει το άσυλο – και τελικά τη ζωή – από το νόημα. Και αυτή η πολιτική δεν απειλεί μόνο τους πρόσφυγες, αλλά και τις ίδιες τις αρχές της δημοκρατίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Χρειαζόμαστε διάλογο, όχι ως διανοητική άσκηση, αλλά ως πολιτική πράξη. Όταν διαγράφονται οι αφηγήσεις, όταν η μνήμη καταπνίγεται, ο μόνος τρόπος αντίστασης είναι η ομιλία. Όχι για να προκαλέσουμε οίκτο, αλλά για να μη μας ξεχάσουν. Για να δείξουμε ότι παραμένουμε άνθρωποι.
Και αυτό είναι το μόνο αληθινό νόημα της προστασίας.
Πηγή: https://tvxs.gr/news/ellada/metanastis-ki-ego-mia-apli-lexi-alla-gemati-me-michanismoys-apokleismoy/