- Αναδημοσίευση από το προσωπικό της Facebook
Η ελπίδα
Την προσδοκας όλο χαρά
μα στην σκοτωσαν πάλι.
Επάνω π ανθιζε η χαρά
την ξεριζωσαν οι άλλοι.
Σαν περιστέρι στο φτερό
ξανά την ελαβωσαν,
κάτω στην γη, καταχαμα
μεμιάς την απιθωσαν.
Δεν ξέρουνε οι άμοιροι
πως κι αν χαροπαλευει,
σε λίγο πάλι δυνατή
πελάγη θ αγναντεύει.
Αυτοί μπορεί να έχουνε
ρίζες βαθιές στο χώμα,
μα κείνη είναι αθάνατη,
δεν το μάθαν ακόμα.
Στα στήθη τα νεανικά
θεριευει και ανδρειωνει,
σαν αγριάδα και αυτή
την βγάζεις και φουντώνει!
Ελπίδα την φωνάζουνε
του κόσμου οι πονεμένοι,
κι είναι γι αυτούς παρηγοριά
και φίλη αγαπημένη.
Γι αυτό χορούς μην στήνετε,
σας έχει στο κατόπι,
και θα ρθει κάποτε η στιγμή
να τερματίσει πρώτη.
Σαν βλέπει μάνες να θρηνούν
στα μαύρα φορεμένες,
φτερά στα πόδια της φορεί
για τις αδικημένες.
Σαν το ποτάμι και αυτή
ξεχύνεται στους δρόμους,
μια φίλη ψάχνει καρδιακή
να πιάσει από τους ώμους.
Να την κουνήσει δυνατά
για να τηνε ξυπνήσει,
και στις μανουλες γρήγορα
να τηνε οδηγήσει.
Κράζει, φωνάζει δυνατά
με τέμπο τ όνομα της,
"Δικαιοσύνη, φίλη μου,
πού είσαι; Πού εχαθης;"
Και κείνη μόλις αγρικα,
τρέχει γοργά κοντά της,
δίνει τα χέρια της μεμιάς
και σφίγγει τα δικά της.
Χέρι με χέρι περπατούν
να φτάσουν στις μανάδες,
χαρά να τους προσφέρουνε,
να κάνουν τεμεναδες.
Εκείνοι που έφυγαν μακριά,
πίσω πια δεν γυρνάνε,
αυτό το ξέρουνε καλά
και δεν το λησμονανε.
Μα λίγο η καρδούλα τους
έτσι θα μαλακώσει,
και η κυρτή η ράχη τους
τα βάρη θα σηκώσει.
Δικαίωση θα φέρουνε
σαν δώρο στα παιδιά τους,
λίγη χαρά θα στειλουνε
κι ας είναι μακριά τους.
ΧΣ
