Νίκος Παπακόγκος
Σε μια γωνιά της πολύβουης λεωφόρου
πα στη φουφού του ο καστανάς σκυμμένος
τον ήλιο τρώει τη σκόνη καταπίνει.
Οχτώβρης και κατέβηκε από την Πίνδο
τον μάζεψε η ανάγκη με το ξύλο
Σώθηκε στα χωριά τ’ αραποσίτι,
ξανά πλακώνει μαύρος ο χειμώνας
κι αβάσταγο της φτώχειας το νισάφι.
Σε μια γωνιά της πολύβουης λεωφόρου
πα στη φουφού να σκύβει ζαρωμένος
τον βλέπουν οι διαβάτες, που περνάνε.
Το κρύο ψιλό τη νύχτα βελονιάζει
τις πλάτες, που ξεκούραση δεν είδαν,
κι ολόκληρη κυλάει σιμά του η Αθήνα,
αδιάφορο ποτάμι σαν τον Άσπρο.
Και συλλογιέται ο καστανάς τους χωριανούς του,
που γάντζωσε στα νύχια της η φτίση
και βιαστικά τους έστειλε στον Άδη.
(Ο τουρισμός τους κλώτσαε κάθε λίγο
δεν ήθελαν τσαρούχια στην Αθήνα,
που την καρδιά της μέγαρα στολίζουν).
Και αργά τ’ αργό σαν πέφτει μεσονύχτι
και αγάλια η λαοθάλασσα κοπάζει,
πάει για να ρίξει το κορμί του σε μία τρώγλη,
που το γλυκό ξεκούρασμα δε δίνει.
Με τη ζεστή φουφού στην αγκαλιά του
καθώς ο νταβατζής κρατάει την πόρνη
και ‘κείνος τα μεσάνυχτα γυρνώντας.
«Ο Καστανάς» είναι ποίημα που ανήκει στη συλλογή «Ματωμένος ήλιος» του Νίκου Παπακόγκου. Γράφτηκε, πιθανότατα, το 1946 στην Αθήνα"
Πηγή:https://kimintenia.com/2022/10/05/1040-2/
.jpg)