Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑΣΑΒΒΙΔΟΥ / ΠΟΙΑ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΟΤΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ (ΚΑΙ) Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΦΤΩΧΕΙΑ;

Φωτο Unsplash

 Ελένη Καρασαββίδου

Η 5η Δεκεμβρίου χρησιμοποιείται από τον ΟΗΕ ως Διεθνής Ημέρα Εθελοντισμού για την Οικονομική και Κοινωνική Ανάπτυξη, με βάση το ψήφισμα της 17ης Δεκεμβρίου του 1985. Ωστόσο ποια είναι η σημασία του εθελοντισμού και της ανάπτυξης, όταν ο εθελοντισμός σε αρκετές περιπτώσεις- βάλλεται είτε ως γραφικός, είτε ως μη-εθελοντισμός, είτε ως κάλυμμα κρατικών ανεπαρκειών, ενώσω υπάρχει (και) παιδική φτώχεια ακόμη και στην ανεπτυγμένη μας Ευρώπη;

Αν τα παιδιά μπορούσαν να έχουν δημόσια φωνή, τότε θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού τους (επειδή η παιδική ηλικία δεν αποτελεί μία ενότητα) δεν ζει σύμφωνα με τα πρότυπα που γνωρίζουμε μέσω των διαφημίσεων. Πίσω από αυτές τις αφηγήσεις της αγοράς στα ΜΜΕ υπάρχει η καθημερινή πραγματικότητα. Και τα παιδιά αντιμετωπίζουν κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό ακόμη και στα ‘ισχυρά έθνη’ μας ή στην ΕΕ.

Οι σύγχρονοι ορισμοί της επισημαίνουν πως αν η φτώχεια είναι τυπικά η έλλειψη του διάσημου βιοτικού επιπέδου, στην πραγματικότητα είναι και η έλλειψη πρόσβασης σε σημαντικά κοινωνικά αγαθά όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η οικιακή ζωή και ο ελεύθερος χρόνος. Στην Έκθεση για την Παιδική Φτώχεια και Ευημερία που εγκρίθηκε από την Επιτροπή Κοινωνικής Προστασίας στα 2018, υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά με αυτή την πραγματικότητα:

«Στην ΕΕ, ένα παιδί στα πέντε ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και στις περισσότερες χώρες αντιμετωπίζει μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Χρησιμοποιώντας κοινά συμφωνημένους δείκτες, η έκθεση προσδιορίζει τους κυρίαρχους παράγοντες που επηρεάζουν την παιδική φτώχεια σε κάθε χώρα. Υπάρχουν αρκετές παράμετροι που συμβάλλουν σε αυτό το πρόβλημα: ανεργία γονέων, φτώχεια εργαζομένων, ανεπαρκής υποστήριξη των οικογενειών. Κι όμως τα πράγματα μπορεί να είναι χειρότερα:

Σύμφωνα με Journal of Children’s Services, Ιούνιος 2007, «οι δείκτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό χρησιμοποιούν μόνο δύο μετρήσεις: το ποσοστό των παιδιών που ζουν σε νοικοκυριά με εισόδημα κάτω του 60% του εθνικού εισοδήματος χρησιμοποιώντας την τροποποιημένη κλίμακα ισοδυναμίας του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας) και το ποσοστό των παιδιών (που αναγνωρίζονται ως άτομα κάτω των 17 ετών) που ζουν σε νοικοκυριά ανέργων. Το Journal «αναπτύσσει έναν νέο δείκτη παιδικής φτώχειας με βάση δείκτες εισοδήματος, υποκειμενικούς δείκτες και δείκτες στέρησης, οι οποίοι μπορεί να είναι πιο αξιόπιστοι από το εισόδημα μόνο του». Σύμφωνα με τους συγγραφείς «τα συμπεράσματα είναι ότι:

(1) η εισοδηματική φτώχεια και η ανεργία είναι δείκτες για την έλλειψη της παιδικής ευημερίας, · (2) η έννοια της στέρησης (υπηρεσιών κι όχι μόνο αγαθών) έχει ισχυρότερη σχέση με τη συνολική ευημερία από τη σχετική εισοδηματική φτώχεια ή την ανεργία· (3) υπάρχουν ορισμένοι άλλοι μεμονωμένοι δείκτες ευημερίας των παιδιών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αλλά αγνοούνται.

«Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι επαγγελματίες στις δυτικές ανεπτυγμένες χώρες έχουν ασχοληθεί ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια με την αντιμετώπιση της παιδικής φτώχειας και την ενίσχυση της ευημερίας των παιδιών (π.χ. Bradshaw & Mayhew, 2005; Jordan, 2006; Ben-Arieh & Goerge, 2006). Σύμφωνα με την έρευνα, ο κίνδυνος φτώχειας είναι υψηλότερος για τα παιδιά από ό,τι για ολόκληρο τον πληθυσμό σε όλη την Ευρώπη, παρά τις διαφορές σε ποιοτικούς και ποσοτικούς παράγοντες και παρά την «κοινωνική υποκειμενικότητα» των ερευνητικών κριτηρίων.

Αξιοσημείωτο είναι ότι μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ισπανία και η Πορτογαλία έχουν 10% περισσότερο παιδικό πληθυσμό σε φτώχεια σε σύγκριση με τον πληθυσμό στο σύνολό του». Αυτά τα δεδομένα μπορεί να εγείρουν ένα ερώτημα που αφορά δύο παράγοντες. Είναι οι οικογενειοκεντρικές κοινωνίες λιγότερο επικίνδυνες για την ανάπτυξη παιδικής φτώχειας ή στην πραγματικότητα ο οικογενειοκεντρισμός λειτουργεί με τρόπο που αποκρύπτει το πραγματικό ποσοστό παιδικής φτώχειας, αντικαθιστώντας το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας; Μπορούμε να το μετρήσουμε αυτό σε μια πανευρωπαϊκή συγκριτική ανάλυση;

Υπάρχουν πολλά προβλήματα άλλωστε με τον ορισμό της φτώχειας βάσει εισοδήματος, καθώς όπως (Bradshaw, 2007) είναι ουσιαστικό αυθαίρετο, αποκύημα μιας δημιουργικής λογιστικής που χρησιμοποιούν κυβερνήσεις και υπερεθνικοί οργανισμοί. Έχει εκδοθεί πληθώρα εργασιών που διερευνούν διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους οι εισοδηματικές μετρήσεις της φτώχειας είναι ανεπαρκείς (π.χ. Kangas & Ritakllio, 1998; Berthoud, 2004; McKay, 2004). Π.χ. σε σχέση με την λεγόμενη Υποκειμενική φτώχεια:

Ένα νοικοκυριό μπορεί να μην είναι σε θέση να τα βγάλει πέρα ​​παρά το γεγονός ότι δεν βρίσκεται στατιστικά σε συνθήκες φτώχειας με τον ‘τυπικό τρόπο’, εάν η κατοικία όπου ζει δεν είναι σε θέση να ακολουθήσει αυτό που θεωρείται αποδεκτό ως «πρότυπο διαβίωσης» στην προσφορά οικονομικού, συναισθηματικού και πολιτιστικού κεφαλαίου».

Για παράδειγμα, όταν οι Bradshaw, Ritakllio και Richardson στην έρευνά τους έθεσαν διάφορα ερωτήματα σχετικά με το ευρωπαϊκό βιοτικό επίπεδο (Journal of Children’s Services Τόμος 2 Τεύχος 1 Ιούνιος 2007) σε οικογενειοκεντρικές κοινωνίες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, περισσότερο από το μισό του πληθυσμού στερείται τριών ή περισσότερων ειδών που θεωρούνται κοινός τόπος. Ωστόσο, αυτό το φάσμα των ερωτήσεων δεν τέθηκε ποτέ υπόψη στην πλειονότητα των εθνικών ερευνών και των αναφορών τους.

Ωστόσο, υπάρχει μια άλλη σημαντική έρευνα με τίτλο «Παιδική φτώχεια σε χώρες με περιορισμένη πρόσβαση», μια έκθεση της UNICEF. Σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, «τα ποσοστά παιδικής φτώχειας στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου κυμαίνονται από κάτω από 3% έως πάνω από 25%. Ένα στα έξι παιδιά του πλούσιου κόσμου ζει σε συνθήκες φτώχειας.

Συνολικά, περίπου 47 εκατομμύρια παιδιά στις χώρες του ΟΟΣΑ ζουν κάτω από τα εθνικά τους όρια φτώχειας. Οι χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά παιδικής φτώχειας διαθέτουν τα υψηλότερα ποσοστά του ΑΕΠ σε κοινωνικές δαπάνες γεγονός που καταδεικνύει την ανάγκη ισχυρού κράτους πρόνοιας που θεωρείται βαρίδιο στους καιρούς του άκρατου νεοφιλελευθερισμού.

Η έρευνα επισημαίνει επίσης ότι η διατομεακότητα, δηλαδή η σύνδεση πολλαπλών μειονοτικών ταυτοτήτων έχει ευθεία αναφορά με το φαινόμενο, καθώς «οι πιθανότητες ενός παιδιού να ζει σε συνθήκες φτώχειας είναι, κατά μέσο όρο, τέσσερις φορές μεγαλύτερες στις μονογονεϊκές οικογένειες» (κάτι κοινό ίσως με την πραγματικότητα κι άλλων εναλλακτικών οικογενειακών μονάδων), ενώ τα παιδιά μεταναστών γονέων πρέπει να αντιμετωπίσουν την έλλειψη οικονομικού και πολιτιστικού κεφαλαίου που παγιώνουν τόσο την φτώχεια όσο και τον κοινωνικό τους αποκλεισμό.

Στο δοκίμιό της «Καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας στην ΕΕ», η Dominic Richardson, Αναλύτρια Πολιτικής, σε Δημόσια Ακρόαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, επεσήμανε κάποτε ότι παρόλο που δεν υπάρχει ένας ομοιογενής ευρωπαϊκός ορισμός ή ‘μια πραγματικότητα’ για την παιδική φτώχεια, γενικά είναι «πολύ υψηλή» και περιλαμβάνει άλλους παράγοντες ετερογένειας, όπως η ηλικία, η ταξική διαίρεση (οι εσωτερικοί αποκλεισμένοι του δυτικού κόσμου και οι ξένοι), η γονική ανεργία, η φυλή (ρομά ή μετανάστες/πρόσφυγες) η αρτιμέλεια (πόσοι ανάπηροι βοηθιούνται να έχουν παιδιά ή ως παιδιά;

Αν κι εδώ αξίζει ένα μπράβο στο Υπουργείο Παιδείας για την σημαντική πρωτοβουλία του να αφιερωθεί η 3η του Δεκέμβρη στα ΑΜΕΑ, εάν δεν συνοδεύονται οι ενταξιακές νοοτροπίες με δομικές αλλαγές θα είναι μονίμως ανεπαρκείς) και η μονογονεϊκότητα.

Ωστόσο, για τα παιδιά, ο φύλακας της κοινωνικής τους ένταξης, το πιο σημαντικό κοινωνικό αγαθό από όλα ήταν και είναι η γενικευμένη με αγώνες εκπαίδευση, παρά τα επιμέρους προβλήματά της. Ωστόσο, πολλά παιδιά, ιδίως τα τράνζιτ ή τα μόνιμα παιδιά των ‘άλλων’ στην ήπειρο, δεν περιλαμβάνονται στο εκπαιδευτικό σύστημα, κάτι που παραβιάζει τη σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού. Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που αυτά τα παιδιά περιλαμβάνονται στο εκπαιδευτικό σύστημα, η έλλειψη του κατάλληλου πολιτιστικού κεφαλαίου, η απουσία μητρικής γλώσσας και η στερεοτυπική στάση τόσο από μαθητές/τριες όσο και από κάποιους/ες εκπαιδευτικούς τα κάνουν να αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα εμπόδια.

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η πλειοψηφία των παιδιών που προέρχονται από κοινωνικά αποκλεισμένα περιβάλλοντα αποτυγχάνουν σε ένα είδος αυτοπραγματοποιούμενης προφητείας, κι επειδή ανήκουν σε μη άριστα ή/και αρεστά κομμάτια του πληθυσμού, χρησιμοποιούνται αναπαραστατικά ως μηχανισμός νομιμοποίησης κι αναπαραγωγής των κοινωνικά αποκλεισμένων πληθυσμών, αφήνοντας την αληθινή κοινωνική και οικονομική πρόοδο ανολοκλήρωτη και την ερώτηση ‘ποια είναι η έννοια της ανάπτυξης όταν’ -συμπληρωματικά σε αρκετά άλλα επίσης αρνητικά- ‘υπάρχει παιδική φτώχεια ακόμη και στην ΕΕ ανοιχτή…

Πηγή: https://tvxs.gr/apopseis/arthra-gnomis/eleni-karasavvidoy-poia-i-ennoia-tis-anaptyxis-otan-yparchei-kai-i-paidiki-ftocheia/