Κάποτε, μικρό παιδάκι, χώθηκα στην καμινάδα
μες στου χρόνου εκεί την στάχτη, μες στο μαύρο καταρράχτη
'κει που κρύβονται οι ώρες, τα μελλούμενα, οι αιώνες
Είδα θάλασσα ν’ απλώνει απ’ των αστεριών την σκόνη
το χρυσό που έγινε αλάτι μέσα στου Χριστού τη φάτνη
είδα το χαρτί που ομιλεί, είδα τον Άγιο Βασίλη
των ονειροπόλων μόχθους, τους μικρούς κρυφούς μου πόθους
Τους κακούς και τους γαϊδάρους κι όλους του καλικαντζάρους
που όλο κόβουνε στον ανήλιο, κόβουν της ζωής το ξύλο
σπάν’ κλωστές, τα ρούχα λύνουν και ότι γράφεις σου το σβήνουν
να σε πάνε εκεί σου τάζουν που ποτέ δεν εορτάζουν
Κι ύστερα βγήκα στο χιόνι κι όλοι οι άνθρωποι ήταν μόνοι
οι καρδιές όλο κρυώναν γιατί οι γιορτές τελειώναν
κι όπως είδα τα αγιασμένα, τα παλιά, τα ξεχασμένα
λέω να τα πεις ωραία για να κάνουμε παρέα