Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

ΠΡΟΤΑΣΗ…ΓΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗ!

Επιμέλεια: Ελένη Σοφού



Σε σας, που μέχρι τώρα δεν γυρίσατε
Σε σας, που η μοίρα φάνηκε σκληρή την δύσκολη την ώρα του πολέμου.
Σε σας, που στης πατρίδας μας το κάλεσμα
φωνάξατε «παρών» και δεν δειλιάσατε.

Τηλέφωνο με πήρανε από την επιτροπή. Όχι της διαπίστευσης, τη δική μας. Της εξακρίβωσης. «Έτοιμα» μου είπαν «τα λείψανα, να πάτε να τα παραλάβετε». Έτσι μου είπαν τον Γιωργάκη μου, λείψανα. «Να έρθετε να τον πάρετε που ταυτοποιήθηκε, να του κάνετε την κηδεία. Να πάτε σε γραφείο να τα κανονίσετε. Το και το και θα τα πληρώσει όλα το κράτος».
Τί γίνεται όταν ανακαλύπτονται τα οστά των αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής και επιστρέφονται στις γυναίκες που περίμεναν, τις συζύγους αλλά κυρίως τις μανάδες τους για να τα θάψουν; Τι γίνεται τώρα που εκείνοι που ήταν αγνοούμενοι βρέθηκαν; Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν τελικά να βρεθούν; Και τι γίνεται με τους αγνοούμενους από το πραξικόπημα; Είναι όλες οι μανάδες το ίδιο ηρωικές; Είναι για όλους ο θάνατος ο ίδιος; 

Ο πνευματικός και καλλιτεχνικός κόσμος της Κύπρου δεν ξεχνά την Κυπριακή τραγωδία. Εξακολουθεί να γράφει και να ξύνει πληγές, να γράφει και να πονάει αφόρητα. Ένα βιβλίο σαν αρχαία τραγωδία θα σας παρουσιάσω σήμερα επηρεασμένη από την εισβολή και την διχοτόμηση της Κύπρου το 1974. «Πικρία χώρα» ο τίτλος του βιβλίου της πολυβραβευμένης Κύπριας συγγραφέως Κωνσταντίας Σωτηρίου από τις εκδόσεις Πατάκη (2019). Το βιβλίο αυτό ολοκληρώνει την τριλογία που άρχισε με το πρώτο μυθιστόρημα της «Η Αϊσέ πάει διακοπές» (2015) και συνεχίστηκε με το «Φωνές από χώμα» (2017). 
To «Πικρία Χώρα» είναι ένα τραγούδι θρήνου, ένα μοιρολόι, που παγιδεύει το συναίσθημα μέσα από τις εικόνες, τις μεταφορές και την αφήγηση. Ένα παραμύθι που από τη δοξασία και την φαντασία μας περνά με φυσικότητα και άνεση σε σκηνές βίας και σκληρής απεικόνισης. Σε ένα παρελθόν όχι και τόσο μακρινό, που όλοι έχουμε θύμισες, όταν μάνες, αδελφές, σύζυγοι είχαν βγει στους δρόμους της Κύπρου με μια φωτογραφία στην καρδιά περιμένοντας με αγωνία εκείνον τον Γιωργάκη που από κανένα λεωφορείο δεν κατέβηκε. Η Σωτηρίου επηρεασμένη από μια κηδεία αγνοούμενου στην οποία είχε παραστεί και μετά από πολύ έρευνα στα ιστορικά γεγονότα ξεκίνησε να γράφει την ιστορία της Σπασούλας, την ιστορία άλλης μιας μάνας αγνοουμένου που μερόνυχτα αναμένει μια μάταιη επιστροφή. Η Σπασούλα είναι η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου. Τη τελευταία της νύχτα στον κόσµο, καθώς παραδίδει το πνεύµα της και ψυχορραγεί, συνοδεύεται στην άλλη όχθη από τις φίλες και γειτόνισσές της που τη συντρόφευαν σε όλη της τη ζωή. Μέσα από µύθους, παραµύθια και δοξασίες, µέσα από πικρές ιστορίες και αληθινά φαντάσµατα που µόνο οι γυναίκες µπορούν να δουν και να διηγηθούν, ξεδιπλώνεται η ιστορία των µανάδων των αγνοουμένων της Κύπρου. Πρόκειται για διηγήσεις γυναικών που δίνουν την δική τους οπτική για τον πόνο, την αναμονή, τη ματαίωση, την αλήθεια και τα ψέματα της ζωής, για την τραγική ιστορία του νησιού. 
Μια πολυφωνική νουβέλα βαθιά λυρική, που πατά με σιγουριά μεταξύ παραμυθιού και πραγματικότητας, με έντονη διάθεση βαθύτερης διερεύνησης της δραματικής ουσίας του ανθρώπου. Μια απέριττη ανατομία του γυναικείου δράματος το οποίο παίχτηκε γύρω από την τύχη των αγνοουμένων στην Κύπρο μετά την εισβολή του Αττίλα. Το ζήτημα του γυναικείου θρήνου παραμένει στο κέντρο αυτού του βιβλίου, ένας θρήνος που ψάχνει λίγο φως για να ξορκιστεί το κακό, να συνεχίσει η ζωή. «Γιατί φορούσε η γιαγιά Σπασούλα δυο μαντίλια; Γιατί φορούσε η γιαγιά δυο μαύρα μαντίλια; -Επειδή σαν κουβαλάς κομμάτι τον θάνατο, ένα μαντίλι το πένθος σου δεν μπορεί να το σηκώσει. Το πρώτο το μαντίλιν χαμηλά, να μεν φαίνονται μαλλιά, να μεν φαίνεται το μέτωπον, να κρύφκει την ομορφιάν. Το πρώτο το μαντίλιν να κρύφκει τη γυναίκαν. Το δεύτερον πάνω στους ώμους, ριχτό πάνω στη ράσσιην, άδητον, το δεύτερον το μαντίλιν. ΄Θκυο κουρούκλες πάνω της η γεναίκα. Θκυο κουρούκλες να σηκώσει το βάρος». 
Το βιβλίο αρχίζει με ένα αλληγορικό παραμύθι. Σ’ έναν τόπο που μαστίζεται από τη ξηρασία γεμάτο ποντίκια και φίδια ζει ένα παράξενο πλάσμα, ο Καρλίτο. Ο Καρλίτο ταυτίζεται με τον όλεθρο, το απόλυτο κακό. Είναι αυτός που έχει ταχτεί με τους πραξικοπηματίες στην απόπειρα κατά του Μακάριου. Είναι ένα πλάσμα που υπάρχει μόνο για να καταστρέφει. Ένα πλάσμα στη χειρότερη εκδοχή του, ένα πλάσμα ένοχο ακόμα και στο μυαλό της μητέρας του. Είναι ένοχος, ένα ζωντανό φάντασμα που κουβαλά το αίμα και το βάρος όχι μόνο του δικού του θανάτου αλλά και άλλων αθώων, ίσως κιόλας του ίδιου του τόπου. «Πού είναι πολύς ο Θεός; ρώτησε ο Καρλίτο. -Στον φόβο. Εκεί είναι πολύς ο Θεός. Όταν υπάρχει ο φόβος, ο Θεός είναι μπόλικος. Υπάρχει πολύς εκεί ο Θεός του απάντησε η μάνα. -Και όταν υπάρχει αγάπη; ήθελε να ρωτήσει ο Καρλίτο. Όταν υπάρχει αγάπη, πόσος είναι τότε ο Θεός; Όταν είναι τόσο πολύς στον φόβο, πόσος είναι στην αγάπη; Αλλά δεν ρώτησε. Αλλά ούτε εκείνη του απάντησε». 
Η Αντιγόνη στην τραγωδία του Σοφοκλή θάβει τον επίορκο αδερφό της, πιστή στην αγάπη και στις αρχέγονες αξίες της μητριαρχίας. Στην Πικρία χώρα, τα λείψανα του επίορκου γιου της Σπασούλας, για τους ίδιους λόγους, πρέπει να ταφούν σύμφωνα με τις παραδόσεις. Η ταφή του νεκρού είναι μια σημαντική τελετουργία που κουβάλα μεγάλο βάρος. Ο γιος της Σπασούλας στην προκειμένη περίπτωση έχει διαπράξει μια μεγάλη αμαρτία, το βάρος της οποίας βαραίνει ακόμη και τη μάνα του. Ωστόσο, τίποτα και κανένας δεν έχει το δικαίωμα να εμποδίσει την ταφή του. 
Η συγγραφέας καταφέρνει να ταξιδέψει τον αναγνώστη στο χρόνο και μέσα από ένα σύγχρονο μοιρολόι να αφηγηθεί μαζί του πικρές ιστορίες. Οι αναφορές στους ομαδικούς τάφους είναι ανατριχιαστικές. Ο θρήνος, ένας ποιητικός λόγος, συγκινεί και προβληματίζει. Ένας θρήνος κοινός ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες του τόπου, Τουρκοκύπριες ή Ελληνοκύπριες που έχασαν τους ανθρώπους τους μέσα από διάφορες καταστάσεις προδοσίας, συγκρούσεων και γεγονότων που ίσως να μεταμόρφωσαν απλούς και καθημερινούς ανθρώπους σε τέρατα ικανά να διαπράξουν δολοφονίες. Η συγγραφέας στηρίζεται σε ιστορικά στοιχεία. Η γλώσσα είναι απλή με ελληνικά της καθομιλουμένης, κυπριακά, τούρκικα, που πλουτίζουν τη γραφή και τη γλώσσα με νέους φθόγγους δημιουργώντας ένα δραματικό υπόβαθρο, και ο αναγνώστης ταξιδεύει οριοθετώντας τον τόπο και τον χρόνο. Ο χορός της αρχαίας τραγωδίας υπάρχει διάχυτα στο βιβλίο, Όπως στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη, ο χορός αποτελείται από γειτόνισσες της Ηλέκτρας που εμφανίζονται με την πρόφαση να την πάρουν σε τοπική εορτή, έτσι και εδώ, οι γειτόνισσες συντροφεύουν την ηρωίδα του βιβλίου, Σπασούλα, στη τελευταία της νύχτα στον κόσµο και στην αναζήτηση δικαιοσύνης μέχρι την τελευταία της πνοή. 
Μετά από 46 χρόνια από την τούρκικη εισβολή στην Κύπρο εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη ίχνη αγνοούμενων. Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που τα αναζητούν με επιμονή. Είναι οι συγγενείς των ανθρώπων που χάθηκαν κατά την διάρκεια των μαύρων γεγονότων. Είναι οι συγγενείς που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται. Είναι οι συγγενείς που περιμένουν πεισματικά ακόμη και σήμερα τη δικαίωση. 
Καλό διάβασμα! 

Λίγα λόγια για την συγγραφέα: 

Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε το 1975 στη Λευκωσία. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και κάτοχος μεταπτυχιακού στην ιστορία της Μέσης Ανατολής από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Εργάζεται ως λειτουργός τύπου στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το μυθιστόρημά της "Η Αϊσέ πάει διακοπές" βραβευμένο με το Athens Prize for Literature, ήταν στη βραχεία λίστα των κρατικών βραβείων Κύπρου και στη βραχεία λίστα στην κατηγορία των πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων των βραβείων του περιοδικού 'Ο Αναγνώστης' και του περιοδικού 'Κλεψύδρα'.
Αναδείχθηκε νικήτρια του λογοτεχνικού Βραβείου της Κοινοπολιτείας 2019 της περιφέρειας Ευρώπης και Καναδά, για το διήγημά της "Έθιμα θανάτου" που αποτελεί μέρος της "Πικρίας χώρας".