Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

ΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ!


Οι καμπάνες της Κυριακής ηχούσαν ακόμα, όταν το λεωφορείο μπήκε στο σταθμό. Ο κόσμος τον προσπερνούσε αδιάφορα, συζητώντας ζωηρά και σέρνοντας βαλίτσες κατά μήκος των διαδρόμων, ενώ μερικά παιδιά έτρεχαν εδώ κι εκεί, τραβώντας ανυπόμονα τους γονείς τους από το χέρι.

Διήγημα της Ηρώς Κάπα

Εκείνος απολάμβανε το βούισμα του πλήθους, τον έκανε να νιώθει ασφάλεια. Μέσα του είχε αρχίσει να γεννιέται η ελπίδα πως στον καινούριο τόπο θα μπορούσε να ανασάνει, θα μπορούσε να δουλέψει και να ζήσει ήσυχος. Ο ξάδερφός του, που είχε έρθει στη χώρα χρόνια πριν, πριν ακόμα ξεσπάσει χαλασμός στην πατρίδα τους, του είχε μιλήσει πολλές φορές για το χωριό, πως εκεί πάντα υπήρχε δουλειά και το αφεντικό του ήθελε χέρια στα χωράφια. Με τα πολλά τον έπεισε και του έστειλε τα λεφτά για ένα εισιτήριο, που τώρα στριφογύριζε νευρικά στα χέρια του. Από τα μεγάφωνα ακούγονταν αναγγελίες σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε, κι εκείνος από φόβο μη χάσει το λεωφορείο του είχε στυλώσει εδώ και ώρα τα μάτια του στον πίνακα με τα κόκκινα σημαδάκια που αναβόσβηναν. Πάλευε να αναγνωρίσει τα ψηφία και τα γράμματα που ήταν τυπωμένα στο εισιτήριό του.
Στην αρχή, η πόλη τον είχε τρομάξει. Τα παλιά κτήρια, που υψώνονταν πλάι σε ολοκαίνουριες γυαλιστερές κατασκευές, οι ανθρώπινες μάζες που συνωστίζονταν στα φανάρια, τα αυτοκίνητα, τα τραπεζάκια και οι καρέκλες στα πεζοδρόμια, η φασαρία. Όταν πρωτοπάτησε το πόδι του στο λιμάνι, η γη έμοιαζε ακόμα να κουνιέται κάτω απ’ τα πόδια του. Το στομάχι του δεν είχε πάψει ούτε στιγμή να ανακατεύεται στο μακρύ ταξίδι κι αγωνία του έκανε το χρόνο να διαστέλλεται χωρίς σταματημό. Η γεύση της αλμύρας στο στόμα του, η αίσθησή της στο κορμί του τού έφερναν εμετό. Τα δάχτυλά του, αγκυλωμένα, συνέχιζαν να κρατάνε ένα αόρατο σκοινί, που λίγες ώρες πριν διέτρεχε το περίγραμμα της βάρκας. Αυτή ήταν η ασφάλειά του. Αυτό είχαν πληρώσει τα τσαλακωμένα χαρτονομίσματα που κουβαλούσε κατάσαρκα κι ονειρευόταν πως κάποτε θα του πλήρωναν σπουδές και ταξίδια• ένα μικρό κομμάτι βάρκας πλάι σε άλλους δυστυχείς κι ένα κομμάτι σκοινί. Εδώ όμως όλα έμοιαζαν απολύτως φυσιολογικά• σα να προσγειώθηκε σε άλλο πλανήτη.
Η μπροστινή πόρτα του λεωφορείου άνοιξε. Η καρδιά του σκίρτησε• αυτό ήταν! Ανέβηκε απ’ τους πρώτους με το σακίδιο στα χέρια κι έδειξε στον οδηγό το εισιτήριό του. Αυτός τον κοίταξε καλά καλά, έριξε μια ματιά στο εισιτήριο και κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Χαμογέλασε διστακτικά και άρχισε να ψάχνει τη θέση του. Ευτυχώς ήταν δίπλα στο παράθυρο. Έσφιξε το σακίδιο στην αγκαλιά του και άρχισε να χαζεύει τον κόσμο που έμπαινε. Ένας απ’ τους επιβάτες, ψηλός, γκριζομάλλης, του θύμισε τον πατέρα του. Βούρκωσε, κι έστρεψε αμέσως το βλέμμα προς το παράθυρο. Σε λίγο θα ξεκινούσαν.
Αρκετά χιλιόμετρα μετά, εκείνος ο μελαγχολικός όγκος από τσιμέντο άρχισε να διαβρώνεται από μεγαλύτερα μπαλώματα πρασίνου, ώσπου εξαφανίστηκε εντελώς και τη θέση του έπαιρναν τώρα αχανείς εκτάσεις καλυμμένες με υγρό χορτάρι.
Βγαίνοντας από το σταθμό, ένα διάφανο ψιλόβροχο άρχισε να λερώνει τα τζάμια. Τέλη Νοέμβρη. Η μουντάδα συμπλήρωνε το τοπίο, με τις γκρίζες πολυκατοικίες και τα βιομηχανικά κτήρια να τρέχουν και να χάνονται πλάι στο λεωφορείο. Ο δρόμος ήταν φαρδύς, ανοιχτός. Ελάχιστα μόνο αυτοκίνητα τους προσπερνούσαν πού και πού, και τα λιγοστά δεντράκια που ξεφύτρωναν αραιά πίσω από τις μπάρες στην άκρη του οδοστρώματος, έμοιαζαν ασθενικά κι άχρωμα. Η βροχή έπιασε να δυναμώνει. Αρκετά χιλιόμετρα μετά, εκείνος ο μελαγχολικός όγκος από τσιμέντο άρχισε να διαβρώνεται από μεγαλύτερα μπαλώματα πρασίνου, ώσπου εξαφανίστηκε εντελώς και τη θέση του έπαιρναν τώρα αχανείς εκτάσεις καλυμμένες με υγρό χορτάρι. Ορεινοί γίγαντες ξεπρόβαλαν στο βάθος, άλλοι γυμνοί από βλάστηση και άλλοι κατάφυτοι. Μπροστά τους ένα τούνελ• στο ξαφνικό άγγιγμα του σκοταδιού παρέλυσε για λίγο κι έπειτα ανακάθισε ανήσυχος. Η απουσία του ήχου της βροχής πάνω στην οροφή του λεωφορείου τον ξάφνιασε. Μετά από λίγο όμως επανήλθε ισχυρότερη μαζί με το μίζερο φθινοπωριάτικο φως.
Μετά το τούνελ, ο δρόμος άρχισε να στενεύει, να γίνεται ανηφορικός κι απότομος, ενώ οι συνεχείς στροφές γίνονταν όλο και πιο επικίνδυνες μέσα στον καταιγισμό του νερού. Άλλο όχημα δε χωρούσε να περάσει. Πελώρια δέντρα έμοιαζαν να έρχονται όλο και πιο κοντά τους, σε μερικά σημεία έπλεκαν τα χοντρά κλαδιά τους πάνω από το λεωφορείο, μειώνοντας κάπως την καταρρακτώδη βροχή. Έμπαιναν στο δάσος. Κάποια στιγμή φρέναραν απότομα. Κάποιοι επιβάτες σηκώθηκαν, ο οδηγός κατέβηκε από το λεωφορείο κι άρχισε να κουνάει τα χέρια με απελπισία. Έπειτα έβγαλε το κινητό του για να τηλεφωνήσει. Αφού πέρασαν δέκα λεπτά σε ακινησία, ένας ένας κατέβαιναν τώρα όλοι οι επιβάτες. Τελευταίος εκείνος. Πλησίασε διστακτικά το πλήθος που είχε μαζευτεί πάνω από το εμπόδιο που τους έφραζε το δρόμο• ένα ελάφι. Ένα μεγάλο, βαρύ ζώο, που κειτόταν καταμεσής του δρόμου. Πώς βρέθηκε εδώ; Δε φαινόταν πληγωμένο, έμοιαζε απλά να κοιμάται. Ξεκουραζόταν στην άσφαλτο, με τις τρανές διακλαδώσεις των κεράτων του να καλύπτουν τον μισό δρόμο, ενώ η μπόρα το μαστίγωνε ανελέητα.
Λύπη τον πλημμύρισε για αυτό το περήφανο ζώο και τη μοίρα του. Θυμήθηκε το κορίτσι που έβγαλε από τα συντρίμμια, σκάβοντας σαν τρελός με χέρια ματωμένα και με τα αυτιά του να βουίζουν από τις σειρήνες. Το κορίτσι που δεν τον πήρε μαζί της, το κορίτσι που τον άφησε πίσω βουβό. Ο πόνος διαπέρασε τα σωθικά του απ’ άκρη σ’ άκρη. Έμεινε ώρα να στέκεται εκεί, λουσμένος στη βροχή, μπροστά στο νεκρό ζώο, ανάμεσα σε εκνευρισμένους ταξιδιώτες που μιλούσαν και χειρονομούσαν ακατάπαυστα σε μια άγνωστη γλώσσα. Κάποια στιγμή, λες και ξύπνησε από λήθαργο, γονάτισε πλάι στο ελάφι και ακούμπησε διστακτικά το χέρι του στα πλευρά του. Ξαφνιάστηκε από τη ζεστασιά του σώματος κι ύστερα τινάχτηκε. Το ζώο άνοιξε τα μάτια του, σηκώθηκε, βγήκε από το δρόμο και κατηφόρισε προς την καρδιά του δάσους.
Η Ηρώ Κάπα σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στο ΕΚΠΑ, όπου έκανε και μεταπτυχιακές σπουδές στη Μετάφραση-Μεταφρασεολογία. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά.

Πηγή: https://bookpress.gr