- Αναδημοσίευση από το προσωπικό του Facebook
Νταμάρια χέρια
οι ξερόβραχοι της Μάνης
σκουριά, αίμα, ξύλο, γυαλί και πυργόκαστρα.
Ακροβολισμένα ξωκκλήσια
λησμονημένα από θεούς κι ανθρώπους.
Το μοιρολόι για τους αδικοχαμένους
εκτροχιάζει τη φορά των ανέμων.
Ημίθεοι, Κούροι, αρματωλοί και κλέφτες
-η Πηνελόπη επανέρχεται-
καταμεσής αυχένα Ταϋγέτου
και του παροπλισμένου φάρου στο Ταίναρο.
Σφυρί και καλέμι
ο λίθος παίρνει μορφή και ξαφνικά ανασαίνει,
οι δρεπανηφόρες Μανιάτισσες του Δυρού,
με ξύλα, ρόπαλα, δόντια και νύχια
-σωστές αμαζόνες-
τσακίζουν του Ιμπραήμ τ' ασκέρι.
Άντρας και γυναίκα στο ίδιο ασκητεμένο σώμα.
Τσακισμένα στήθη που βύζαξαν μωρά και γέροντες.
Ο γητευτής της πέτρας
καψαλισμένος απ' της Ελλάδας τον αδάμαστο ήλιο
φιλοτεχνεί προτομές που μιλούν κι ανασταίνονται.
Της ρωμιοσύνης ο Γολγοθάς τελειωμό δεν έχει.
Τ' αγιασμένο πρόσωπο του Ρίτσου
ατενίζει καθάρια τώρα τη Μονοβάσια του
-στην ίδια αυλή που κάποτε έπαιζε παιδί-
τραγουδώντας το καπνισμένο τσουκάλι.
Τρείς - τέσσερις μαυροφορεμένες γυναίκες κοντοστέκονται,
σταυροκοπιούνται και ευλαβικά απέρχονται.
Ο Πάλιρος πάνω απ' το Πόρτο Κάγιο γεννά λεβέντες.
Χέρια νταμάρια, δουλεμένα δάχτυλα,
στήθος αντρειωμένο από μάρμαρο κι ορείχαλκο.
Ο Ποσειδώνας νανουρίζει τη θάλασσα.
Ο κάμπος ξερνά οχιές.
Ο γλύπτης προσεύχεται.
Ν' ακουστεί η φωνή σου πέτρα.
(Στον Μιχάλη Κάσση. Αναζητώντας επιδερμικά, τις Μανιάτικες ρίζες μου!).
κδ
