Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024

ΔΙΗΓΗΜΑ: «ΚΟΡΙΤΣΙΣΤΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑ»!

Της Μάγιας Πρωίου //


«Κοριτσίστικη καρδιά»

Ήμουν δεκάξι χρονών, τέλειωνα την πρώτη λυκείου και διάβαζα σαν παλαβή. Λες κι είχα υπογράψει συμβόλαιο με το Θεό πως αν έβγαζα το μεγαλύτερο μέσο όρο της τάξης, ο δρόμος προς την ενηλικίωση θα ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Ο Βασίλης καθόταν στο τελευταίο θρανίο. Ήσυχο παιδί. Δεν τον είχα ακούσει ποτέ να παίρνει το λόγο στο μάθημα. Λίγο πριν τις εξετάσεις του Ιουνίου, μου ζήτησε να βρεθούμε για να μου μιλήσει.
Μου κόπηκαν τα πόδια. Πρώτη φορά αγόρι μου ζητούσε ραντεβού. Η φαντασία μου οργίασε. Θα μου εξομολογούνταν τον έρωτά του. Τι θα έκανα; Μήπως τα αριστεία δεν συμβαδίζουν με τους έρωτες; Κι αν εξαιτίας του σταματούσα το διάβασμα; Από την άλλη, η ζωή με τραβούσε σαν έλκηθρο προς νέες συγκινήσεις. Η γιαγιά έλεγε «πρέπει να πέφτεις στο τηγάνι όπως τα κεφτεδάκια που ροδοκοκκινίζουν». Καινούριες εποχές έρχονταν κατά πάνω μου κι εγώ έπρεπε να τις προϋπαντήσω. Θα ριχνόμουν στην άβυσσο λοιπόν.
Τον συνάντησα Σάββατο πρωί μετά το φροντιστήριο. Μπήκε κατευθείαν στο ψητό. Στις εξετάσεις θα καθόμασταν με αλφαβητική σειρά. Νικολάου εγώ, Νικολόπουλος αυτός. Διπλανές θέσεις.
“Είσαι πρώτη μαθήτρια. Θα με βοηθήσεις;”
“Δηλαδή;”
“Να κάνεις λίγο δεξιά την κόλλα σου όπως θα γράφεις για να βλέπω κι εγώ”.
Οι προσδοκίες κατέρρευσαν με κρότο. Πήρα την ντροπή μου κι έφυγα.
Ο Βασίλης έμεινε στην ίδια τάξη. Τον έβλεπα καμία φορά στα διαλείμματα να καπνίζει πίσω από τις τουαλέτες. Δεν τον χαιρετούσα ποτέ.
Τον ξαναείδα μετά από χρόνια. Καλοκαίρι, στην παραλία του χωριού. Ήρθε να με χαιρετήσει. Τέλειωσε το στρατό και έψαχνε για δουλειά. Ζήτησε το κινητό μου. Συλλογίστηκα εκείνη τη μακρινή εποχή. Την κοριτσίστικη καρδιά μου. Τότε που πίστευα ότι όλα τα καλά αυτού του κόσμου κρέμονταν σαν φρούτα κάτω από ένα δέντρο κι εγώ δεν είχα πάρα να άπλωνα το χέρι μου και να έκοβα όποιο ποθούσα.
Του έδωσα τον αριθμό μου με αλλαγμένο το τελευταίο ψηφίο. Με χαιρέτησε με τη βεβαιότητα ότι θα τα ξαναλέγαμε σύντομα.

Πηγή: https://www.fractalart.gr/