
Αυτό που συνέβη δεν έπρεπε να έχει συμβεί ποτέ
Κατ αρχήν φυσικά η ίδια η τραγωδία. Στη συνέχεια όμως η τροπή που πήρε ο δημόσιος διάλογος για τα αίτια και τις ευθύνες. Οι κατηγορίες που διατυπώθηκαν για μπάζωμα και συγκάλυψη ήταν μια απίστευτη σαχλαμάρα. Όποιος δεν υπηρετούσε κομματικούς, οπαδικούς ή απλώς ιδιοτελείς σκοπούς μπορούσε να το καταλάβει από την πρώτη στιγμή. Δεν συγκαλύπτεις τίποτα μπαζώνοντας την μία πλευρά του τόπου του δυστυχήματος και αφήνοντας άθικτη την άλλη.
Ας είναι, όλα αυτά καταρρέουν τώρα με τρόπο που εκπλήσσει ακόμα και τον πιο καχύποπτο παρατηρητή. Ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι ο νούμερο δύο της Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων θα εκβίαζε ουσιαστικά το ΕΟΔΑΣΑΜ, απειλώντας να αποκηρύξει την έκθεση και να βγει να το πει δημόσια, αν δεν έμπαιναν οι εκτιμήσεις του για την πυρόσφαιρα. Αυτές τις οποίες τώρα αποκηρύσσει το πανεπιστήμιο της Γάνδης. Αυτό δηλαδή το οποίο ο ίδιος επικαλέστηκε για να προσδώσει κύρος στα συμπεράσματα του. Πολύ περισσότερο ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι η ύπαρξη παράνομου φορτίου ήταν μια βολική απάντηση για να μην αναζητηθούν τα αίτια της φωτιάς στους μετασχηματιστές και τις εταιρείες που τις προμηθεύουν; Να γελάς και να κλαις.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως όσο περνά ο χρόνος θα μαθαίνουμε κι άλλα. Ίσως κάποτε να καταλήξουμε και σε ένα ευρύτερα αποδεκτό συμπέρασμα. Όχι κοινά αποδεκτό επειδή έχουμε πάψει να μπορούμε ως κοινωνία να συμφωνούμε ακόμα και στα στοιχειώδη, σε αυτά που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πραγματικά δεδομένα. Εδώ ίσως βρίσκεται και το ερώτημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει. Πώς δηλαδή επί ένα ολόκληρο χρόνο γίναμε όμηροι της πιο απίστευτης επιχείρησης παραπληροφόρησης και συνωμοσιολογίας. Πώς αντί να επικεντρωθούμε στα αίτια της τραγωδίας, τις δομικές αστοχίες του συστήματος και τις ευθύνες των αρμοδίων, κυνηγούσαμε το ανύπαρκτο ξυλόλιο;
Μια καλή αρχή θα ήταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Το κλίμα της τοξικότητας δηλαδή το οποίο επικρατεί. Αυτό που κάνει πολλούς πολίτες να θέλουν να πιστέψουν τη χειρότερη εκδοχή μόνο και μόνο επειδή θέλουν να φύγει ο Μητσοτάκης ή επειδή μισούν το σύστημα ή επειδή γενικώς θέλουν να εκδικηθούν την κοινωνία.
Σίγουρα για το κλίμα αυτό φέρει ευθύνη η κυβέρνηση. Ποτέ της δεν επιδίωξε τη συνεννόηση. Ακόμα χειρότερα η υπόθεση των υποκλοπών η οποία ποτέ δεν εξιχνιάστηκε, έχει αφήσει το στίγμα της και στο επίπεδο των προσωπικών σχέσεων. Το ίδιο φταίει και η αντιπολίτευση. Από την πρώτη στιγμή υιοθέτησε μια πολιτική μαξιμαλισμού, καταγγελιών και αμφισβήτησης κάθε πολιτικής, φτάνοντας μέχρι το σημείο να αμφισβητήσει τη νομιμοποίηση της κυβέρνησης αλλά και προσωπικά του πρωθυπουργού.
Μιλάμε φυσικά για τα θεσμικά κόμματα. Για τα υπόλοιπα η τοξικότητα αποτελεί το λόγο ύπαρξης τους. Κι ίσως αυτός να είναι ένας δεύτερος παράγοντας που εξηγεί τον εκτροχιασμό του δημόσιου διαλόγου: η ποιότητα των πολιτικών ηγεσιών. Μέχρι εκεί φτάνουν, αυτή την αντιπολίτευση μπορούν και ξέρουν να ασκούν. Ίσως αυτό να εξηγεί την ανθεκτικότητα της ΝΔ αλλά και το γιατί τους χωρίζει άβυσσος στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός από τον Μητσοτάκη.
Ο πιο σημαντικός παράγοντας ωστόσο ίσως είναι το μιντιακό τοπίο όπως έχει διαμορφωθεί με την κυριαρχία των σόσιαλ μίντια. Οι παλαιότεροι θυμούνται ασφαλώς τον καιρό που η ατζέντα της επικαιρότητας διαμορφωνόταν από τις εφημερίδες. Για τον λόγο αυτό ονομάζονταν και gatekeepers, θυρωροί της επικοινωνίας. Κάθε είδηση έπρεπε να αξιολογηθεί και να ελεγχθεί από επαγγελματίες δημοσιογράφους. Γίνονταν λάθη και πολλές φορές υπέκυπταν στον πειρασμό του εντυπωσιασμού σε βάρος της αλήθειας. Στις περισσότερες περιπτώσεις ωστόσο στο τέλος πλήρωναν το κόστος και έβγαιναν με τραυματισμένη την αξιοπιστία τους. Σήμερα αυτός ο ρόλος επιτελείται από τα σόσιαλ μίντια. Αυτά τις περισσότερες φορές θέτουν την ατζέντα. Άλλοτε με τρόπο τυχαίο άλλοτε μέσα από τη χειραγώγηση τους, πάντα ωστόσο με κύριο κριτήριο τον εντυπωσιασμό και την ικανότητα της είδησης να εξάπτει τα πάθη. Η λογική και το μέτρο έχουν εξοβελιστεί.
Έχει ενδιαφέρον ότι στη λογική των σόσιαλ μίντια, βοηθούσης και της οικονομικής καχεξίας, έχουν προσαρμοστεί και τα αποκαλούμενα συστημικά μέσα ενημέρωσης. Σε άλλες εποχές όλοι οι δημοσιογράφοι συμμετείχαν σε καθημερινή βάση σε συσκέψεις όπου κάθε είδηση αποτελούσε αντικείμενο συλλογικού προβληματισμού. Λειτουργούσαν αλλεπάλληλα φίλτρα αξιολόγησης και ελέγχου. Σήμερα οι περισσότεροι δημοσιογράφοι δεν εμφανίζονται καν στους χώρους δουλειάς, στέλνουν απλώς τη συνεργασία τους με το μέιλ. Και μαζί το κύριο μέλημα έχει γίνει να βγει το φύλλο ή το δελτίο της ημέρας. Το στελεχικό των μέσων ενημέρωσης έχει μειωθεί δραματικά, οι σοβαρές έρευνες, με λίγες εξαιρέσεις, είναι πολυτέλεια. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι για τόσους μήνες κανείς δεν έλεγξε την ποιότητα και τα επιστημονικά εφόδια των πραγματογνωμόνων. Ούτε ότι κανείς δεν επικοινώνησε με το πανεπιστήμιο της Γάνδης παρότι σε αυτό στηρίχθηκε η «επιβεβαίωση» του ξυλολίου με αποτέλεσμα να την πατήσει και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Το ότι δεν το έκανε ούτε η κυβέρνηση λέει επίσης πολλά αλλά πρόκειται για διαφορετικό θέμα.
Τέλος καλό όμως, όλα καλά; Όχι βέβαια. Κατ αρχήν επειδή έχει τόσο βαθιά εντυπωθεί στην κοινή γνώμη το αφήγημα της συγκάλυψης που όσα και αν αποκαλύπτονται, οι περισσότεροι κάποια δικαιολογία θα βρίσκουν για να επιβεβαιώνουν τις προκαταλήψεις τους. Όποιος λίγο παρακολουθεί τα σόσιαλ μίντια το βλέπει ήδη.
Το πιο σοβαρό ωστόσο είναι ότι τίποτα δεν μας διασφαλίζει πως δεν θα αντιμετωπίσουμε με τον ίδιο τρόπο το επόμενο κρίσιμο θέμα που θα πρέπει να μπει σε διάλογο. Και μπορεί να είναι ένα θέμα υπαρξιακό για τη χώρα, για την οικονομία ή την ασφάλεια.
Πηγή: https://www.protothema.gr/blogs/padelis-kapsis/article/1623453/xulolio-pou-mas-axizei/