Συναναστρέφομαι εδώ και έξι εικοσιτετράωρα αποκλειστικά με ταξιδιωτικούς πράκτορες. Μαζί τους πίνω, τρώω, συζητάω, γλεντάω, γκρινιάζω όταν περπατάμε πάνω από δεκαπέντε χιλιόμετρα τη μέρα, διατυπώνω εύστοχες ή παιδαριώδεις απορίες. Αποχωριζόμαστε κατάκοποι για ύπνο, αφού μεριμνήσουν να πεταχτώ εγκαίρως, χαράματα, από το κρεββάτι για να ξαναβγούμε στον δρόμο. Πού βρίσκομαι; Γιατί είμαι εδώ; Δεν έχει σημασία. Πρόκειται για το πιο παράξενο γκρουπ: έχει έναν και μοναδικό ερασιτέχνη και εφτά επαγγελματίες του ταξιδιού.
Τι φρούτα, τι παράξενα πουλιά είναι αυτές οι πρακτόρισσες και οι πράκτορες! Άνθρωποι ετερόκλητοι, ποικίλων προελεύσεων και βιογραφικών. Στο επάγγελμά τους μόνο τα ουσιαστικά προσόντα μετράνε - πτυχία μετ’επαίνων ή υψηλές γνωριμίες δεν σε πάνε πουθενά. Ο ένας είναι πρώην ναυτικός, μερακλής με το σκάκι και με το καλό κρασί. Ο άλλος παθιασμένος με τις πολεμικές τέχνες. Ο ένας είδε μια αγγελία "ζητείται υπάλληλος γενικών καθηκόντων" κι αφού ξόδεψε κάμποσο χρόνο κάνοντας θελήματα με το μηχανάκι, τον έστειλαν στο πρώτο του ταξίδι. Η άλλη ήταν φοιτήτρια, μοσχοθυγατέρα, όταν -για χαρτζιλίκι- άρχισε να σηκώνει τα τηλέφωνα σε ένα τουριστικό γραφείο. "Θα συνοδεύσεις, μάτια μου, ένα γκρουπ στο Παρίσι, που έχεις και Sorbonne 3;" της πρότεινε το αφεντικό της. Κι εκείνη, από άγνοια κινδύνου, δέχθηκε. Και ένας νέος κόσμος ανοίχτηκε μπροστά της.
Τι σόι δουλειά είναι αυτή; Από τις πιο περίπλοκες, από τις πιο ζόρικες. Να σχεδιάζεις εκδρομές κάθε λογής. Πενθήμερα για οικογένειες με παιδάκια, για ζευγάρια που στα εβδομήντα τους θέλουν να ζήσουν δεύτερο μήνα του μέλιτος, για αεικίνητες χήρες. Στο Λονδίνο, στη Στοκχόλμη, στη Βιέννη. Προσκυνήματα στους Αγίους Τόπους και στις χαμένες πατρίδες. Εξορμήσεις -αυτό είναι το αληθινά συναρπαστικό- στην άλλη άκρη του πλανήτη. Σε εντελώς απροσδόκητους προορισμούς. Τρεις εβδομάδες στην Ανταρκτική, να κατασκηνώσετε στους πάγους, να παρατηρήσετε τους πιγκουίνους. Ή στο Περού, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν. Ακόμα και στη Βόρεια Κορέα. "Είναι ανοιχτή η Βόρεια Κορέα για τους τουρίστες;" μένω έκπληκτος. "Μέχρι την πανδημία ήταν. Απλώς, με το που περνούσες τα σύνορα, άφηνες το διαβατήριο, το κινητό, τη φωτογραφική -εάν είχες- μηχανή. Σού τα επέστρεφαν όταν αναχωρούσες. Η πρώτη επίσκεψη υποχρεωτικά στο άγαλμα του Κιμ, όπου ο αρχηγός κατέθετε λουλούδια και το γκρουπ υποκλινόταν…".
Να σχεδιάζεις εκδρομές, να τις κοστολογείς, να τις διαφημίζεις στο κοινό, που -όπως μου είπαν- φτάνει στην Ελλάδα τους τριακόσιες χιλιάδες ανθρώπους, τόσοι ταξιδεύουν οργανωμένα. Και την ημέρα της αναχώρησης να γίνεσαι ο αρχηγός. Να παίρνεις υπό την καθοδήγησή σου δεκαπέντε ή τριάντα ψυχές, να τις μπαινοβγάζεις σε αεροπλάνα, τρένα, πλοία, έλκηθρα, να είσαι ο καλός ποιμήν τους, προστάτης, παρηγορητής, εμπειρικός ψυχαναλυτής. Ευθύνη σου οι ξεναγοί και οι οδηγοί των πούλμαν. Εσύ οφείλεις να συνεννοείσαι με υπαλλήλους αεροδρομίων και ρεσεψιονίστ. Να παζαρεύεις για λογαριασμό των εκδρομέων περσικά χαλιά, χρυσοποίκιλτους βούδες. Τα απρόοπτα μέσα στο πρόγραμμα. Από το να μην φτάσουν οι βαλίτσες στον προορισμό – "πάντα να έχετε" συμβουλεύεις "μια αλλαξιά στο σακκίδιό σας". Μέχρι να χάσει κάποιος το διαβατήριο ή και τη ζωή του. Κάθε αρχηγός εκδρομών ανακαλεί έναν τουλάχιστον θάνατο. "Μου είχε εμφανιστεί ο μεγαλοχειρουργός σε ιατρικό συνέδριο συνοδευόμενος από τη σύζυγό του. Στην Κούβα όμως ήρθε σόλο, εφοδιασμένος με βιάγκρα. Έσμιξε από την πρώτη μέρα με μια αιθέρια μιγάδα, στην αγκαλιά της οποίας και τα τίναξε. Εκείνη έσπευσε να εξαφανιστεί, εγώ του έκλεισα τα μάτια. Τηλεφωνώ στη γυναίκα του, "ήθελε σεξοτουρισμό ο πορνόγερος” με πιάνει από τα μούτρα, "όποια τον ξέκανε, χάρισμα της!” Μια βδομάδα μού πήρε για να επαναπατρίσω τη σορό…".
Οι επαγγελματίες ταξιδιώτες βρίσκονται τον μισό τουλάχιστον χρόνο καθ’ οδόν. Παρά -ή ίσως ακριβώς για αυτό- είναι υποδειγματικοί οικογενειάρχες. Ποιος γάμος παίρνει τόσες βαθιές ανάσες; Είναι επίσης γλαφυροί αφηγητές, σού μιλούν για ηλιοβασιλέμματα στο Σουδάν με θέα τις πυραμίδες, για τα ραφτάδικα της νοτιανατολικής Ασίας που σού φτιάχνουν κοστούμι σε τρεις ώρες, για τις καβάντζες -οι παλαιότεροι- που είχαν στις χώρες του "υπαρκτού σοσιαλισμού". Στα γκρουπ έχει αρκετούς που τους αρκεί η τουριστική βιτρίνα της κάθε χώρας. Το κύριο μέλημά τους είναι να βρεθούν στα αξιοθέατα και να τραβήξουν σέλφι, ποιος θα τις ανεβάσει πρώτος στα σόσιαλ μίντια. Οι αρχηγοί αντιθέτως συγχρωτίζονται με τον ντόπιο πληθυσμό. Μυρίζονται τι συμβαίνει στις κοινωνίες.
"Πότε ξεκίνησε ο οργανωμένος τουρισμός;". "Στην Ελλάδα; Τέλη των ‘60ς αρχές των ‘70ς. Τότε απευθυνόταν στην οικονομική αφρόκρεμα, τα εισιτήρια και τα ξενοδοχεία ήταν πανάκριβα. Έπρεπε να έχεις πολύ παχύ πορτοφόλι για να "εξερευνήσεις” την Αμερική ή για να πας κρουαζιέρα, οι μεγαλοκυρίες έκαναν γκράντε εμφανίσεις με τουαλέτες. Από τη δεκαετία του 1980, ξεκίνησε να ταξιδεύει και η μεσαία τάξη. Που βολευόταν και σε ένα εστιατόριο του συρμού, μέτραγε εξάλλου και το τάληρο, δεν είχε περιθώριο για χουβαρνταλίκια…". "Παραμένει πάντως ακριβό σπορ. Σε πόσους περισσεύουν τέσσερα χιλιάρικα για να πάνε στην Ινδονησία;". "Μην το λες. Τα ταξίδια είναι αλκοολίκι. Υπάρχουν άνθρωποι που στερούνται την ταβέρνα, το καινούργιο ρούχο για να ανοιχτούν στα μήκη και στα πλάτη.
Η πιο αξιομνημόνευτη περίπτωση; Η κυρία Ερμιόνη. Καθαρίστρια -στον σταυρό που σού κάνω- σε παρακατιανό ξενοδοχείο στη Λάρισα. Μεγάλη γυναίκα, ταλαιπωρημένη. Και όμως, είχε πάθος να γνωρίσει τον κόσμο. Ερχόταν στο γραφείο μια φορά τον χρόνο, "έχω μαζέψει τόσα” μου’λεγε. "Πού θα με στείλεις;” Δεν ήξερε καλά-καλά να διαβάζει, δεν καταλάβαινε από ξεναγήσεις. Καθόταν στις πλατείες, σε παγκάκια, και χάζευε τους διαβάτες, τα κτήρια, τα αγάλματα στα μουσεία. Έβλεπε πολύ περισσότερα από τον μέσο πελάτη μας. Στα δείπνα πάντα παράμερα, στην άκρη-άκρη του τραπεζιού. Στις κουβέντες δεν συμμετείχε, "κρατάω” έλεγε "τη θέση μου”. Με σπουργιτάκι έμοιαζε. Που είχε καρδιά άλμπατρος."
* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
Πηγή:https://www.capital.gr/xristos-xomenidis/3880753/spourgiti-me-kardia-almpatros/