Δυτικά της Κρακοβίας
Τη Νύχτα των Κρυστάλλων
περιούσιος λαός
χρίστηκε
Θεού μισητού
λαός βδελυρός
Πάλλευκοι το δέμας Άριοι
στα ρείθρα του δρόμου
Στο ένα λυσσούσαν οι πολλοί ευφημούντες
Στο άλλο λιγοστοί εμβρόντητοι θεατές
Πολυβόλα την πορεία φρουρούσαν
Η εκατόμβη σκυμμένη τραβούσε για εκτοπισμό
Σπαράγματα ζωής καρφωμένα στο στήθος
γνέφανε «αντίο» στα άθικτα που έμεναν πίσω
να ψυχορραγούν,
δωμάτια, δρόμοι, πλατείες
ψίθυροι από έλατα, οξιές και σημύδες
ποταμιών κελαρύσματα
τα πρώτα μακριά παντελόνια
οι ντροπαλές καλτσοδέτες της ήβης
απαντοχές, προσμονές
επίορκοι όρκοι και άγουρα φιλιά
ανθισμένα χτενάκια στα μαλλιά
Κίνηση αργή, σιωπηλή, βιβλική
Κανείς δεν τους ρώτησε
αν ήθελαν να γίνουνε ήρωες
να σφραγίσουν του εικοστού αιώνα την Ιστορία
Μόνο που λαχταρούσαν
τον κόκκο ζωής που τους αναλογούσε
να μην τους τον αρπάξουν με βία
Σταχτιές βαλίτσες σε τρεμάμενα χέρια
ξεριζωμένα, λαβωμένα
κουβάλαγαν μια φωτογραφία, ένα φυλαχτό
μια αλλαξιά ρούχο θαμπό
Σαν να ψυχανεμίζονταν τα μελλούμενα
είχαν ντυθεί ομοιόμορφα την άβυσσο
χρώμα ανθρακί, μελανό, φουρτουνιασμένο
Κολυμπούσαν στον φόβο
Βουτούσαν στην απελπισία
Ναυαγούσαν γαντζωμένοι σε μια ελπίδα φτενή…
Ήταν μονάχα η αρχή
και το ημερολόγιο του χωροχρόνου έγραφε:
Ευρώπη
ώρα μεσάνυχτα
Εκκαθάριση-μίσος
Χωρίς αιδώ οι θύτες
(έχουν σαπίσει αιώνες τώρα τα φύλλα συκής)
Για τους αποδιοπομπαίους
βαγόνια καγκελόφραχτα
βογγητά κυλούσαν στις ράγες
Κροτάλιζαν των όπλων οι κάννες
Γεμίζανε οι σάκοι με της κτηνωδίας τα λάφυρα
Όλα είχαν του ολέθρου το σχήμα,
βέρες ματωμένες, καδένες και δόντια χρυσά
Οι φούρνοι είχανε σταματήσει
να ζυμώνουνε αλεύρι, να ροδοψήνουνε ψωμί
Πυρπολούσαν μονάχα τη στερνή των ανθρώπων πνοή
Δηλητηριώδες αέριο ύπουλος θάνατος
Η ασφυξία πιο δολερή
από τη σφαίρα και τη μαχαιριά
Ρούχα, παπούτσια, μαύρες κοτσίδες, κίτρινα άστρα
καρφώνονταν στο παραπέτο του καπνού
που οι καμινάδες ξερνούσαν νύχτα και μέρα
στον ορίζοντα πένθιμη δίνη
Οι τρυφερές ψυχές, ακρωτηριασμένες,
είχανε λησμονήσει
παιχνίδια λούτρινα, κούκλες, πριγκίπισσες
πατίνια, ποδήλατα, στρατιωτάκια μολυβένια
καουμπόηδες και Ινδιάνους, κλέφτες και αστυνόμους
Δεν έπαιζαν πια με ψεύτικα όπλα τα παιδιά
Δεν προλάβαιναν με τίποτε να παίξουνε
μέσα στο συρματόπλεγμα
εκείνα τα παιδιά
Μόνον άγρια όνειρα ονειρεύονταν…
σκότωναν τους δεσμοφύλακες…
δραπέτευαν από τον τρόμο…
«Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει…»
γιατί πεινάει, πονάει, κρυώνει, φοβάται
Δεν κλαίει που δεν την παίζουνε οι φιλενάδες της
Άσε που δεν τη φωνάζουν «Ελένη»,
μα Άριελ, Χάννα, Σάρα και Ρουθ
«Δεν περνάς, κυρά Μαρία, δεν περνάς, δεν περνάς…»
μα το όνομά σου δεν είναι «Μαρία»,
αλλά Σέλντα, Μαάλα, Εθελίντα
και ούτε πέρ’ από τον φράχτη
υπάρχει δρόμος για να πας
Τα κορμάκια σας θυσία
στου Μένγκελε και στου Αδόλφου
τον ανθρωποφάγο βωμό
Σαν νύχτωνε, τα θεριά κατάκοπα από τα φονικά
ονειροπολούσαν και συγκινούνταν
με τις ορχήστρες της κόλασης, όπερες και σονάτες.
Οι μήτρες ποιων γυναικών
αυτούς τους παράφρονες είχαν γεννήσει;
Με τι γάλα τα θεριά είχανε ποτιστεί;
Οι παραλογισμένοι και σαλοί
στων μανάδων τους κατάξανθους κόρφους
τι νανουρίσματα και τι παραμύθια είχαν αφουγκραστεί;
Των μακελάρηδων ο Θεός, κουφός και τυφλός,
πόσους Κάιν να είχε πλάσει
γιατί δεν θύμωνε, γιατί δεν ντρεπόταν
σε ποιο σκοτεινό παράλληλο σύμπαν κατοικούσε;
Είχε ανοίξει τις πύλες της φρίκης
η Νύχτα των Κρυστάλλων
όνομα εύηχο, ποιητικό
ευφημισμός για το τρομακτικό
***
Παραμυθένιο τοπίο
Ειρηνικό καταπράσινο λιβάδι
Πολύχρωμο πλήθος στη σειρά
Ανώτερα θηλαστικά
πληρώνουμε εισιτήριο
ν’ αφουγκραστούμε το φάντασμα
του προπατορικού μας θηρίου
Στον θολερό ορίζοντα
πήραν να φτερουγίζουνε μαύρα πουλιά
Οσφραινόμαστε αρχέγονη σκιά το κακό
Ψυχανεμιζόμαστε τις μακάβριες πομπές
λιτανεία τις οιμωγές
Χάνονται στ’ αγκωνάρια οι Άβελ
βυθίζονται σφάγια στην έρημη γη
Ο αγκυλωτός σταυρός
ουρλιάζοντας
τα heil, τα raus, τα Achtung, τα forbidden
καταδίκασε τους μη αρεστούς και τους διαφορετικούς
σαν υπάνθρωπους, κουσουρεμένους
Στον αγκυλωτό σταυρό επάνω
ξεψύχησε όλο της Γης το φως.
Τι λέξεις να γράψω;
Σημεία στίξης ποια να σκεφτώ;
Δεν αρκούν. Δεν αρκούν!
Κάτι άλλο, ανεύρετο, έχω ανάγκη
για τους ολολυγμούς και τις πηχτές σιωπές
για του πολέμου τον άναρθρο ά-λογο λόγο
του αισχρού ολετήρα κορμιών και ψυχών
Ευλαβικά στεκόμαστε στα θυμητάρια
Το λαρύγγι στεγνό
καταπίνει τις μισερές μας προσευχές
Οι ανάσες βγαίνουν βαριά.
Πώς θα μπορέσουμε να αγγίξουμε ξανά
μια πλάκα σαπούνι;…
Πάνω απ’ τα κεφάλια μας
τανιούνται μαύρα πουλιά
Πέρασε η ώρα
Σιγά-σιγά παίρνουμε τον δρόμο γι’ αλλού
Ο ξεναγός μας όλος σπουδή
το πρόγραμμα της περιήγησης ακολουθεί κατά γράμμα
Καταλαγιάζει το ρίγος
Ένα αόρατο φτερό
αποδιώχνει από τα μάτια
τους λυγμούς που σφηνώθηκαν πάνω μας
Μιλάμε χαμηλόφωνα για τους φταίχτες
και για κείνους τους άλλους
που δεν ήτανε θύματα, ούτε και θύτες
αλλά ουδέτεροι, γλοιώδεις, βουβοί·
και ασυγχώρητοι
Τα κρεματόρια πίσω μας στέκουν σβηστά
Η πιο σκοτεινή εποχή του ανθρώπου
κρεμάστηκε θηλιά σε τούτες τις καμινάδες
σ’ αυτά τα κρεματόρια τα σβηστά
Η οικτίρμων λήθη καμία θέση δεν έχει εδώ
για να μαλακώσει τη φρίκη
Αιώνιος ναός στη θεά Μνημοσύνη
τα στρατόπεδα-τάφοι
Μέσα τους η ελπίδα στριφογυρνά κολασμένη
Η Ανάστασή της αργεί
Δυτικά από την Κρακοβία
στο Μπιρκενάου και στο Άουσβιτς
πάνω από τα κεφάλια μας
γύπες ανατριχιαστικοί τον ουρανό κυκλώνουνε
Δεν μοιάζουν πεινασμένοι
δεν κρώζουν απειλητικά
Λείπανε χρόνια·
ταξίδευαν μακριά
Χορτασμένα από θάνατο
σμάρι όρνεα αρπακτικά
πάρωρα
επιστρέφουν
τα μισά από τη Λωρίδα της Γάζας
τα άλλα μισά από το Ναγκασάκι
Πηγή: https://www.fractalart.gr/dytika-tis-krakovias/